Ο Άγιος Αρτέμιος γεννήθηκε πιθανότατα στην Κων/πολη στα τέλη του 3ου μ.Χ. αιώνα και σπούδασε στην πόλη αυτή. Αγαπούσε δε από μικρός ιδιαίτερα τα ιερά γράμματα και για τούτο πίστευε ακράδαντα ότι ο Χριστιανισμός ήταν ο μοναδικός δρόμος σωτηρίας για κάθε άνθρωπο στη ζωή αυτή και ότι το μέλλον ανήκε στους Χριστιανούς. Από τα διάφορα δε περιστατικά της ζωής του Αγίου τα πλέον αξιοπρόσεκτα, κατά τη γνώμη μου, ήταν τα εξής:
α) Η γνωριμία του με τον Μ. Κων/νο
Κατά τη νεότητά του ο Αρτέμιος είχε καταταγεί στο στρατό του Μ. Κων/νου, που περνώντας το 311 τις Άλπεις, είδε στον ουρανό το θαυμαστό σημείο του Σταυρού με την επιγραφή «Τούτω νίκα». Αυτό δε το σημείον του Σταυρού, που άστραφτε στον ουρανό «υπέρ τον ήλιον», το είδε τότε μαζί με όλο το στρατό και ο ίδιος ο Αρτέμιος, που στάθηκε από τη στιγμή εκείνη στο πλευρό του Μ. Κων/νου σε όλες τις δύσκολες στιγμές.
β) Η πρωτοστασία του στη μεταφορά ιερών λειψάνων στην Κων/πολη
Ιδιαίτερη αγάπη όμως προς τον Άγιο Αρτέμιο δεν έδειχνε για την πιστότητά του μονάχα ο Μ. Κων/νος, αλλά και ο γιος του Κωνστάντιος, που του ανέθεσε τη μεταφορά των ιερών λειψάνων του αποστόλου Ανδρέα από την Πάτρα και του ευαγγελιστού Λουκά από τη Θήβα. Στο αίτημα όμως εκείνο του αυτοκράτορα οι Χριστιανοί της Πάτρας αντιδρούσαν στην αρχή έντονα, γιατί δεν ήθελαν να αποχωριστούν τα ιερά λείψανα του πολιούχου και προστάτη τους. Για τούτο ο άγιος υπέδειξε τότε στους Πατρινούς εύσχημα να ζητήσουν από το βασιλιά, σαν αντάλλαγμα, κάτι πάρα πολύ σπουδαίο για την πόλη τους, δηλ. την κατασκευή νέου υδραγωγείου, που θα έφερνε νερό στην Πάτρα από το όρος Παναχαϊκό. Με τον τρόπο δε αυτό ξεπέρασε την αντίδραση των Χριστιανών της Αχαΐας και μετέφερε τελικά το ιερό λείψανο του Αποστόλου Ανδρέα στην Κων/πολη. Κατά παρόμοιο δε τρόπο μετέφερε στη συνέχεια στην πρωτεύουσα και τα ιερά λείψανα του ευαγγελιστού Λουκά από τη Θήβα και του αποστόλου Τιμόθεου από την Έφεσο, πρωταγωνιστώντας σε κάθε θρησκευτική εκδήλωση, εξαιτίας της φλογερότατης πίστης του και της άκρας ευσέβειας.
γ) Η συμπαράστασή του σε δύο αδικούμενους ιερείς και η υπομονή του στα βασανιστήρια
Ύστερα από τον Κωνστάντιο (337-361) έγινε αυτοκράτορας το 361 ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, που πρόσταξε ένα διωγμό σκληρό και ύπουλο εναντίον των Χριστιανών. Κατά το διωγμό δε αυτό οι άνθρωποι του αρνησίθρησκου βασιλιά συνέλαβαν αρχικά δύο ζηλωτές στην πίστη τους ιερείς της Αντιόχειας, τον Ευγένιο και τον Μακάριο, που άρχισαν να τους ανακρίνουν και να πιέζουν, για να αρνηθούν τη χριστιανική πίστη. Ύστερα δε από την αποτυχία των προσπαθειών τους, διατάχθηκε η άγρια μαστίγωσή τους. Την ώρα όμως των βασανισμών, που εκείνοι υπέμειναν καρτερόψυχα, εισπήδησε στο μέσο των δικαστών ο Αρτέμιος και στρεφόμενος προς τον παρόντα εκεί αυτοκράτορα είπε: Βασιλιά μου, γιατί δέρνεις ανελέητα άγιους ανθρώπους, για να αρνηθούν την πίστη τους, εφόσον δεν έφταιξαν σε τίποτε; Ξεχνάς ότι και συ είσαι άνθρωπος όμοιος με όλους τους άλλους …Μάθε λοιπόν ότι η δύναμη του Χριστού είναι ανίκητη και αήττητη στους αιώνες.
