Με τις φράσεις «εδώ ο κόσμος καίγεται και το μ... χτενίζεται», ή επί το αρχαιότερο «των οικιών ημών εμπιπραμένων ημείς άδομεν», θα μπορούσε κανείς να περιγράψει το δράμα που βιώνει σήμερα η Αριστερά στην Ελλάδα, ιδιαίτερα δε οι οπαδοί και οι ψηφοφόροι της.
Οι άνθρωποι, δηλαδή, που στήριξαν και υποστήριξαν προσδοκίες και όνειρα για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο, για έναν κόσμο με πρωτεύοντα τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις δημοκρατικές ελευθερίες, για έναν κόσμο στον οποίο οι φτωχοί δεν θα γίνονται φτωχότεροι και η αναδιανομή των εισοδημάτων θα λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες των χαμηλότερων εισοδηματικών τάξεων.
Όμως, τα πράγματα για την Αριστερά, επειδή ακριβώς την πίστεψε και την πιστεύει ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων, είναι πολύ πιο σοβαρά, για να τα περιορίσουμε στο άκρως σκωπτικό, αλλά και τόσο πραγματικό «εδώ ο κόσμος καίγεται και το μ... χτενίζεται».
Την ώρα, λοιπόν, που τα πάντα καίγονται και ανατρέπονται, την ώρα που η φτώχεια γιγαντώνεται εξαιτίας της επελάσεως της πιο στυγνής νεοφιλελεύθερης πολιτικής που εφαρμόζει στην Ελλάδα (και μάλιστα δίκην πειραματόζωου) η κυβέρνηση του Γ. Α. Παπανδρέου, η Αριστερά παραμένει απλώς παρατηρητής των τεκταινομένων.
Το ΚΚΕ προσποιείται πως δεν το αντιλαμβάνεται. Παραμένει δε σταθερά και εμμονικά προσηλωμένο στον ιερατικής φύσεως δογματισμό του και επί της ουσίας (φαίνεται, άλλωστε, στις έρευνες της κοινής γνώμης και στο μικρό εύρος της συμμετοχής στα καλέσματά του σε εκδηλώσεις κατά του Μνημονίου) αδυνατεί να συνεγείρει την κοινωνία, η οποία (όπως όλα, μέχρι τώρα, δείχνουν) παραμένει μάλλον κεραυνοβολημένη και διαπιστώνει τη μεταφυσική προσέγγιση «του σήμερα» από το ιερατείο του Περισσού και μία αόριστη υπόσχεση για το μέλλον, όταν προφανώς θα έλθει ο (σοβιετικού τύπου;) σοσιαλισμός.
Είναι, εξάλλου, εμφανές ότι η λεγομένη, πάλαι ποτέ, Ανανεωτική Αριστερά, αυτή που προέκυψε, εδώ και 42 χρόνια, από τη διάσπαση του τότε ενιαίου ΚΚΕ, έχει χάσει το τραίνο της Ιστορίας («έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξοφλήσαμε», όπως έλεγε και ο Κώστας Τριπολίτης) αφού κατάντησε να μην είναι πια ανανεωτική των ιδεών της Αριστεράς, έτσι όπως τις διακήρυξαν ο Γκράμσι, η Λούξεμπουργκ, ο Μπερλινγκουέρ, έχασε τον όποιο ανανεωτικό και κάποτε ευρωπαϊκό της λόγο, χάθηκε... στη μετάφραση και τους προσωπικούς διαγκωνισμούς, αλλά και στην αγωνία για κάποια καρέκλα και κάποια (υποτίθεται Αριστερή) βαρονία και έφτασε να συμπεριφέρεται, όπως εκείνοι που θέλουν να μερεμετίσουν τον καπιταλισμό.
Όλα δείχνουν πως ο κύκλος της διάσπασης του 1968 θα κλείσει, αλλά με νέες διασπάσεις και πιθανές εξαφανίσεις προσώπων, διασπάσεις που τεκταίνονται όχι μόνο με πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά, αλλά με χαρακτηριστικά προσωπικής αντιδικίας και με ψυχιατρικό περιεχόμενο, όπως έχουμε ξαναγράψει.
Στην παρούσα φάση της οικονομικής κρίσεως και της πιθανώς ελευσόμενης κοινωνικής εκρήξεως, το ΚΚΕ προσπαθεί να συγκρατήσει και να μπετονάρει τις δυνάμεις του, αρνούμενο ο,τιδήποτε θα μπορούσε να διαψεύσει το λαϊκό ρητό «όλοι μαζί και ο ψωριάρης χώρια».
