Ξέρετε τι μου θυμίζει αυτή η ιστορία με το κοινοπρακτικό ομόλογο και την υπερκάλυψή του, για το οποίο μας πήρε η χαρά από τα μπατζάκια;
Μου θυμίζει, που πάει ένας φουκαράς στην τράπεζα, ο οποίος δεν είναι και τελείως μπατίρης, του έχουν μείνει και πέντε δεκάρες στην μπάντα. Οι οποίες, αν και δεν του φθάνουν για να καλύψει τις όποιες ανάγκες του, του δίνουν όμως ένα «πρόσωπο» για να μπορεί να πάρει ένα δάνειο από την τράπεζα.
Πάει, λοιπόν, στην τράπεζα, μαζεμένος και συνεσταλμένος, κάθεται εκεί μπροστά από την καρέκλα του διευθυντή με το βλέμμα καταγής και άκρη - άκρη στην καρέκλα και περιμένει. Περιμένει με λαχτάρα και αγωνία ενόσω ο διευθυντής ξεσκονίζει τα χαρτιά του και τα υπάρχοντά του και πού και πού τον κοιτάζει βλοσυρά πάνω από τα γυαλιά του. Και, ξαφνικά, γυρίζει προς το μαζεμένο πελάτη και του λέει με ένα πλατύ χαμόγελο: «Πόσα ζητήσατε, αγαπητέ κύριε; Δέκα χιλιάδες ευρώ; Ευχαρίστως σας πληροφορώ ότι η τράπεζά μας είναι διατεθειμένη να σας δώσει και 100 χιλιάδες ευρώ! Γιατί είστε καλός πελάτης, είστε αξιόπιστος και θέλουμε να σας διευκολύνουμε». Ο υποψήφιος δανειολήπτης τι να πει; Λάμπει το μούτρο του από τη χαρά του. Ξεροβήχει, ανακάθεται και αρχίζει: «Σας ευχαριστώ, κύριε διευθυντά, πολύ σας ευχαριστώ, κύριε διευθυντά» και μόνο που δεν πιάνει το χέρι του «κ. διευθυντή» να το φιλήσει, λες και είναι μητροπολίτης. Και εν συνεχεία, φουσκώνει, βέβαια, και από περηφάνια που «ΑΥΤΟΣ» είναι τόσο αξιόπιστος, 10 ζητάει 100 του δίνουν!
Και σας ρωτάω εγώ τώρα: Είναι ποτέ δυνατόν να βρεθεί τράπεζα που θα κάνει «ψυχικό»; Αν είναι δυνατόν! Υπάρχει περίπτωση να μην υπάρχει «δόλος»; Ούτε μία στο εκατομμύριο! Του κοπανάει ένα επιτόκι του δόλιου του δανειολήπτη, που θα τις πληρώσει «χρυσές» τις 100 χιλιάδες που του δίνει και, βέβαια, έχει πάρει και τα μέτρα της. Αν ο... δόλιος για οποιονδήποτε λόγο δεν μπορεί να το αποπληρώσει, ξέρουν ό,τι περιουσιακό στοιχείο μπορεί να έχει να του πάρουν, από σπίτι μέχρι σώβρακο. Ο... δόλιος, όμως, σε πρώτη φάση είναι μες στην καλή χαρά. Και κολακεύεται που η τράπεζα του ’δωσε περισσότερα και ανακουφίζεται που θα κάνει τη δουλειά που ήθελε και όχι μόνον - θα κάνει και άλλες ανάγκες ή και περιττές - και συμπεριφέρεται σαν το παραδάκι να είναι δικό του. Ενώ δεν είναι και ενώ, όπως είπαμε, θα του ’ρθει εν συνεχεία ο κούκος αηδόνι.
Ε, αυτό ακριβώς συμβαίνει και με την υπερκάλυψη του κοινοπρακτικού ομολόγου, που έβγαλε η «δόλια» Ελλάδα. Ζητήσαμε από συγκεκριμένο αριθμό τραπεζών, μετά φόβου και πάθους, να μας εξασφαλίσουν 5-7 δισ. ευρώ, για να τη βγάλουμε καλύπτοντας κάποιες ανάγκες. Στο χάλι που βρισκόμαστε και που είναι διεθνώς γνωστό, με τους οίκους να μας υποβιβάζουν, τους «Φαϊνάσιαλ Τάιμς» να μας κυνηγούν, τους εταίρους να μας βρίζουν και τις Κασσάνδρες να λένε ότι θα φτάσουμε μέχρι Νομισματικό Ταμείο, όσο να πεις μια αγωνία την είχαμε. Θα μας τα δώσουν τα φράγκα ή δεν θα μας τα δώσουν. Και αν δεν μας τα δώσουν, ζήτω που καήκαμε, θα έλεγε εκείνος ο έρμος ο Παπακωνσταντίνου, είμαι σίγουρη. Και αίφνης... Αίφνης, όχι μόνο μας έδωσαν τα ζητούμενα, αλλά η προσφορά των τραπεζών έφθασε τα 26 δισ. ευρώ!
Τι ανείπωτη και ανέλπιστη χαρά ήταν αυτή! Τι κόρδωμα! Τι εθνική υπερηφάνεια, που ακόμη μας δανείζουν! Καρσιλαμά θα χόρευε ο Παπακωνσταντίνου μέσα στο υπουργικό του γραφείο! (και γι’ αυτό πάω στοίχημα επίσης). Καλά, ο Γ. Παπανδρέου κλασικά ζεμπέκικο, δεν το συζητώ. Ε και αφού μας δίνουν οι άνθρωποι, να μην πάρουμε κι εμείς, όταν μάλιστα έχουμε ανάγκη και κόψιμο. Πήραμε. Όχι 26 δισ. που μας έδιναν (δεν το φάγαμε όλο το δόλωμα), αλλά 8 δισ. Αμ, καλά τα πήραμε, το θέμα είναι αυτό το δάνειο πόσο θα το πληρώσουμε; Αυτά τα 8 δισ. πόσα θα γίνουν τελικά; Γιατί τα πήραμε με το υψηλότερο επιτόκιο από την ένταξη της χώρας στην Ο.Ν.Ε.; ένα 6,2%. Θα μου πείτε τώρα, με τέτοια ανάγκη που υπάρχει εδώ για ζεστό χρήμα, πληρώνουμε «όσο - όσο». Ε, εκεί ακριβώς πάτησαν και οι τράπεζες. Να μας κοπανήσουν στο «Δόξα Πατρί» και να ’χουν μετά να λαβαίνουν. Τι μας νοιάζει τώρα που αυτό το 6,2% σημαίνει ότι οι τράπεζες θα αναγκαστούν να δανείζονται και να δανείζουν με υψηλά επιτόκια; Τι μας νοιάζει που ο δανεισμός στο διηνεκές με τόσο επαχθείς όρους δεν συνιστά βιώσιμη προοπτική;
Ποιος κάθεται τώρα να σκεφτεί τις συνέπειες; Σάμπως και πότε τις σκεφτόμαστε στην Ελλάδα; Η δουλειά μας να γίνεται τώρα και μετά... Ε, το πολύ - πολύ να μας πάρουν τα σώβρακα.