Στο μικρό ορεινό χωριό της Πίνδου οι τοπικοί άρχοντες είχαν έρθει αντιμέτωποι με ένα φλέγον ζήτημα. Κάποιος αλητάκος είχε την κακή συνήθεια να ζωγραφίζει μουστάκια σε κάθε αφίσα που τοιχοκολλούταν στον πίνακα ανακοινώσεων της πλατεΐτσας.
Στις εκλογές, ο ασυνείδητος έφτιαξε ένα ωραίο ευθύ μουστάκι στη φωτογραφία του μετέπειτα δημάρχου, όταν καλούσε τους συγχωριανούς του στην προεκλογική του ομιλία. Ο αντίπαλός του χαιρέκακα το καταευχαριστήθηκε αλλά του κόπηκε το γέλιο όταν στη δική του αφίσα-πρόσκληση είδε μια μυτερή γενειάδα που ξεκινούσε από παχιές πιτσιλωτές φαβορίτες. Ένας τραγουδιστής που επρόκειτο να ψυχαγωγήσει τον κόσμο σε κάποιο πανηγύρι, μετά λύπης του, είδε το όμορφο πρόσωπό του να αμαυρώνεται από ένα στριφτό πελώριο μουστάκι, αλλά και μια θεατρίνα ακόμα, με το θελκτικό χαμόγελό της, που άφηνε να ασπρίζουν τα λαγουδίσια δόντια της κάτω από τα παχιά της χείλη, έτυχε της ίδιας αντιμετώπισης και κάτι χειρότερο, μαζί με την περιποιημένη μουστάκα της είχε και ένα μαυρισμένο δόντι.
Πολιτικοί, καλλιτέχνες, θιασώτες, χορευτές οποιοσδήποτε τολμούσε να αφισοκολληθεί στον τοπικό πίνακα, την άλλη μέρα διέθετε ένα αστείο αξεσουάρ στο πρόσωπό του. Μουστάκια, γενειάδες, γυαλιά, ελιές παρήλαζαν πολλές φορές πιο περήφανα από τους ίδιους τους κατόχους τους.
Αρκετά βράδια ο χωροφύλακας έμεινε μέχρι αργά κρυμμένος πίσω από τον πλάτανο παρακολουθώντας τον πίνακα μήπως έτσι πιαστεί ο ύποπτος, μα ποτέ δεν αντιλήφθηκε το παραμικρό. Άλλες φορές, τα καλοκαίρια, οι άντρες καθόταν ως το ξημέρωμα στην πλατεία πίνοντας και κουβεντιάζοντας και κάθε τόσο κοίταζαν την αφίσα, όμως τα μουστάκια εμφανίζονταν σαν από μαγεία όταν για μια στιγμή αφαιρούνταν οι σκοποί. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν πώς αυτός ο φαντομάς δρούσε κάτω από τη μύτη τους, δίχως να τον καταλαβαίνει κανείς. Όσο συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση τόσο περισσότερο άναβε η περιέργεια των χωρικών για το ποιος μπορεί να είναι και στο τέλος όλοι παραδέχτηκαν την εξυπνάδα του να κοροϊδεύει ένα ολόκληρο χωριό, βγάζοντάς του το καπέλο. Έτσι παραδόθηκαν στη μοίρα τους και στην ανωτερότητα του αντιπάλου.