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα σχήμα αρχικά φιλόδοξο, αλλά με δεδομένες παθογένειες, αφού στους κόλπους του επιδιώχθηκε να συνυπάρξουν ετερόκλητες δυνάμεις και κυρίως πρόσωπα, με διαφορετική στόχευση – όχι και διαφορετική ιδεολογική αφετηρία – «βαράει διάλυση».
Όμως, «βαράει διάλυση» και ο Συνασπισμός, αφού ήδη για «τα μάτια του ΣΥΡΙΖΑ», για τη συνεργασία μαζί του, έχασε ένα κομμάτι του, με τον Φώτη Κουβέλη, ο οποίος συγκρότησε τη «Δημοκρατική Αριστερά», στηριζόμενος σε (εν πολλοίς παροπλισμένα, αν και εγγράμματα) στελέχη του παλαιού ΚΚΕ εσωτερικού. Και κινείται με στρογγυλεμένο λόγο και με το βλέμμα στραμμένο ουσιαστικά (έστω και κριτικά) στις αλλαγές τις οποίες ευαγγελίζεται το πλήρως μεταλλαγμένο ΠΑΣΟΚ του Γ. Α. Παπανδρέου.
Ο ΣΥΝ, του Αλέξη Τσίπρα, δεν μπορεί να υπάρξει, όπως έχει καταντήσει σήμερα, ούτε, άλλωστε και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Καμία ομοιογένεια, κανένας συγκεκριμένος λόγος, πολιτικός και ιδεολογικός, παρά μόνον βαρόνοι, καπεταναίοι και καρεκλοκένταυροι, που τσακώνονται για τη νομή της εσωκομματικής και ενδοπαραταξιακής εξουσίας, η οποία, όμως, αύριο μπορεί να μην υπάρχει.
Και μπορεί να μην υπάρχει γιατί αυτή η φαγωμάρα δεν αφορά στην κοινωνία, ούτε και στους πολίτες που πίστεψαν και πιστεύουν στις ιδέες της Αριστεράς.
Εκτός κι αν κάποιοι από αυτήν τη φαγωμάρα επιδιώκουν, σε τελική ανάλυση, είτε να γίνουν αυτοί Χαλίφηδες στη θέση του Χαλίφη, είτε (το πιθανότερο) να αναρριχηθούν – εγγράμματοι γαρ, όπως έλεγε για τους ανθρώπους της πάλαι ποτέ Ανανεωτικής Αριστεράς, ο Ανδρέας Παπανδρέου - σε θέσεις κρατικών στελεχών με μια σύμπραξή τους με το ΠΑΣΟΚ του Γ. Α. Παπανδρέου.
Άλλωστε, γέρασαν και κουράστηκαν.
Και φαίνεται ότι το μόνο που τους έμεινε είναι να γίνουν αναγνωρίσιμοι, όπως κάποιος παλαιός τους σύντροφος, που έλεγε, προ ετών, ότι έγινε 50 χρονών και πρέπει να πει στα παιδιά του ότι είναι «κάποιος».
Κι έγινε «κάποιος», μετέχοντας στην κυβέρνηση Σημίτη και τώρα πια τον έχει ξεχάσει η Ιστορία.
Όπως θα ξεχάσει κι εκείνον που ήθελε να γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας, έγινε υπάλληλος σε μια καπιταλιστική επιχείρηση, απ’ όπου στο τέλος τον πέταξαν σαν στυμμένη (πράσινη) λεμονόκουπα...
Όπως έχουμε ξαναπεί, σ’ αυτήν τη φαγωμάρα στην πάλαι ποτέ Ανανεωτική Αριστερά κυριαρχούν τα προσωπικά και τα ψυχιατρικά χαρακτηριστικά.
Ο γέρος βασιλιάς έδωσε το δαχτυλίδι στον πρίγκιπα, αλλά δεν τον άφησε να ανοίξει περπατησιά.
Κι εκείνος, ίσως να καβάλησε το καλάμι, θέλησε να τα βάλει με το βασιλιά, αλλά αποδείχθηκε γυμνός και έχασε κι ένα τμήμα της πριγκιπικής του επικράτειας, μια βαρονία, που μετονομάστηκε «Δημοκρατική Αριστερά».
«Την Αριστερά όρθια στην καρδιά μου, την κρατούν μόνον οι ποιητές», δήλωσε προσφάτως η συγγραφέας Ιωάννα Καρυστιάνη.
Και αίφνης μου ήλθαν στο νου τα λόγια του μεγάλου ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη από το «Ναυάγιο»:
«...Θα 'χουμε γεράσει, μα θα μας γνωρίσουνε.
Μόνο τα παιδιά μας δεν θα μοιάζουνε μ' εμάς».