Αυξημένο πολιτικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν, όπως είναι φυσικό και αναμενόμενο, οι επικείμενες (το Νοέμβριο) εκλογές στους ΟΤΑ, για την ανάδειξη των νέων αρχόντων σε επίπεδο Δήμου, Νομαρχίας και Περιφέρειας, αρχόντων, οι οποίοι θα έχουν νέες (αυξημένες) αρμοδιότητες, μετά τη θεσμική αλλαγή που σημειώθηκε με τον «Καλλικράτη».
Οι εκλογές αυτές θα είναι ουσιαστικά το πρώτο κρίσιμο τεστ, καταρχήν, για την κυβέρνηση, η οποία «βαρύνεται» με τη διαχείριση της οικονομικής κρίσεως και τα βάρβαρα μέτρα που έχει λάβει (καθ’ υπόδειξη της Τρόικας - του ΔΝΤ, της ΕΕ και του ΕΚΤ, που κυριαρχούν στη χώρα) αλλά και για τα κόμματα της αντιπολιτεύσεως, της ΝΔ (υπό τον νέο αρχηγό της Α. Σαμαρά) του ΚΚΕ και του ΣΥΝ/ ΣΥΡΙΖΑ, που έχουν καταψηφίσει το διαβόητο Μνημόνιο, αλλά του ΛΑΟΣ, ο οποίος το έχει υπερψηφίσει.
Είναι προφανές ότι από τις εκλογές αυτές θα υπάρξει μια πρώτη καταγραφή του συσχετισμού των πολιτικών και κομματικών δυνάμεων, (όχι κατ’ ανάγκην πιστή και ακριβής) καθώς στις εκλογές για τους ΟΤΑ υπάρχει σαφές πολιτικό και κομματικό κριτήριο στην ψήφο, αλλά υπεισέρχονται κι άλλα κριτήρια, παρά ταύτα δε είναι βέβαιο πως η αναμέτρηση αυτή θα εκπέμψει ένα σημαντικό πολιτικό μήνυμα για το αύριο του πολιτικού συστήματος.
Υπό το πρίσμα αυτό - και γνωρίζοντας τη φθορά που έχει και θα συνεχίσει να έχει - η κυβερνητική παράταξη αποφεύγει την άκρατη πολιτικοποίηση των εκλογών για τους ΟΤΑ, σε αντίθεση με τη ΝΔ η οποία δίνει δημοψηφισματικό χαρακτήρα στην αναμέτρηση για τους δήμους και κυρίως για τις 13 περιφέρειες.
Ανάλογη δε στάση τηρεί και η Αριστερά, έχοντας ουσιαστικά (αλλά όχι και πρακτικά – κάτι που ίσως θα ήθελε ο Α. Σαμαράς) συμπήξει ένα άτυπο μέτωπο με τη συντηρητική παράταξη, κατά του Μνημονίου, το οποίο έχει υπογράψει η Ελλάδα με την Τρόικα.
Βεβαίως, η κυβέρνηση έχει τα δικά της σοβαρά προβλήματα (και ενόψει του ανασχηματισμού, αλλά κυρίως ενόψει του θερμού χειμώνα που μας περιμένει όλους, αν λάβουμε υπόψη σχετικές δηλώσεις εκπροσώπων των κοινωνικών φορέων) η δε δημοτικότητά της βρίσκεται στο ναδίρ.
Η ΝΔ με τα δικά της εσωτερικά προβλήματα - ιδιαίτερα μετά την αποχώρηση της κ. Μπακογιάννη - αναζητεί την εσωτερική της ενότητα και το πολιτικό της στίγμα, η δε Αριστερά δεν καταφέρνει να αξιοποιήσει την κρίση και να εισπράξει την κυβερνητική φθορά. Και αυτό αφορά και στο ΚΚΕ που παραμένει στάσιμο, αλλά και τον ΣΥΝ / ΣΥΡΙΖΑ, όπου η κατάσταση είναι απολύτως ασταθής, με τις διασπάσεις στο χώρο αυτό και τις διάφορες βαρονίες και καπετανάτα. Ο δε ΛΑΟΣ διατηρεί μεν έναν σκληρό πυρήνα οπαδών, αλλά δεν έχει ανοδικές τάσεις, καθώς η πολιτική του γραμμή είναι συγκεχυμένη (ψήφισε μεν το Μνημόνιο, αλλά επικρίνει, εκ των υστέρων, την κυβέρνηση).
Με βάση αυτά τα δεδομένα τα επιτελεία των κομμάτων προσπαθούν να καθορίσουν τις στρατηγικές τους, ενόψει των εκλογών, στρατηγικές που σχετίζονται (πέραν του Μνημονίου και των επιπτώσεών του) και με τα πρόσωπα που θα κληθούν (αν εκλεγούν) να υπηρετήσουν τους νέους θεσμούς, όπως τους προβλέπει το σχέδιο «Καλλικράτης».
