«Η Ελλάδα και η Πορτογαλία δεν κατάλαβαν ότι μπαίνοντας στην ΟΝΕ είχαν συγκεκριμένες υποχρεώσεις και ένα «μέτρο» που έπρεπε να κρατήσουν. Ξέρετε πώς μοιάζει η κατάσταση; Ας πούμε ότι είναι ένα μπαρ το οποίο κερνάει τζάμπα ποτά. Αν πιεις συγκρατημένα, θα το διασκεδάσεις, αν πιεις πολύ, επειδή είναι τζάμπα, θα μεθύσεις. Αυτό ακριβώς έπαθαν η Πορτογαλία και η Ελλάδα: μέθυσαν!».
Τα παραπάνω έλεγε προχθές Πορτογάλος οικονομολόγος στην εξαιρετική εκπομπή του Παύλου Τσίμα «Έρευνα», θέμα της οποίας ήταν η οικονομική κρίση που μαστίζει την Ελλάδα, αλλά και τις λοιπές αδύναμες χώρες της Ευρωζώνης. Πιο ωραίος, όμως, και από το περιεχόμενο της εκπομπής ήταν ο «παραλληλισμός» πάνω στον οποίο βασίστηκε. Και συγκεκριμένα, το γνωστό παραμύθι με τον κακό λύκο και τα τρία γουρουνάκια. Όπου «κακός λύκος» ήταν η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ («λύκος μαύρος και κακός, του πατέρα του καημός») και τα «τρία γουρουνάκια», η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία. Βέβαια, αν θυμάμαι καλά το παραμύθι, τελικά ο «κακός λύκος» δεν καταφέρνει να φάει τα τρία γουρουνάκια, αν και το επιθυμεί διακαώς και σκαρφίζεται χίλιες πονηριές για να τα καταφέρει. Ενώ τα τρία γουρουνάκια, αν και εκ πρώτης όψεως ευκολόπιστα, μετά από ένα αχυρένιο και ένα ξύλινο σπιτάκι, τελικά καταφέρνουν να χτίσουν ένα ασφαλές από τούβλα, ακονίζουν και κομμάτι το μυαλό τους και τα καταφέρνουν.
Στη δική μας περίπτωση, βέβαια, δεν ξέρουμε ακόμη ποιο θα είναι το τέλος του παραμυθιού, γιατί βρίσκεται σε εξέλιξη. Και εμείς βρισκόμαστε ακόμα στο αχυρένιο σπιτάκι, που το κάνει «φουουού» ο «κακός λύκος», το ’χει ήδη ρίξει κάτω και προσπαθούμε για το επόμενο.
Πώς αλλάζουν, όμως, τα πράγματα. Η τραγικότερη, ίσως, περίπτωση από τις τρεις χώρες είναι η Ιρλανδία. Η οποία κατέκτησε ο οικονομικό θαύμα, έφτασε στην κορυφή και από κει κατρακύλησε απότομα στο χάος. Το δικό μας το χάλι το ξέρουμε, το ’χουμε πει και χίλιες φορές, δεν χρειάζεται να το επαναλάβουμε.
Η Πορτογαλία, πάλι, είναι μια άλλη περίπτωση. Θυμάμαι πριν πολλά χρόνια, την πρώτη φορά που είχα κάνει ένα ταξίδι εκεί, είχα μπει σε ένα ταξί. Με ρώτησε, λοιπόν, ο ταξιτζής από πού είμαι. Και όταν του απάντησα «από την Ελλάδα», γύρισε γεμάτος ενθουσιασμό και μου είπε: «Α, εμείς εδώ τους αγαπάμε πολύ τους Έλληνες. Γιατί εσείς εκεί στην Ελλάδα δεν απορροφάτε όλα τα κονδύλια από την Ε.Ε. και ό,τι περισσεύει από σας το παίρνουμε εμείς και κάνουμε και άλλα έργα»! Ένας απλός άνθρωπος, με πολλή «πίστη» στην ελληνική ανημποριά, αλλά και στις προοπτικές που ανοίγονταν για την ανάπτυξη της χώρας του μέσω των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων.
Και πράγματι, όταν εμείς είχαμε προβλήματα (μεγάλα) απορρόφησης από όλα τα Κοινοτικά Πακέτα Στήριξης, η Πορτογαλία, που μπήκε πολύ μετά στην Ε.Ε., είχε τη μεγαλύτερη όλων των χωρών για χρόνια. Και επειδή ο τρόπος που λειτουργούσαν τα πράγματα επέτρεπε τα κονδύλια, που κάτι άσχετοι (βλέπετε Ελλάδα) δεν μπορούσαν να τα απορροφήσουν, να τα παίρνουν εκείνοι που μπορούν, η Πορτογαλία έκανε χρήση και έκανε και θαύματα.
Τώρα «πώς» από το σημείο αυτό βρέθηκε και αυτή στο ποδόμακτρο του Δ.Ν.Τ. και αργά ή γρήγορα θα διαβεί την πόρτα των δανεισμών είναι μια άλλη ιστορία. Άλλωστε, κατά το παρελθόν η Πορτογαλία είχε, από μόνη της, προσφύγει δύο φορές στο Δ.Ν.Τ. (είναι δηλαδή «παλιός πελάτης») και τη... σκαπούλαρε.
Εν πάση περιπτώσει, κακοί άνθρωποι δεν είμαστε, αλλά η αλήθεια είναι ότι τώρα που μας ακολούθησε σ’ αυτό το... λαμπρό δρόμο του «Μνημονίου» η Ιρλανδία, έπειτα η Πορτογαλία, το παλεύει (ακόμη) η Ισπανία, το Βέλγιο δεν αισθάνεται καλά στην υγεία του και η Ιταλία έχει το μαύρο της το χάλι, νιώθουμε κάπως καλύτερα. Αν μη τι άλλο, έχουμε μια παρηγοριά ότι δεν είμαστε μόνοι. Κάτι είναι και αυτό.