Λίαν προσφάτως ο Υπουργός των Εξωτερικών Δημήτρης Δρούτσας ανακοίνωσε πως θα συγκροτήσει επιτροπή, η οποία θα επεξεργαστεί το νέο δόγμα στην εξωτερική πολιτική της χώρας, αλλά θεωρείται βέβαιο πως ουδείς μπορεί, σήμερα, να ομιλήσει με βεβαιότητα, για το ποιο είναι το ισχύον δόγμα στην ελληνική διπλωματία.
Άλλωστε, πέραν των γενικόλογων θέσεων τις οποίες διατυπώνουν κατά καιρούς οι πρωθυπουργοί και οι Υπουργοί των Εξωτερικών της χώρας, ότι, δηλαδή, προτεραιότητά μας είναι το Κυπριακό (πώς, άλλωστε, θα μπορούσε να είναι διαφορετικά) και η ειρηνική επίλυση, βήμα προς βήμα, των ελληνοτουρκικών, λεγομένων διαφορών, όλα τα υπόλοιπα είναι αόριστα και κυρίως δεν έχουν πάγιο χαρακτήρα, ενώ αλλάζουν αναλόγως των αλλαγών των περιστάσεων και των συνθηκών.
Με απλά λόγια, ελάχιστες είναι οι πάγιες συντεταγμένες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή, η Τουρκία έχει πάγιες συντεταγμένες στην εξωτερική της πολιτική, οι δε αλλαγές που υποτίθεται ότι θα περιλαμβάνονται στο στρατηγικό της δόγμα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά είτε προσαρμογές στις νέες (ευρωπαϊκές κυρίως) πραγματικότητες, είτε από θέσεως ισχύος τής «επιτρέπεται» να κάνει κάποιες «υποχωρήσεις», όπως, ίσως, αυτή (αν τελικά επισυμβεί) με την «απειλή πολέμου» κατά της Ελλάδος (αν η δεύτερη επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια, όπως έχει το δικαίωμα , με βάση το δίκαιο της Θάλασσας του 1983).
Εν προκειμένω, η Ελλάδα δεν θα πρέπει να τρέφει ψευδαισθήσεις αναφορικά με την πιθανότητα καταργήσεως του casus belli , καθώς ο Υπουργός των Εξωτερικών Α. Νταβούτογλου (όπως και ο Ιμπραήμ Καλίν, σύμβουλος του Ερντογάν, σε δηλώσεις του στην «Καθημερινή») ξεκαθάρισε ότι «στο ζήτημα των 12 μιλίων, η Τουρκία δεν θα κάνει μονομερές βήμα. Με αμοιβαία βήματα θα αλλάξουν στάση η Τουρκία και η Ελλάδα, η μία απέναντι στην άλλη».
Σε μια περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα βιώνει, ως χώρα και ως κοινωνία, τη μεγαλύτερη κρίση των τελευταίων 60 ετών, η Τουρκία (ενδεχομένως με αυτοκρατορικό σύνδρομο) τονίζει τους υψηλούς ρυθμούς στην οικονομική της ανάπτυξη, σημειώνει ότι μπορεί να δώσει ακόμη και συμβουλές στην Αθήνα, για το πώς να ξεπεράσει την οικονομική της κρίση και φυσικά προβάλλεται ως η ήρεμη δύναμη στο διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, δύναμη ικανή να μεσολαβεί και να παρεμβαίνει για την άρση αδιεξόδων και δη από θέση ισχύος.
Αυτή την τουρκική στάση την έχει φυσικά αντιληφθεί ο Γιώργος Α. Παπανδρέου και ο Υπουργός του επί των Εξωτερικών Δ. Δρούτσας, αλλά οι όποιες διεθνείς πρωτοβουλίες τους (Μεσανατολικό – Συνάντηση με τον Μ. Αχμαντινετζάντ) είναι μάλλον αποσπασματικές και πιθανώς συνιστούν εξυπηρετήσεις στην αμερικανική στρατηγική στα προαναφερθέντα ζητήματα.
Ο Γ. Παπανδρέου είχε διαβουλεύσεις στο πλαίσιο του ΟΗΕ, διαβουλεύσεις που είχαν και τη διάσταση της διεθνούς επαιτείας για την προσέλκυση επενδύσεων, η δε Τουρκία έκανε ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία της, καθώς οι συναντήσεις του Προέδρου Γκιούλ και το περιεχόμενο των ομιλιών του εμπεριείχαν τον αέρα όχι μίας ανερχόμενης, αλλά μίας ισχυρής, περιφερειακής δυνάμεως, κάτι που, άλλωστε, είχε φανεί και κατά την επίσκεψη του Ρ. Τ. Ερντογάν στην Αθήνα την περασμένο Ιούλιο.