Ο Γ. Α. Παπανδρέου γνωρίζει καλώς πως σε επίπεδο εντυπώσεων πολλά θα παιχθούν στην Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη και προσπαθεί να αναζητήσει πρόσωπα ευρύτερης αποδοχής, επιδιώκει να μην πολιτικοποιήσει στο έπακρο την αναμέτρηση (προσποιείται, θα λέγαμε, τον …αδιάφορο) αλλά είναι εμφανές πως παραμένει απολύτως προσηλωμένος στο στόχο του, δηλαδή στην αλλαγή των δομών στη Διοίκηση και την Αυτοδιοίκηση. Και προφανώς αναζητεί πρόσωπα, τα οποία θα έχουν δυνατότητες εκλογής, αλλά θα είναι και πιστά σ’ αυτή τη λογική του, ώστε να μπορεί να ελέγχει τουλάχιστον τις μεγάλες περιφέρειες.
Ο Α. Σαμαράς ρισκάρει με την επιλογή να στηρίξει στην Περιφέρεια της Αττικής το σχετικά άγνωστο Βασίλη Κικίλια, όπως ρισκάρει με την άκρατη πολιτικοποίηση των εκλογών (και το χαρακτήρα αντί – Μνημονίου που θέλει να τους προσδώσει) όπως επίσης δεν γνωρίζει αν θα του βγει το χαρτί των ανοιγμάτων στους «ντορικούς», τους οποίους ποιών την ανάγκη φιλοτιμία στηρίζει σε ορισμένες περιπτώσεις.
Η Αριστερά που κινείται με την ίδια στρατηγική κατά του Μνημονίου (και έχει δεχθεί σχετικά... φλερτ από τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο της ΝΔ Κώστα Τζαβάρα) δεν φαίνεται να μπορεί να πείσει την κοινωνία (έτσι τουλάχιστον δείχνουν οι δημοσκοπήσεις).
Το ΚΚΕ δίνει, παρά ταύτα, ιδιαίτερο βάρος στις εκλογές αυτές και προς τούτο ρίχνει στη μάχη το βαρύ πυροβολικό της (μέλη του Πολιτικού της Γραφείου και της Κεντρικής Επιτροπής ) ο δε ΣΥΡΙΖΑ / ΣΥΝ δείχνει χαμένος, φοβάται την υποψηφιότητα Αλαβάνου στην Αττική, ψάχνει ανεξάρτητες (ΠΑΣΟΚογενείς ) υποψηφιότητες στις κρίσιμες (πολιτικά και σε επίπεδο εντυπώσεων) περιφέρειες, αλλά φοβάται και την πιθανή σύμπραξη του Φ. Κουβέλη με το κυβερνών κόμμα.
Ο δε ΛΑΟΣ συνεχίζει να ψάχνεται, προχωρεί με τη λογική του «βλέποντας και κάνοντας», αλλά πιθανώς θα αξιοποιήσει προβεβλημένα (τηλεοπτικώς) στελέχη του.
Παρ’ όλα αυτά, ουδεμία σημασία μπορεί να αποδειχθεί πως έχουν οι σχεδιασμοί των κομμάτων, αφού ουδείς μπορεί να προεξοφλήσει την αντίδραση της κοινωνίας, η οποία έχει χάσει το όραμα και την προοπτική της για το αύριο, ενώ κινδυνεύει να χαθεί κάθε έννοια αλληλεγγύης μεταξύ των κοινωνικών ομάδων και είναι εμφανές ότι οι πολίτες «σιχτιρίζουν» (κατά το κοινώς λεγόμενο) όλο το πολιτικό σύστημα ως ξοφλημένο και αναξιόπιστο.
Συνεπώς, παραμένει άγνωστο αν η μαζική ψήφος των πολιτών θα είναι κατά του Μνημονίου ή αυτή η, κατά του Μνημονίου, στάση της κοινωνίας θα εκφραστεί με υψηλά ποσοστά αποχής από την εκλογική διαδικασία.
Και, έτσι, δεν θα πρέπει να μας φανεί παράξενο (αν, φυσικά, συμβεί κάτι τέτοιο) να ακούσουμε εκφράσεις όπως «νίκησε η Τοπική Αυτοδιοίκηση», όπως είχε πει ο Ανδρέας Παπανδρέου, όταν το ΠΑΣΟΚ και οι υποψήφιοί του είχαν καταποντιστεί σε κάποιες δημοτικές εκλογές προ πολλών ετών.