Σιγά-σιγά τα μουστάκια ομόρφαιναν όσον αφορά στη δημιουργία τους, αρχικά έμοιαζαν περισσότερο με μουτζούρες αλλά με τη συχνή τριβή στο αντικείμενο από τον καλλιτέχνη γινόταν πιο καλλίγραμμα, πιο λεπτεπίλεπτα, πιο καλοχτενισμένα. Οι κάτοικοι, για τον λόγο αυτό, έφτασαν να κατηγορήσουν τον έκπληκτο μπαρμπέρη μιας και ήταν ο μόνος που γνώριζε τις λεπτομέρειες της κόμης. Στα παιδιά, που από την αρχή τους άρεσαν αυτά τα αστεία, προστέθηκαν τώρα και οι μεγαλύτεροι που ήθελαν να βλέπουν μια καρικατούρα ενός δήθεν σοβαρού προσώπου και όταν ο αφισοκολλητής κολλούσε μια καινούργια αφίσα στα καφενεία οι άντρες στοιχημάτιζαν για το είδος του μουστακιού που θα του ζωγραφιζόταν. Όλοι είχαν άποψη και όλοι είχαν μια γελοιόφατσα έτοιμη στο μυαλό τους για το νέο υποψήφιο θύμα. Όταν ξημέρωνε, πριν πάνε στις δουλειές τους, πριν διαβάσουν τα νέα, περνούσαν να δουν το μουστάκι για να ξεκινήσει η μέρα τους ευδιάθετα. Κι αν καμιά φορά αργούσε να επισκεφθεί το χωριό κάποια διασημότητα ή δεν γινόταν κάποια γιορτή ώστε να κολληθεί ένα πρόσωπο, ο κόσμος αγωνιούσε και περίμενε λες και ήταν σημαντικότερο το μουστάκι από την ίδια την εκδήλωση. Ο δήμαρχος μάλιστα υιοθέτησε την άποψη του φαρσέρ και άφησε μουστάκι όμοιο μ’ αυτό που του είχε σχεδιαστεί λαμβάνοντας πολλά κομπλιμέντα από τους δημότες του.
Έπειτα ήρθε ο πόλεμος. Μετά η κατοχή και έγιναν χίλια άσχημα γεγονότα και σκοτωμοί. Η κομαντατούρ αφισοκολλούσε Γερμανούς αξιωματικούς, Ιταλούς πολιτικούς, τον φύρερ και ούτε ένα μουστάκι δεν ζωγραφίστηκε. Αφισοκολλούσαν και πρόσωπα ανταρτών, προδότες όπως τους έλεγαν οι κατακτητές, για να τους αναγνωρίσουν οι κάτοικοι αν τύχαινε και τους συναντούσαν και ούτε ένα μουστάκι δεν ζωγραφίστηκε. Οι Γερμανοί ποτέ δεν κατάλαβαν την άρρωστη συνήθεια όλων των χωρικών κάθε πρωί να συνωστίζονται πρώτα στον πίνακα ανακοινώσεων και κατόπιν στο συσσίτιο που τους μοίραζαν. Σίγουρα είχαν υποδουλώσει κάποιο πολύ σπουδαίο χωριό με ιδιαίτερους ανθρώπους. Μα ο κόσμος όσο τα μουστάκια έλειπαν τόσο περισσότερο θλίβονταν και οι εποχές περνούσαν δύσκολα, αργά, ανιαρά, δίχως μουστάκι.
Όταν χτύπησε η καμπάνα της απελευθέρωσης, μαζί με τους αναστεναγμούς και το τέλος των δακρύων ήρθε και το τέλος του πίνακα ανακοινώσεων. Στη θέση του θα ανεγείρονταν ένα γλυπτό μνημείο, μια προτομή του νεκρού πλέον δημάρχου που είχε εισχωρήσει στο αντάρτικο όπου σκοτώθηκε σε μια ενέδρα.
Εκείνο το Σάββατο των εγκαινίων, αφού μαζεύτηκε όλο το χωριό απέναντι από το γλυπτό και ακούστηκε ο εθνικός ύμνος, ο γλύπτης γεμάτος περηφάνια τράβηξε το σεντόνι που κάλυπτε, όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, το άγαλμα. Ένα πελώριο χειροκρότημα τράνταξε τον αέρα, μια οχλοβοή ανεπανάληπτη, αρκετοί από τους χωρικούς ξέσπασαν σε κλάματα, άλλοι ζητωκραύγαζαν, αγκαλιάζονταν και όσοι είχαν κρατήσει ακόμα τα πιστόλια του πολέμου πυροβολούσαν στον ουρανό. Τα παιδιά χόρευαν ξέφρενα και τραβούσαν τις μανάδες τους από τα φουστάνια, οι πιο επίσημοι γελούσαν και φιλιόταν και ο παπάς είπε «δόξα σοι». Ο καλλιτέχνης ξαφνιάστηκε από τις ακραίες αυτές εκδηλώσεις χαράς και φαντάστηκε ότι έπεσε σε χωριό ή πολύ τρελών ή πολύ φιλότεχνων και γύρισε να κοιτάξει το αριστούργημά του. Το κατάλευκο μαρμάρινο πρόσωπο του δημάρχου κηλίδωνε ένα μικρό, μαύρο, κομψό μουστάκι.