Στις μέρες μας συχνά γινόμαστε μάρτυρες μιας χωρίς προηγούμενο επίθεσης κατά των παραδεδομένων αρχών και αξιών και ιδίως κατά της ορθόδοξης πίστης και Εκκλησίας. Πολλά τα σχετικά τεκμήρια. Ένα από αυτά είναι και το θέμα της αφαίρεσης των ιερών συμβόλων (των ιερών εικόνων, του Τιμίου Σταυρού και του Εσταυρωμένου από τα εκπαιδευτήρια και τα δημόσια καταστήματα και του ιερού Ευαγγελίου από τα δικαστήρια). Το ζήτησε με προσφυγή του στο Εφετείο Αθηνών το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι.
Το παράδοξο είναι ότι η προσφυγή έγινε με το έωλο επιχείρημα ότι θίγονται τάχα οι αλλόδοξοι και αλλοδαποί που φιλοξενούνται στη χώρα μας. Επιχείρημα εντελώς απαράδεκτο και ανιστόρητο.
Είναι λογικώς απαράδεκτο, γιατί μοιάζει με το να ζητούμε να ξεκρεμάσουμε από τους τοίχους των ξενοδοχείων μας τα πορτρέτα των αγωνιστών του '21, ή να αποκρύψουμε τους διάφορους ανδριάντες τους, για να μη τυχόν δυσαρεστήσουμε τους Τούρκους που επισκέπτονται τη χώρα μας ή διαμένουν σ' αυτή για οποιοδήποτε λόγο. Πού ακούστηκε ότι ο νοικοκύρης πρέπει να αρνείται την πίστη και τον πολιτισμό του, για να μη τυχόν δυσαρεστήσει τους φιλοξενούμενούς του; Φαίνεται πως κάποιοι έχουν μικρή ιδέα για την πίστη και τον πολιτισμό μας. Αλλά αν έχουν αυτοί δεν έχει ο λαός, ο οποίος σέβεται και τιμάει ιδιαζόντως τα ιερά σύμβολα. Και τα φορεί με καύχηση.
Η απαίτηση αυτή για αφαίρεση των ιερών συμβόλων από τα σχολεία, τα δημόσια καταστήματα και τα δικαστήρια έρχεται σε αντίθεση προς την ιστορία και την εθνική μας παράδοση. Και δεν εξυπηρετεί την καταπολέμηση του ρατσισμού και του σωβινισμού.
Άλλωστε ο Ελληνισμός έζησε συχνά και για μεγάλα χρονικά διαστήματα με ξένους. Και σεβάστηκε και τίμησε την ετερότητά τους, χωρίς να απεμπολήσει τις αρχές και τις αξίες του. Είναι γνωστό, χωρίς διάθεση καυχησιολογίας, πως υπήρξαμε ανέκαθεν φιλόξενος λαός. Από τα πανάρχαια χρόνια είχαμε αναγάγει σε περιωπή τη φιλοξενία και περίθαλψη των ξένων. Και την είχαμε θέσει υπό την προστασία του θείου. Κατεξοχήν προστάτης μάλιστα της φιλοξενίας στην αρχαία Ελλάδα ήταν ο ύψιστος των θεών, ο Δίας. Γι' αυτό και έφερε την προσωνυμία ξένιος Ζευς.
Ο ξακουστός στρατηλάτης μας ο Μέγας Αλέξανδρος ήθελε οι λαοί που κατέκτησε να κρίνονται με βάση την αρετή και όχι την καταγωγή τους.
Στον όρκο που έδωσε σε συμπόσιο, το οποίο έκανε στην πόλη Ώπις της Ασσυρίας, το 324 π.Χ., τόνισε ενώπιον των προσκεκλημένων αξιωματούχων όλων των φυλών πως δεν τον «ενδιαφέρει η καταγωγή των πολιτών, ούτε η ράτσα που γεννήθηκαν. Τους καταμερίζω, είπε, με ένα μόνο κριτήριο, την αρετή. Για μένα, συνέχισε κάθε καλός ξένος είναι Έλληνας και κάθε κακός Έλληνας είναι χειρότερος από βάρβαρο... Από μέρους μου, κατέληξε, θα θεωρώ όλους ίσους, λευκούς ή μελαμψούς και θα ήθελα να μην είστε μόνον υπήκοοι της Κοινοπολιτείας μου, αλλά μέτοχοι, όλοι συνεταίροι». Πού βλέπει κανένας ξενοφοβία ή ρατσισμό ή απεμπόληση των αρχών και αξιών του Ελληνισμού στο υπέροχο αυτό κείμενο; Μπορεί να συγκριθεί ο δικός μας γραικυλισμός με την υπέροχη αυτή τοποθέτηση;
Και στο Βυζάντιο, που διαπνέεται από το βαθύτατα ανθρωπιστικό πνεύμα του Ευαγγελίου η φιλοξενία ήταν αυτονόητη ιδίως για τα μοναστικά ιδρύματα. Και εξικνείτο ως το σημείο να πλένουν ακόμη και τα πόδια οι μοναχοί όσων ξένων κατέλυαν στα μοναστήρια. Και φυσικά και των αλλοδαπών.
