Χειμώνας ... «Ο παγερός καβαλάρης», που σαρώνει τα «πάντα» στο πέρασμά του ... Χειμώνας του «λευκού, του γκρίζου, του βαθύ μπλέ, του μαύρου». Χειμώνας «ψυχοβγάλτης» των φτωχών και των ανήμπορων. Δεν είναι καιρός για εξοχές, για τα χωριά, που ερήμωσαν και πάλι, εποχή για πόλεις.
Δεκέμβρης και Γενάρης, οι ασπρομάλληδες γέροντες των μηνών. Χειμώνας, τα γερατειά του χρόνου, που αποζητούν την κάλυψη, την παρουσία, την επαφή, τη σχέση όλων των άλλων, των πολλών άλλων. Κι η αλήθεια του Χειμώνα, ως κοινοτοπία και σύμβολο μαζί, είναι γυμνή αλήθεια, σαν το θάνατο. Κι όλοι μαζί στριμωγμένοι, για να ζεσταθούμε χωρίς καλύμματα, γυμνοί κι αδύναμοι, μεθυσμένοι από τη γιορτινή λάμψη της βιτρίνας του Μεγάλου Αδελφού, τη μόνη ενοποιητική πιά κοινωνία, επικοινωνία, σε πόλεις του χειμώνα και σε χωριά ανάδελφοι. «Φέρτε μου το κάλυμμα, ψάχνω ένα ρούχο να σε σκεπάσω νεκρωμένε, μεθυσμένε από την παγωνιά, γέροντά μου, ή ορφανό μου παιδί, μη μου καταραστείς καθώς περιεργάζομαι τη γύμνια του θανάτου σου»... Μα αυτά άραγε υπάρχουν μόνο στην οργισμένη βίβλο της εκδίκησης και της κατάρας, κι εδώ στη φιλάνθρωπη έγνοια η γυμνή αγάπη θάλπει και στηρίζει; Μα πώς να σας τα πώ, που είναι και πάλι η γλώσσα παλιού καιρού στολίδι και καπνός του νού από αρχαία φωτιά, κι ότι αρθρώσω στα στήθη μου κοπίδι. Διόνυσοι, Νώε, Χριστοί και αρχάγγελοι, τράφοι, ναοί, παλάτια, όλα τους φθαρμένα, ασύνδετα, πλούσια κι άδεια. Και ποια ψυχολογία σαν αυτή εδώ στο ψυχαγώγειο του Γενάρη μπορεί να εξάρει το θεσπάσιο οίνο της κοινωνίας και ζωής, που της καρδιάς τις άκρες απαλύνει, και ποιος μπορεί να δει ότι Διγενής, Διόνυσος - Χριστός, παράφορος ή νηφάλιος θείος έρωτας, καλπάζει νικητής μες στη χειμέρια ερημιά, μες στην οδύνη; Μα θέλω να τα πω, να τα φωνάξω, να τα μηνύσω μες στη χειμαζόμενη πόλη όπου με την εφαρμοσμένη κοινοτοπία και λογική επέλεξα να ζω - να ζούμε. Με το κινητό, τα τσιγάρα, τη μοναξιά, το ψευτοευρώ, την ασχήμια της «ουτοπικής - ευδαιμονισμένης αντίληψης κι ευτυχίας ...», κατεβαίνω στην πολύβουη πόλη. Άφαντη πόλη, άφαντος κι ο ερωτισμός της τσιμεντούπολης για τον οποίο μου μιλούσε ο Γερμανός φίλος στη δεκαετία του ('70) εβδομήντα. Τίποτε δεν μυρίζει προκοπή, προσδοκία και ελπίδα, δεν μυρίζει πια ασβέστη, ατόφιο άρωμα λουλουδιού, τσιμέντο, βαρύ τσιγάρο και μπόλικη ραδιενέργεια - κινητής κι ακίνητης τεχνολογίας - ο ιδρώτας των ανθρώπων, μια στρώση πάνω από το θυμάρι του χωριού που μόλις άφησαν. Και το ψύχος του Γενάρη στην ψυχή δυσβάστακτο στην τσουχτερή ελαφρότητά του, με τους Ελληνάδες ρατσιστές, ιθαγενείς και πατριώτες. Το ψυχορράγημα ενός κόσμου μασκαρεύεται σε μια όχι και τόσο δραματική, αλλά ανάλαφρη επιλογή από λογιών λογιών χειμέριες πεταλούδες της νύχτας. Και για τις ψυχές αυτές, ναι, ο χειμώνας, κι όχι μόνο, είναι προστατευτικός στις πόλεις, με το φτερούγισμά τους μέσα στο απολιθωμένο δάσος, σε τιμές σ' όλη τη γκάμα και τη διαλογή μιας εμπορευματικής κοινωνίας.
