Του Απόστολου Ποντίκα, δασκάλου, καθηγητή, πτυχιούχου Πολιτικών Επιστημών και σχολικού συμβούλου
«Την ιστορία τη συνθέτουν πάντοτε δύο στοιχεία, που ο χρόνος τ’ αποχωρίζει. Μια σειρά γεγονότα κι ένα άρωμα εποχής. Το πρώτο – τα γεγονότα- μπορείς να τ’ αποκαταστήσεις ακόμα κι ύστερα από δύο αιώνες. Το δεύτερο όχι, χάνεται, πετάει μαζί με τη στιγμή. Ακόμη κι εκείνοι που το ένιωσαν – όπως και όσο νιώθει καθένας το παρόν – ακόμα κι αυτοί χάνουν την αίσθησή του, όταν το πάρει ο άνεμος του χρόνου…» Άγγ. Τερζάκης.
Η πιο σημαντική αποστολή του στρατού είναι η διατήρηση της ειρήνης και η προάσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων μιας χώρας, από όσους επιβουλεύονται την εδαφική της ακεραιότητα. Η Ελλάδα κλήθηκε με τα στρατευμένα νιάτα της, αλλά και με όλο το λαό, να διαφυλάξει τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου το δικαίωμα της ανεξαρτησίας, της ελευθερίας, της προστασίας των ιερών και τιμημένων συμβόλων, καθώς και τη λάμψη της ακτινοβολούσας ιστορικής της διαδρομής.
Οι σειρήνες με εκείνο το εκκωφαντικό και ανατριχιαστικό τρόπο, άρχισαν να ουρλιάζουν την ημέρα εκείνη του Φθινοπώρου. Μέσα από αυτόν το σκληρό και απόλυτο ήχο τους ξεχυνόταν ένα επιτακτικό σαλπιγκτήριο κάλεσμα σε ολόκληρο το έθνος, που εκαλείτο να τρέξει στους προμαχώνες για να αντικρούσει τον εχθρό.
Η φασιστική πολεμική μηχανή του Μουσολίνι, μετά το τελεσίγραφο από τον πρέσβη της στην Αθήνα, Γκράτσι, και την απόρριψη από τον κυβερνήτη, Ι. Μεταξά, εισέβαλε στα ελληνικά εδάφη.
Ο λαός μας αποδέχτηκε για μία ακόμη φορά τη μοίρα του, προστρέχοντας με ακμαίο εθνικό φρόνημα στο πεδίο της μάχης. Άραγε, σε τέτοιες ώρες τι σημαίνει εθνικό φρόνημα; Αυτό το δείχνει η εικόνα των Ελλήνων το απόγευμα της Κυριακής, που συνωστίζονταν στο σταθμό των τρένων και ανηφόριζαν στις βουνοκορφές της Πίνδου. Το δείχνει το χαιρέτισμα της κακόμοιρης Ρωμιοσύνης, στο πέρασμα των φαντάρων μας, όπου νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά, με δάκρυα στα μάτια, ξεπροβόδιζαν τους πολεμιστές μας προς το Μέτωπο. Ο άμοιρος Ντούτσε της Ιταλίας, δεν πίστευε πως οι Έλληνες θα ήταν σε θέση να προβάλουν σθεναρή αντίσταση και πως θα δημιουργούσαν προβλήματα στη στρατιωτική ανάπτυξη της Ιταλίας. Η κραυγή «Αέρα! – Αέρα!», αντήχησε από τα στόματα των Ελλήνων σαν ριπές πολυβόλων. Το μεσημέρι της 29ης Οκτωβρίου, το ιταλικό ιππικό περνά τον ποταμό Καλαμά. Συντονισμένη και αστραπιαία ελληνική αντεπίθεση τους πέταξε πέρα από το ποτάμι. Μία άλλη ενέργεια των Ιταλών στο Χάνι Δελβινάκι, με φάλαγγα μεγάλη και με μουσική, κατέπεσε στο κενό, αφού οι εύζωνοί μας τους θέρισαν. Συμφορές ανέμεναν τους Ιταλούς στο Καλπάκι και στην Γκρεμπάλα. Όμως, ο αγώνας της Πίνδου ήταν ο πιο θρυλικός.