«Το δόγμα εξωστρέφειας στην εξωτερική πολιτική, ενεργού και πολυδιάστατης διπλωματίας, που θα αποστείλει το μήνυμα του αναβαθμισμένου διεθνούς παίκτη, με λόγο και ρόλο, όχι μόνο στα της γειτονιάς του, αλλά σε όλα τα μεγάλα διεθνή ζητήματα», το οποίο ευαγγελίζεται ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου και έχει υιοθετήσει πλήρως η κυβέρνηση Ερντογάν, έχει τεθεί σε εφαρμογή από την Άγκυρα, έγραψε η «Καθημερινή».
Παράλληλα, η Τουρκία «ανοίγεται» και στα Βαλκάνια, καλλιεργώντας τις σχέσεις με τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της περιοχής (εμφανιζόμενη ως προστάτης τους) προωθεί οικονομικές συνεργασίες, μέσω επενδύσεων, στον Καύκασο και τονίζει πως θέλει να έχει «μηδενικά προβλήματα» με όλες τις χώρες της περιοχής της.
Πολλοί αναλυτές κάνουν λόγο για την αυτοπεποίθηση που επιδεικνύει η ηγεσία της γείτονος (αυτοπεποίθηση που τονώθηκε μετά και το νικηφόρο για αυτήν αποτέλεσμα του προσφάτου δημοψηφίσματος) και προς τούτο επισημαίνουν τα εξής στοιχεία:
1.- Ο Ερντογάν (με μάλλον αυτοκρατορικό ύφος) τόνισε πως η οικονομική κρίση της Ελλάδος οφείλεται στις δαπάνες για τους εξοπλισμούς και πρόσθεσε ότι η Τουρκία δεν πρέπει να υποπέσει στο ίδιο λάθος. Μίλησε δε για «κατασκευασμένους και φανταστικούς εχθρούς» (εκ μέρους της Ελλάδος) και εμφανίσθηκε λάβρος κατά της κούρσας των εξοπλισμών.
2.- Ο Αχμέτ Νταβούτογλου τόνισε στο τηλεοπτικό δίκτυο CNN Turk ότι η χώρα του είναι «μία από τις πέντε χώρες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο» και υπογράμμισε ότι «έχει δραστική παρουσία σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και συνεπώς μπορεί να συμβάλει στη παγκόσμια ειρήνη, την Ευρωπαϊκή ειρήνη και το μέλλον της Ευρώπης».
Μάλιστα ο κ. Νταβούτογλου τόνισε πως πρέπει να αναθεωρηθούν το παγκόσμιο πολιτικό σύστημα, ο ΟΗΕ και το Συμβούλιο Ασφαλείας και προέβαλε το επιχείρημα της περιφερειακής οικονομικής συνεργασίας για την ελαχιστοποίηση της πιθανότητας πρόκλησης συρράξεων.
3.- Ο Αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβερνήσεως και Υπουργός Επικρατείας, με αρμοδιότητα επί των οικονομικών θεμάτων, Αλί Μπαμπατζάν, σε συνέντευξή του στη «Wall Street Journal» τόνισε πως η παγκόσμια ύφεση έδωσε νέα ώθηση στο σχέδιο της Άγκυρας να «μετατρέψει» την Κωνσταντινούπολη σ' ένα νέο διεθνές οικονομικό κέντρο και εξέφρασε την πεποίθηση ότι, έπειτα από την παγκόσμια οικονομική κρίση, η Τουρκία γίνεται - όλο και περισσότερο - αντιληπτή ως ένα «νησί» σταθερότητας, σε μια περιοχή που εκτείνεται από την Ιρλανδία μέχρι την Ινδία.
Αυτά είναι μόνο μερικά από τα δεδομένα που δείχνουν το πώς κινείται η Τουρκία στις νέες διεθνείς γεωπολιτικές συνθήκες και αυτά τα δεδομένα οφείλει να τα έχει υπόψη της η ελληνική διπλωματία και φυσικά να μην θεωρεί (η αλήθεια είναι πως δεν θεωρεί, ούτε να έχει ψευδαισθήσεις) ότι τα πράγματα είναι εύκολα και ότι θα είναι εξίσου εύκολο να επεξεργασθεί νέο δόγμα στην εξωτερική πολιτική της χώρας, και δη σε μια περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα είναι με την «πλάτη στον τοίχο», όσο κι αν ο πρωθυπουργός προσπαθεί να εξωραΐσει τη διεθνή μας εικόνα.