Τα ποιήματα έχουν διπλό νόημα όπως και τα όνειρα: ένα φανερό κι ένα κρυμμένο. Το κρυμμένο νόημα των ποιημάτων είναι συχνά το πιο ενδιαφέρον, αυτό που εκφράζει όλους τους ανθρώπους. Όσο πιο προσωπικός είναι ο ποιητής, όσο το κρυμμένο νόημα του ποιήματός του εκφράζει την ψυχή του τόσο πιο πολύ αγγίζει και τις ψυχές των αναγνωστών του. Αν δεν τις άγγιζε δεν θα ήθελαν να το διαβάζουν ξανά και ξανά. Υπάρχουν ποιήματα που μας συγκινούν το ίδιο όπως όταν τα πρωτοδιαβάσαμε παρόλο που τότε είμαστε παιδιά και τώρα γίναμε γέροι!
Το «Πορτρέτο στην πέτρα» του Χιλιανού ποιητή Πάμπλο Νερούντα ήταν και εξακολουθεί να είναι ένα απ΄ τα αγαπημένα μου ποιήματα που δημοσιεύτηκε μαζί με άλλες μεταφράσεις μου στο περιοδικό «Διαγώνιος», πριν πολλά χρόνια, σε μια μικρή ανθολογία ισπανικής και λατινοαμερικάνικης ποίησης.
Το φανερό του περιεχόμενο είναι απλό και γίνεται κατανοητό δίχως καμιά δυσκολία, παρόλο που ο Νερούντα είναι σύγχρονος ποιητής . Το ποίημα μιλάει για κάποιον που ταλαιπωρήθηκε στη ζωή του κυνηγημένος απ' την αστυνομία της χώρας του, προφανώς για την επαναστατική του δράση κι από αστυνομίες άλλων χωρών του κόσμου.
Τι είναι αυτό που με συγκινεί σ΄ αυτό το ποίημα; Το παραθέτω ολόκληρο για να γίνω πιο κατανοητός σ΄ αυτά που θέλω να πω: «Τον γνώρισα, ναι, έζησα χρόνια μαζί του,/ με τη χρυσή και πέτρινη ύπαρξή του,/ ήταν ένας άνθρωπος κουρασμένος:/ άφησε στην Παραγουάη τον πατέρα του και τη μάνα του,/ τα παιδιά του, τα ανήψια του,/ τους τελευταίους κουνιάδους του,/ την πόρτα του, τις κότες του,/ και μερικά βιβλία μισάνοιχτα./ Φώναξαν στην πόρτα./ Όταν άνοιξε, τον έπιασε η αστυνομία/ και τον χτύπησαν τόσο πολύ/ που έφτυσε αίμα στη Γαλλία, στη Γερμανία,/ στην Ισπανία, στην Ιταλία, περιφερόμενος,/ κι έτσι πέθανε κι έπαψα να βλέπω το πρόσωπό του,/ έπαψα ν' ακούω τη βαθύτατη σιωπή του,/ ώσπου μια φορά, μια νύχτα με θύελλα,/ με χιόνι που ύφαινε / το γνήσιο φόρεμα της κορδιλιέρας,/ σ΄ ένα άλογο, εκεί μακριά,/ κοίταξα κι ήταν εκεί ο φίλος μου: / το πρόσωπό του ήταν από πέτρα,/ το προφίλ του αψηφούσε τον άγριο καιρό,/ στη μύτη του έσπαζε ο αέρας/ ένα μακρύ ουρλιαχτό κυνηγημένου ανθρώπου,/ εκεί ήρθε να σταθεί ένας εξόριστος/ ζει στην πατρίδα του, αλλαγμένος σε πέτρα».
Πείτε μου, τι είναι αυτό που με συγκινεί τόσο πολύ σ΄ αυτό το ποίημα; Δεν με κυνήγησε η αστυνομία, δεν άφησα το σπίτι μου (δεν είχα ποτέ δικό μου), ούτε έφυγα ποτέ μακριά από κανέναν συγγενή μου. Είμαι εδώ κοντά τους, ένας απλός, συνηθισμένος, καθημερινός άνθρωπος ανάμεσα σε καθημερινούς ανθρώπους. Ωστόσο κάτι με συγκινεί βαθιά καθώς διαβάζω τους παραπάνω στίχους. Νιώθω σαν να βγαίνει μέσα απ΄ τα στήθια μου αυτό το «μακρύ ουρλιαχτό κυνηγημένου ανθρώπου». Σαν να είμαι εγώ «ένας εξόριστος» που «ζει στην πατρίδα του, αλλαγμένος σε πέτρα».
Ο ποιητής χάρη στην τέχνη του μπόρεσε να μεταδώσει σε μένα και σε άλλους, που νιώθουν όπως εγώ, αυτό που ήθελε να μεταδώσει, το αίσθημα και όχι την πληροφορία για την περιπέτεια του γνωστού του. Δεν τον ενδιαφέρει η περιπτωσιολογία, όπως δεν θα ενδιέφερε και όλους εμάς, εκτός από εκείνους που θα είχαν την περιέργεια.
Αυτή είναι η μεγάλη αποστολή της Τέχνης, ότι μας μεταδίδει τις σκέψεις και τα αισθήματα του ποιητή με τέτοιο άμεσο τρόπο, ώστε να νιώθουμε ότι είναι δικές μας σκέψεις και δικά μας αισθήματα. Ποιος από εμάς που ζει στις αφιλόξενες σύγχρονες πόλεις δεν νιώθει το αίσθημα μιας πέτρινης ύπαρξης; Η ψυχή μας είναι ένας εξόριστος απ΄ το ίδιο της το σώμα.
Η Γαλλίδα συγγραφέας Τερέζ Μπερτερά στην εισαγωγή στο βιβλίο της «Το σώμα έχει τη δική του λογική» γράφει: «Το σώμα μας είναι ο ίδιος ο εαυτός μας. Είναι η μόνη νοητή αλήθεια για μας (.) Το να υπάρχει κανείς σημαίνει να μη σταματά ποτέ να γεννιέται. Πόσος κόσμος όμως δεν αφήνεται να πεθαίνει λίγο - λίγο κάθε μέρα και να αφομοιώνεται έτσι από τις δομές της σύγχρονης ζωής τόσο καλά, ώστε η ζωή να του γλιστρά μέσα απ΄ τα χέρια, χαμένος μέσα στο σύνολο».
(Ο Θεός του Θερισμού, Βιβλιοπωλεία ΠΑΙΔΕΙΑ )