Τα Άγια Θεοφάνια ή Επιφάνια είναι μία από τις πιο παλιές εορτές η δεύτερη μετά το Πάσχα που καθορίστηκαν από τη Χριστιανική Εκκλησία στις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνα. Η γιορτή αυτή δηλαδή αναφερόταν αρχικά όχι μονάχα στη βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη αλλά και στη γέννηση του Κυρίου στη Βηθλεέμ. Γιορτάζεται δε ξεχωριστά από τα Χριστούγεννα από το 330 μ.Χ. περίπου. Από τις διάφορες δε πλευρές που παρουσιάζει εντυπωσιάζουν ιδιαίτερα οι εξής:
α) Οι ονομασίες της
Η γιορτή αυτή ονομάζεται Θεοφάνια από τη ρήση του Απ. Παύλου ότι «Θεός εφανερώθη (κατ' αυτήν) εν σαρκί» (Α΄ Τιμ. 3,16). Χαρακτηρίζεται δε και ως Επιφάνια από τις ρήσεις και πάλι του Απ. Παύλου ότι «επεφάνη η χάρις του Θεού η σωτήριος πάσιν ανθρώποις» (Τιτ. 2,11) και ότι οι Χριστιανοί περιμένουν την «επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού» (Τιτ. 2,13). Ονομάζεται όμως και ως εορτή των Φώτων διότι ο Χριστός που διεκήρυξε ότι είναι «το φως του κόσμου» (Ιω. 8,12), ήταν και είναι πάντοτε «το φως το αληθινόν ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον» (Ιω. 1,2). Ήταν και είναι πάντοτε «ο ειπών εκ σκότους φως λάμψας ος έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών προς φωτισμόν της δόξης του Θεού εν προσώπου Ιησού Χριστού» (2 Κορ. 4,6). Για τούτο κατά τους ιερούς Ευαγγελιστές ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς» (Ματθ. 4,16).
β) Γιατί «επεφάνη» ο Θεός στον κόσμο;
Γιατί όμως θα έλεγε κανένας φανερώθηκε ο Θεός στον κόσμο; Την απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα την έδωσε ο ίδιος ο Κύριος. Έως το φως έχετε έλεγε πιστεύετε εις το φως ίνα υιοί φωτός γένησθε» (Ιω. 12,36).
Από τα πιο πάνω λόγια φαίνεται καθαρά ότι «το φως ελήλυθεν εις τον κόσμον» (Ιω. 3,19) όχι μονάχα για να φέρει την αληθινή θεογνωσία, αλλά ταυτόχρονα και τους θησαυρούς της πίστης και της θέωσης του ανθρώπου της χαρακτηριζόμενης στη γλώσσα της Κ. Διαθήκης ως υιοθεσίας. Ήρθε με άλλα λόγια στον κόσμο ο Κύριος για να φέρει τα φώτα της αλήθειας και της Θ. Χάρης που κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη «διά Ιησού Χριστού εγένετο» (Ιω. 1,17). Ήρθε για να δείξει σε κάθε ξεστρατισμένο από το δρόμο του Θεού άνθρωπο το δρόμο της σωτηρίας που στην πραγματικότητα ήταν και είναι πάντοτε ο ίδιος ο Χριστός. Ήρθε για να τον βάλει μέσα στην Κιβωτό της Σωτηρίας δηλαδή στην Εκκλησία που είναι μια διαρκής θεοφάνεια.
Να γιατί ο μεγάλος Απόστολος των Εθνών έγραψε ότι «Ημείς πάντες ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτή εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν καθάπερ από Κυρίου Πνεύματος» (2 Κορ. 4,18). Να γιατί και οι άγιοι Πατέρες διακήρυξαν ότι «Φως ο Πατήρ, φως ο Υιός, φως και το Άγιον Πνεύμα».
Να γιατί ο μεγαλοφωνότατος Ησαίας έλεγε το «Δεύτε πορευθώμεν τω φωτί Κυρίου» (2,5) διότι κατά τον Παροιμιαστή «Φως Κυρίου πνοή ανθρώπων» (20,27).