Και στα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και στην Κατοχή οι Έλληνες είχαν σώσει με κίνδυνο της ζωής τους πολλούς αλλοδαπούς και αλλόθρησκους. Πόσοι Εβραίοι δεν σώθηκαν τότε.
Ακόμη και στις μέρες μας, που κατακλύσθηκε η Ελλάδα από πληθώρα λαθρομεταναστών, αριθμό δυσανάλογο με τον πληθυσμό μας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, ο ελληνικός λαός στην πλειονότητά του συμπαραστάθηκε και συμπαραστέκεται στους μετανάστες. Όχι μόνο μεμονωμένα άτομα, αλλά και Σύλλογοι και Εκκλησιαστικά και Κρατικά ιδρύματα και Οργανισμοί τους βοηθούν ποικιλοτρόπως. Θα μάκραινε πολύ ο λόγος, αν θέλαμε να αναφερθούμε σε συγκεκριμένα παραδείγματα. Και να τονίσουμε πως οι όποιες εξαιρέσεις, δεν αναιρούν τον κανόνα. Ας σταματήσει επιτέλους αυτή η καραμέλα περί ρατσισμού, ξενοφοβίας κ.λ.π. Είμαστε η χώρα που δεχτήκαμε τους λαθρομετανάστες της Αλβανίας για παράδειγμα όταν η γειτονική Ιταλία τους αποποιήθηκε με το γνωστό απειλητικό τρόπο.
Η ύπαρξη όμως των μεταναστών και η ανάγκη βοήθειας και κατανόησης των όποιων προβλημάτων τους, με κανένα τρόπο δεν δικαιολογεί να αρνηθούμε την ιστορία, την πίστη, την παράδοση και τον πολιτισμό μας εν γένει. Όσοι υποστηρίζουν το αντίθετο, υποκρύπτουν, αν δεν εκφράζονται αφελώς και ανεπιγνώστως, ανομολόγητους σκοπούς. Θέλουν νομίζω να μας αφελληνίσουν και αποορθοδοξοποιήσουν. Να μας ξεβαφτίσουν, αν επιτρέπεται η έκφραση. Και δεν το ομολογούν ευθέως και με ειλικρίνεια, αλλά κρυπτόμενοι κάτω από την πρόφαση της ευγένειας και του σεβασμού των δικαιωμάτων και της πίστης των αλλόθρησκων μεταναστών.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ πως στην Ιταλία, όπου πρωτοεμφανίστηκε το θέμα της αποκαθήλωσης του σταυρού από τις σχολικές αίθουσες, η κυβέρνηση αντέδρασε δηλώνοντας πως η ανάρτηση θρησκευτικών συμβόλων στις σχολικές αίθουσες αποτελεί «ηθικά θετικό μήνυμα... που διαπερνά τις παραδόσεις της χώρας». Η δε Ιταλίδα υπουργός Παιδείας διακήρυξε ξεκάθαρα πως «ουδείς και κανένα ιδεολογικό Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θα ακυρώσει την ταυτότητά μας»!
Ύστερα από όλα αυτά, νομίζουμε ότι είναι προς τιμήν του Ελληνικού Δικαστηρίου, του Εφετείου δηλαδή των Αθηνών, που απέρριψε την προσφυγή του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι. Αλλά και του Προέδρου του Αρείου Πάγου κ. Γ. Καλαμίδα, που αποδοκίμασε ευθέως τέτοιου είδους απαιτήσεις από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Η τοποθέτησή τους ανακαλεί στη μνήμη μας τη σχετική ρήση: Υπάρχουν δικαστές στο Βερολίνο! Και παρέχει ελπίδα για το μέλλον αυτού του τόπου καθώς βάζει φρένο στις αθέμιτες και παράλογες απαιτήσεις κάθε μειοψηφίας, οι οποίες προσβάλλουν βάναυσα την πλειοψηφία του πιστού ορθόδοξου λαού μας κατηγορώντας τη για ρατσισμό.