Ακούγοντας τα πιο πάνω, ο Ιουλιανός πρόσταξε τότε να αφαιρέσουν παρευθύς τη ζώνη του αξιώματός του και να μαστιγώσουν τον άγιο με βούνευρα, ενώ εκείνος έμεινε, παρά τα πιο πάνω, ακλόνητος στην πίστη του, σαν να έπασχε κάποιο άλλο σώμα.
δ) Η ομολογία του Χριστού μπροστά στον αυτοκράτορα
Ύστερα από τα βασανιστήρια, διατάχθηκε ο εγκλεισμός του αγίου στη φυλακή, ενώ την επόμενη ημέρα ο Ιουλιανός τον κάλεσε να προσφέρει θυσία στον ψευτοθεό Απόλλωνα, για να τον απαλλάξει από κάθε κατηγορία, νομίζοντας ότι αυτός είχε φονεύσει τον πατέρα του. Ο άγιος όμως του φανέρωσε ότι τον καιρό της θανάτωσης του πατέρα του ο ίδιος βρισκόταν στην Αίγυπτο και δεν είχε καμία ανάμειξη σ΄αυτήν, ενώ ταυτόχρονα υπερασπίσθηκε και το Μ. Κων/νο, «τον πάντων βασιλέων υπέρτερον».
ε) Η πρόγευση των ουράνιων αγαθών από τον άγιο και η «τιμωρία» του Αποστάτη αυτοκράτορα
Ενώ όμως ο άγιος βρισκόταν κλεισμένος στη φυλακή μετά τα βασανιστήρια, κατά το μεσονύκτιο ένα φως ιλαρό καταφώτισε το κελί του, ενώ η απαστράπτουσα μορφή του Κυρίου παρουσιάστηκε μπροστά του, εγκαρδιώνοντας αυτόν και λέγοντας: Όπως εσύ με ομολόγησες μπροστά στους άρχοντες της γης, έτσι και εγώ θα ομολογήσω το όνομά σου μπροστά στον Πατέρα μου στους ουρανούς. Ταυτόχρονα δε θεραπεύτηκαν οι πληγές του Αγίου, που πήρε θάρρος ακατανίκητο ώστε να δοξάζει το υπόλοιπο μέρος της νύκτας το όνομα του Κυρίου Ιησού, ενώ έσπευδε στο εξής «τελειώσαι τον δρόμον» του μαρτυρίου του. Ο Αποστάτης όμως αυτοκράτορας, που λυσσομανούσε εναντίον των Χριστιανών, αναγκάστηκε να ομολογήσει, όταν πληγώθηκε κατάστηθα στον πόλεμο εναντίον των Περσών, το «νενίκηκας Χριστέ». Αυτό δε το τελευταίο θα γίνει μια ημέρα από όλους του άπιστους και αρνητές, που θα ομολογήσουν ταπεινωμένοι ότι «Κύριος Ιησούς Χριστός» (Φιλ. 2,11).
Ύστερα από όλα τα πιο πάνω, θα έλεγα ότι όλοι οι Χριστιανοί πρέπει να ακολουθήσουμε το παράδειγμα του Αγίου Αρτέμιου και ιδιαίτερα οι έχοντες αυτόν ως προστάτη τους Αστυνομικοί, μένοντας κι εμείς, όπως εκείνος, «πιστοί άχρι θανάτου» ή «άχρι τέλους» (Αποκ. 2,26), για να λάβουμε μια ημέρα από τον Κύριο «τον στέφανον της ζωής» (Αποκ. 2,10).