γ) Η στάση του ανθρώπου απέναντι στο φως
Ενώ όμως το φως του Χριστού «φαίνει πάσι» η στάση των ανθρώπων είναι διαφορετική κάθε φορά. «Πας ο φαύλα πράσσων, έλεγε για τούτο ο Κύριος μισεί το φως και ουκ έρχεται προς το φως ίνα μη ελεγχθή τα έργα αυτού, ο δε ποιών την αλήθειαν έρχεται προς το φως ίνα φανερωθή αυτού τα έργα ότι εν Θεώ έστιν ειργασμένα» (Ιω. 3,20-21). Η στάση δε αυτή με απλά λόγια γίνεται η ζυγαριά της κρίσης των ανθρώπων γιατί δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την κατάκτηση της βασιλείας των ουρανών που είναι φως Χριστού και «φαίνει πάσι» την κόλαση που είναι «σκότος εξώτερον». Για τούτο έγραψε ένας σύγχρονος σχεδόν άγιος ο αββάς Σιλουανός (+ 1938) ότι «Μερικοί μοχθούν σ' όλη τους τη ζωή για να μάθουν τι υπάρχει πάνω στον ήλιο ή στη σελήνη ή κάτι άλλο αλλά καμιά ωφέλεια δεν προκύπτει από αυτό για την ψυχή. Αν όμως προσπαθούμε να γνωρίσουμε τι υπάρχει μέσα στην ανθρώπινη καρδιά τότε θα δούμε στην ψυχή του Αγίου τη βασιλεία των ουρανών και στην ψυχή του αμαρτωλού το σκοτάδι και την κόλαση.
Ύστερα από όλα τα πιο πάνω ένα θα ήθελα να προσθέσω ότι κατά την εορτή αυτή τελείται και ο μέγας αγιασμός κατά τον οποίο διαβάζεται μία από τις πιο σύνθετες και ταυτόχρονα λογοτεχνικές ευχές κατά την οποία κάθε ιερέας υψώνοντας τη φωνή του κραυγάζει και ομολογεί ότι «Μέγας ει, Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου». Δεν απομένει λοιπόν άλλο παρά το να αναφωνήσουμε και μεις μαζί με τον ποιητή της Εκκλησίας το «Δόξα τω φανέντι Θεώ και επί γης αφθέντι και φωτίσαντι τον κόσμον» και το «είδομεν το φως το αληθινόν (δηλαδή το Χριστό), ελάβομεν πνεύμα επουράνιον». Πρέπει να ακολουθήσουμε δηλαδή στη ζωή το παράδειγμα που μας έδωσε το «φως του Πατρός» το χαρακτηριζόμενο από την Αγ. Γραφή ως «Φως το απρόσιτον» και από την παράδοση της Εκκλησίας ως «Φώς ιλαρόν αγίας δόξης αθανάτου Πατρός» γιατί τότε μονάχα είναι δυνατόν να γίνουμε και μεις «Φωστήρες εν κόσμω λόγον ζωής επέρχοντες» ως έχοντες το Φως της ογδόης ημέρας που αποτελεί «μυστήριον του μέλλοντος αιώνος», δηλαδή πρόγευση και άρωμα της βασιλείας των ουρανών. Κάποιοι όμως «σοφοί κατά κόσμον» τα πιο πάνω δεν τα καταλαβαίνουν. Για τούτο αναζητούν το Θεό μάταια μέσα στα όρια του κτιστού στην ειδωλοποίηση του περιβάλλοντος και του ίδιου του εαυτού τους. Αναζητούν μάταια την ευτυχία στην κούφια Αστρολογία, στις φιλοσοφίες της απάτης, στις ειδωλολατρικές τελετές των ανύπαρκτων Θεών στις κάθε είδους μορφές δαιμονισμού. Οι ίδιοι οι δαίμονες όμως ομολόγησαν και ομολογούν ότι «Ουκέτι Φοίνος (ο μαντικός Απόλλωνας) έχει καλύβην ου μάντιδα δάφνης». Ας προσέξουν για τούτο να μην πάθουμε ό,τι και ο τρελός αυτοκράτορας της Ρώμης Καλιγούλας που σε κάποια στιγμή διέταξε τη μεταφορά του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Διός από την Ολυμπία στη Ρώμη, θέλοντας να αντικαταστήσει την κεφαλή του με προτομή της δικής του κεφαλής. Όταν όμως οι άνθρωποί του έσπευσαν στην αρχαία Ολυμπία το άγαλμα εκείνο (δηλαδή το πονηρό δαιμόνιο που κρυβόταν σ' αυτό) ανακάγχασε ειρωνικά τρέποντας σε φυγή τους ανθρώπους του Καλιγούλα.
Κλείνοντας το θέμα αυτό θα έλεγα ότι «τα αρχαία παρήλθον» και ιδού να γέγονε τα πάντα ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια». Ας παρακαλέσουμε για τούτο τον ενανθρωπήσαντα και βαπτισθέντα και αγιάσοντα τα σύμπαντα Κύριο να ευλογεί τη ζωή μας ολόκληρη λέγοντας: «Ο επιφανείς Θεός ελέησον ημάς» και το παρόμοιο: «Ο επιφανείς Χριστός ο Θεός και τον κόσμον φωτίσας δόξα σοι».