Τριγυρνώ, βγάζω βόλτα τη νεύρωσή μου στο ψύχος. Κι όσο κι αν ψάχνω στην πολύβουη πόλη την «ανθρωπιά» ανάμεσα σ' ανθρώπους, μα δεν τη βρίσκω πουθενά. Σε μια πόλη που δε λένε καλημέρα, (σπανίως) και δεν χαμογελούν στους δρόμους κι ούτε χαιρετιούνται, αναρωτιέσαι πού ξαφνικά χάθηκαν οι άνθρωποι;
Παιδιά της φτώχειας, της ανέχειας, της ανεργίας και του πόνου, μην στροβιλίζετε και μην ζητάτε πιά την πλούσια εξώπορτα να γείρετε το κουρασμένο και ξεπαγιασμένο σας κορμί. Η πόρτα αυτή έχει εξαφανιστεί... και η ευεργεσία μαζί της. Μα δεν το βλέπετε ολάκερα χρόνια τι γίνεται;
Μισόκλειστες, ή σχεδόν κλειστές - τις περισσότερες φορές - δεν βρίσκετε τις πόρτες αλληλεγγύης του Δήμου σας, της εκκλησίας, διαφόρων φορέων κι οργανισμών, και της Πολιτείας; Δεν τη βλέπαν, τούτη την ανημπόρια σας, την «κοινωνική σας αιχμαλωσία» πανταχόθεν, τις βασικές βιοποριστικές σας ανάγκες και τόσα άλλα βάσανά σας - που διαιωνίζονται επάπειρον - και δεν γίνεται σχεδόν τίποτα για τη δική σας ανακούφιση, φροντίδα και μέριμνα; Θαρρώ - και σχεδόν οι πάντες θα συμφωνήσουν - πως το ίδιο «έργο» παίζεται κάθε φορά, από τους εκάστοτε αρμόδιους, φορείς, κ.ά. - της κοινωνίας και της Πολιτείας, - σ' ότι αφορά στο κοινωνικό φαινόμενο της δυστυχίας κι ανέχειας μεγάλης μερίδας συνανθρώπων μας. Άνθρωποι γύρω μας, ποικιλοτρόπως «ανεμοδαρμένοι» είναι αλήθεια, με το σπαθί του ηγεμόνα υλιστή» πάνω απ' το κεφάλι τους... Άνθρωποι πλησίον μας, ταπεινωμένοι, πεινασμένοι, φοβισμένοι, «ζωντανοί νεκροί» κατά τ΄ άλλα, με το μαστίγιο ... της υποκρισίας κι αδιαφορίας μας στο προσκεφάλι τους.
Άνθρωποι μονάχοι, απελπισμένοι, άρρωστοι, καταπιεσμένοι, και περιφρονημένοι πολλάκις, ζητάνε τη βοήθειά μας, τη στήριξή μας, την αγάπη μας. Έχουμε, αυτή τη διάθεση, να τους την προσφέρουμε;
Αν ναι, τότε εμπρός ... Ο κρατικός κι ο ιδιωτικός παρεμβατισμός, με τις δυνάμεις της εκκλησίας, τοπικών παραγόντων και άλλων φορέων, ας εξετάσουν τούτο το ακανθώδες κοινωνικό φαινόμενο δίνοντας άμεσα αποτελεσματικές λύσεις, σ' αυτές τις πολύπαθες τάξεις της πραγματικής φτώχειας συνανθρώπων μας. Ούτε ένας «επαίτης», δεν πρέπει να περιφέρεται στους δρόμους, αν πραγματικά θέλουμε ως πολιτεία και κοινωνία, την ευημερία σε όλους χωρίς διακρίσεις. Οι γιορτές που έρχονται κάθε χρόνο, είναι μια ευκαιρία και αφορμή ώστε να δείξουμε εμείς - οι οικονομικά εύποροι - την ανθρωπιά μας, προς τον πάσχοντα αδερφό μας, παράλληλα να δώσουμε τη χαρά! και την ελπίδα!, και σ' αυτούς που ως τώρα δεν την γεύτηκαν ... Μια προσδοκία, ελπίδα και χαρά, που να τους κάνει για πάντα ευτυχισμένους! .., αυτούς τους υστερημένους - από αγαθά και δώρα ζωής - ανθρώπους της διπλανής μας πόρτας, που δε φταίνε οι ίδιοι σε τίποτα. Κλείνοντας, με τους στίχους του ποιητή:
«Όταν ο άνεμος θα κουραστεί από το πολύωρο τρέξιμό του και λουφάξει,
θα τον διαδεχτεί η βροχή, η παγωνιά, ή το χιόνι.
Χαρά στους εύπορους ανθρώπους, που έχουν τα όπλα να νικήσουν το
χειμώνα, κι αλοίμονο στις στρατιές των πεινασμένων, γυμνών κι
ανυπεράσπιστων, που βλέπουν ζωντανοί τον φοβερό εφιάλτη, που
τον κάνει ακόμη πιο χειρότερο η αδιαφορία όλων ημών των
καλοζωισμένων...».
Ο Γεώργιος Ν. Ξενόφος,
είναι πρώην στέλεχος «ΥΠ.ΕΘ.Α.»
Λογοτέχνης, Λαογράφος, Συγγραφέας