Τα πράγματα κύλησαν τόσο γρήγορα και αρνητικά, ώστε κράτος και πολίτες, κάποια στιγμή διεπίστωσαν, πως έμειναν εγκλωβισμένοι, σε μια τακτική, που έφερε την καταστροφή.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τον αγρότη ή έναν μικροβιοτέχνη. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 αρχίζουν να επενδύουν ένα μικρό κεφάλαιο. Αγοράζουν κάποια μηχανήματα, νοικιάζουν ένα εργαστήρι ή χωράφια, μισθώνουν και υπαλλήλους και ξανοίγονται στην παραγωγή. Η αγροτιά και η βιοτεχνία, όπως λένε αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας μας. Το εργαστήρι, παράγει προϊόντα καλής ποιότητας και φθηνά. Οι γεωργοί αυξάνουν την παραγωγή τους και τα προϊόντα τους άνετα εξάγονται σε ξένες αγορές. Περνούν έτσι άνετα και επικερδή, τα προϊόντα μας παντού, διασφαλίζουν ικανοποιητικό εισόδημα στον αγρότη, αλλά και καλό μεροκάματο στον απασχολούμενο.
Εκεί λοιπόν, που πάει ο αγρότης να ξανασάνει, κάτι μαύρα σύννεφα σωρεύονται στον ουρανό. Ενώ είχαν εξασφαλισμένες και κλειστές γι’ αυτούς αγορές, όπου μπορούσαν άνετα να διαθέσουν τα προϊόντα τους, πέφτει κεραυνός. Άλλοι επιχειρηματίες και αγρότες, από άλλες χώρες αποκτούν δικαιώματα, να πωλούν στη χώρα μας τα προϊόντα τους.
Το κράτος με την ελπίδα, πώς με την εισαγωγή ξένων προϊόντων, θα βελτιώσει τον ανταγωνισμό προς όφελος της τιμής και της ποιότητας, επιτρέπει την πλημμυρίδα ξένων προϊόντων στην αγορά μας. Έφθασαν να έρχονται λ.χ. σκόρδα από την Αργεντινή, πατάτες Κύπρου, αυγά Τουρκίας, βαμπάκι Αιγύπτου στο 1/4 της αξίας των δικών μας κ.ά. Ο κλυδωνισμός αυτός ανέκοψε τις εξαγωγές μας και συνάμα έπληξε τους παραγωγούς μας.
Το κράτος, αποφασίζει να επιδοτήσει και να δανειοδοτήσει τους αγρότες, ώστε τα προϊόντα μας να γίνουν ανταγωνιστικά. Επιδοτεί για αναδιαρθρώσεις καλλιεργειών. Δανειοδοτεί ασύστολα. Δάνεια που κάποτε χαρίζονται εις βάρος άλλων κοινωνικών τάξεων και του κρατικού κουρβανά. Οι αγρότες όμως, καθώς και οι μικροβιοτέχνες, τσέπωναν τα χρήματα των επιδοτήσεων και αντί να βελτιώσουν την παραγωγή τους, έκαναν ωραιότατες βίλες, πολυδύναμα τζιπ και παχυλές καταθέσεις. Ακόμα και η βαριά βιομηχανία επιδοτήθηκε γενναιόδωρα, για να διατηρήσει θέσεις εργασίας. Αυτοί όμως τα μάγκωσαν και έφυγαν προς Βουλγαρία μεριά.
Όλοι εθίστηκαν σ’ ένα εξασφαλισμένο και ξέγνοιαστο εισόδημα, αδρανούντες και μη ενεργούντες, για κάποιον εκσυγχρονισμό. Η επιδότηση αντί να ενεργοποιήσει, οδηγούσε σε μια εντελώς αντιπαραγωγική κατάσταση.
Έτσι οι «κύριοι» επιδοτούμενοι, περνούσαν χρόνο τους σε σκυλάδικα και μπαρ, κατευθύνοντας τον Αλβανό με το κινητό τους, να κάνει τη δουλειά, που αυτοί έπρεπε να κάνουν.
Επόμενο ήταν, η παραγωγή να μειωθεί και τα προϊόντα τους να είναι ακριβότερα και χειρότερης ποιότητας. Οι ξένοι μας καπέλωσαν. Εισέρρευσαν ακόμα και Κινέζοι. Οι καταναλωτές προτιμούν τα ξένα προϊόντα. Κάποια στιγμή μάλιστα η Ε.Ε. κτυπά το καμπανάκι, πως οσονούπω οι επιδοτήσεις θα κοπούν. Τέρμα το άφθονο χρήμα, που ξεστράτιζε σε θυλάκια αφρόνων και ακαμάτηδων.
Η δική μας οικονομία έχει τα χάλια της. Δεν μπορεί να συνεχίσει την πολιτική των επιδοτήσεων, που είναι αντιπαραγωγική και μάλιστα σε βάρος άλλων κοινωνικών ομάδων. Άλλωστε κι εκείνες με τη σειρά τους άρχισαν να απαιτούν. Στην Ελλάδα καταντήσαμε αιτούντες και απαιτούντες. Οι επιδοτούμενοι, βλέπουν την αγελάδα, που τους έτρεφε, να στερεύσει. Άρχισαν λοιπόν να διεγείρονται. Να εξεγείρονται. Τα προϊόντα τους παραμένουν απούλητα. Κινδυνεύουν να χάσουν τη δουλειά τους. Με το χρόνο περιέρχονται σε οικονομική δυσπραγία. Η εποχή των παχέων αγελάδων παρήλθεν.
Τι μένει να κάνουν; Ένας αγώνας! Να διεκδικήσουν. Να σώσουν τα κεκτημένα. Η ελπίδα όμως μένει ανέφικτη.
Βγαίνουν στους δρόμους, αποκλείουν εθνικά περάσματα, ενεργούν σε βάρος συνανθρώπων τους. Επιβαρύνουν την ήδη αιμορραγούσα Εθνική Οικονομία. Ποιος άραγε να φταίει; Το κράτος με τις άφρονες επιδοτήσεις και δανειοδοτήσεις, που δεν ήλεγχε, πού πάνε; Ή ο Έλληνας παραγωγός, που από παραγωγός κατάντησε εισπράκτορας επιδοτήσεων με μοναδικό σκοπό, την άλογη ιδιοτέλεια;