Οι ξένοι παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα τον πόλεμο του Δαβίδ με τον Γολιάθ. Εδώ ο Τσόρτσιλ είπε την περίφημη φράση: «Οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες». Η ιταλική μεραρχία «Τζούλια» αποδεκατίζεται και ο στρατός μας αντέχει τα κρυοπαγήματα, την πείνα, το κρύο, έχοντας ως προστάτη τη Μεγαλόχαρη, που πολλοί στρατιώτες την έβλεπαν σε όραμα. Πλάι τους γράφουν τη δική τους εποποιία, οι γυναίκες της Πίνδου. Ζαλικωμένες μεταφέρουν στις αδύναμες πλάτες τους πολεμοφόδια και τρόφιμα στους φαντάρους μας, σκαρφαλώνοντας τα κακοτράχαλα χιονισμένα βουνά της Πίνδου. Ο στρατός μας μπόρεσε και μπήκε στην Κορυτσά και στους Αγίους Σαράντα. Το Α΄ Σώμα Στρατού σκαρφαλώνει στις απάτητες βουνοπλαγιές της Κλεισούρας, ενώ το Β΄ Σώμα κυριεύει την Πρεμέτη, καθώς και μια τεράστια έκταση του αλβανικού βουνού Τρεμπεσίνας. Ολόκληρη η Ελλάδα ζούσε σ’ ένα παραλήρημα ενθουσιασμού, καθώς έφταναν τα μαντάτα για την κατάληψη της Χειμάρας, της Κορυτσάς, του Αργυρόκαστρου.
Η εαρινή επίθεση των «Ρόδων» του Μουσολίνι αρχίζει στις 9 Μαρτίου 1941, στο 731 ύψωμα. Οι ίδιοι οι Ιταλοί αναγνώρισαν πως το ύψωμα 731 ήταν ανώτερο του Βερνέν, σε εκατόμβες και ηρωισμούς. Οι εθελόντριες νοσοκόμες σε όλα τα δύσκολα χρόνια που πέρασε η πατρίδα μας, προσέφεραν τις υπηρεσίες τους ανιδιοτελώς και κάτω από δραματικές συνθήκες, σε νοσοκομεία στρατόπεδα, σταθμούς Πρώτων Βοηθειών, με ελλείψεις μέσων και κάτω από την απειλή βομβαρδισμών. Παραλάμβαναν τους τραυματίες, ακρωτηριασμένους φαντάρους, με εγκεφαλικές διασείσεις, και φρόντιζαν να απαλύνουν το σωματικό και ψυχικό πόνο των φαντάρων μας.
Όμως, στα χρόνια της Κατοχής και της Καταχνιάς, στα χρόνια της γερμανικής μπότας, ο λαός μας υπέφερε τα πάνδεινα από τους εχθρούς. Η Εκκλησία μας στάθηκε αρωγός σε κάθε πονεμένο και πεινασμένο σ’ όλη αυτή τη σκληρή δοκιμασία του έθνους. Έτσι, η Εκκλησία αναδείχθηκε σκέπη των αγωνιζόμενων Ελλήνων στην Κατοχή. Βοήθησε να διασωθούν Έλληνες και Εβραίοι από τα στρατόπεδα εργασίας και κρεματόρια, με έντονες παρεμβάσεις για την ελληνικότητα της Θράκης από τους γείτονες επιβουλείς.
Έτσι, τούτη η μέρα είναι ημέρα μνήμης και οι στιγμές εκείνης της ημέρας εντυπώνονται βαθιά, δεν χάνονται όσο και αν περάσει καιρός, γιατί ανακαλούνται αυτόματα. Είναι ημέρα – Μάνα, που μας έσπασε ακέρια και ως το ύστατο, όλα τα κρυφά εσωτερικά δεσμά μας. Εδώ λόγο έχει η ελληνική ψυχή, το θάρρος, η τόλμη και η ανδρεία, που έκανε την ημέρα εκείνη ιστορική συνείδηση και ημέρα αλησμόνητης μνήμης. Είναι ο επώνυμος και ανώνυμος φαντάρος μας, είναι το θαύμα της Πίνδου, είναι η ελληνική γροθιά στον επιβολέα. Όλοι σαν ένας άνθρωπος οι Έλληνες είχαν πάρει τη μία και μοναδική απόφαση: «να αγωνιστούν και να πεθάνουν». Αυτή την απόφαση την έκαναν πραγματικότητα.
Ο εχθρός, για μία ακόμη φορά, αγνόησε την ελληνική ψυχή που αναβλύζει από το νόημα της ζωής του ελεύθερου ανθρώπου, κυριαρχώντας της κτηνώδους ύλης και βίας, για να γίνει από χιλιάδες χρόνια πριν και για μία ακόμη φορά σύμβολο ολόκληρης της ανθρωπότητας. Να γιατί η Μέρα – Μάνα, της 28ης Οκτωβρίου 1940, θα μείνει στη μνήμη των Ελλήνων.
Οι κατοπινές γενιές θα θυμούνται πως η γενιά του ’40 δέχτηκε με ενθουσιασμό το άγγελμα του φοβερού πολέμου και περπατούσε με το χαμόγελο στα χείλη στην ανηφόρα της δόξας.