«Πάν δένδρον μη ποιούν καρπούς,
εκόπτεται και εις πύρ βάλλεται...»
Το εντελώς ξένο για μας έθιμο του Χριστουγεννιάτικου δέντρου, για πρώτη φορά εμφανίστηκε στην Αθήνα, το 1834. Ήταν η χρονιά, που το τότε μικρό χωριό, η Αθήνα, στεφανώνεται με το διάδημα της Πρωτεύουσας της Ελλάδας.
Το πρώτο Χριστουγεννιάτικο δέντρο, βρήκε τη φιλοξενία του, στο αρχοντικό του Ιω. Παπαρρηγόπουλου. Σπουδαγμένος γιατρός στη Ρώμη και τη Μόσχα. Φανατικός πατριώτης και με μεγάλη προσφορά στον αγώνα του 1821. Μέλος της Φιλικής Εταιρείας και προστατευόμενος του Παλαιού Πατρών Γερμανού, για τον χαρακτήρα και τα πνευματικά του προσόντα. Ήλθε σαν Πρόξενος της Ρωσίας και εγκαταστάθηκε σ’ ένα αρχοντικό στην Πλάκα.
Ήταν η χρονιά που στην Αθήνα ήλθε και ο Όθωνας, πρώτος Βασιλιάς των Ελλήνων. Οι Βαβαροί, που τον συνόδευαν, γνώριζαν το έθιμο του Χριστουγεννιάτικου δένδρου, γιατί είχε πια καθιερωθεί στην πατρίδα τους. Όμως εκείνη τη χρονιά, από αμέλεια ή πολλή δουλειά, δε φρόντισαν να στολίσουν το Παλάτι με το δέντρο. Ο Παπαρρηγόπουλος όμως δεν το ξέχασε. Χρόνια τώρα το είχε συνηθίσει στο Εξωτερικό. Δεν ήθελε να το – στερηθεί.
Θεώρησε λοιπόν υποχρέωσή του να μεταλαμπαδεύσει το Χριστουγεννιάτικο αυτό έθιμο και στον τόπο μας. Έτσι παραμονές Χριστουγέννων, ο επιφανής αυτός Έλληνας Πλακιώτης, πήρε τα μονοπάτια της Πάρνηθας, χώθηκε στο τότε πυκνό κι ανήλιο δάσος, κι άρχισε να ψάχνει για το ελατάκι της αρεσκείας του.
Φυσικά η Αθήνα την εποχή εκείνη δεν ήταν κρανίου τόπος όπως την κατάντησαν σήμερα οι οικοπεδοφάγοι. Άδεντρη, με το αποκρουστικό χρώμα του τσιμέντου και της ξηρασίας. Τόπος απωθητικός και λίαν ανθυγιεινός. Την εποχή εκείνη γύρω, γύρω από τον Λυκαβηττό, την Πεντέλη και την Πάρνηθα, θρασομανούσαν τα δάση. Σ’ έπνιγε το πράσινο, οι δροσομάνες, τα δύσβατα μονοπάτια και μια αξιόλογη χλωρίδα και πανίδα.
Δεν άργησε λοιπόν ο καλός μας Γιατρός, να βρεί το κατάλληλο ελατάκι, που θα στόλιζε τ’ Αρχοντικό του. Το μοναδικό σ’ όλη την Αθήνα. Τι λέω; Σ’ όλη την Ελλάδα. Αυτή ήταν η πρώτη λαβωματιά, στα παρθένα μας δάση. Πού να το φαντασθεί ο Παπαρρηγόπουλος, πώς σε λίγες 10/ετίες, το αναθεματισμένο έθιμο, θα ρίζωνε σ’ όλη τη χώρα μας. Οι ξενολάτρες Έλληνες κήρυξαν πια τον πόλεμο ενάντια στο ελατάκι. – Βρε, τους είπαν: «Εμείς είμαστε ναυτικός λαός. Η θάλασσα είναι στο αίμα μας. Πάρτε και στολίστε τα Χριστούγεννα με καραβάκια και βαρκούλες. Βάλτε φλάμπουρα και κορδέλες κι άρμενα ...»
Μπα αυτοί. Εκεί στο ξένο, ν’ αφανίσουν αέρα, ομορφιά και ζωή. Πανάθεμά σε Παπαρρηγόπουλε ...
Πήρε λοιπόν το δεντράκι ο Γιατρός, το στόλισε με φούμαρα και μεταξωτές κορδέλες, το ‘βαλε στο σαλόνι και κάλεσε τους φίλους του να γιορτάσουν το ακρωτηριασμένο ελατάκι. Κάλεσε μάλιστα και τον θρυλικό Στρατηγό τον Μακρυγιάννη: «Έλα του είπε φέρε και τη φαμίλια σου. Θα δεις κι ένα δέντρο, που όμοιό του δεν έχει ο κήπος σου». Σαν έφτασε στο σπίτι του φίλου του ο Μακρυγιάννης, τον οδήγησαν στο στολισμένο σαλόνι, που ιδιαίτερα φάνταζε το ελατάκι.
«Μωρέ πότε πρόκανες και το φύτεψες;» «λέει ο Στρατηγός». Δεν το φύτεψα του απάντησε ο Γιατρός. Κομμένο το ‘χω από την Πάρνηθα. Δεν είναι ωραίο; Ξανάδες άλλο τέτοιο δέντρο; Σίγουρος πως θα εντυπωσίαζε τον Στρατηγό.
Ο Μακρυγιάννης κατσάρωσε, κοίταξε με οίκτο, ττους επίσκεπτες, που «θαύμαζαν» το ελατάκι και είπε στο Γιατρό κουνώντας λυπητερά το κεφάλι του:
«Ωραίο κύρ – Γιάννη και να το χαίρεσαι. Μα τι σ’ έπιασε και το ξελάκωσες για να το κλείσεις σε τούτη την ασφυκτική κάμαρα; Γιατί το ‘πνιξες με μπαμπάκια και γιρλάντες; Τα δικά μας Γιατρέ τα δέντρα δεν τα κλείνουμε στις κάμαρες. Τ’ αφήνουμε στον τόπο τους. Εκεί που τα έστεισε ο Θεός. Και δεν κρεμάμε πάνω τους μπαμπάκια και κορδέλια. Μον’ τ’ άρματα κρεμάμε στα κλαδιά τους, σα θέλουμε να λαγιάσουμε από τον κάματο τ’ αγώνα...». Παράτησε σύξυλους τους καλεσμένους και γυρνώντας στον οικοδεσπότη του είπε: «Άντε γειά σου». Κι έφυγε σκυφτός δείχνοντας τη δυσφορία του.
Και θυμήθηκα τη γιαγιά μου που έλεγε: «Τι δέντρο είναι αυτό παιδάκι μου; Άκουσες εσύ δέντρο, που να έχει πάνω του κρεμασμένα, χαρτάκια και κορδέλια;» Αυτό είναι δέντρο, που δεν έχει ρίζες. Γι’ αυτό και δεν κάνει καρπούς. «Παν δένδρον μη ποιούν καρπούς, εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται». Η ξενομανία, που μας εκόλλησεν, είναι κι αυτή σαπρόν δέντρον και δεν μπορεί παρά να κάνει σαπρούς καρπούς».
Καλά Χριστούγεννα