Του Κώστα Γιαννούλα
Μια που είμαι γεννημένος το 1950, αντιλαμβάνεται κανείς, ποιους δασκάλους εννοώ, όταν μιλώ για δασκάλους της γενιάς μου, στους οποίους πρέπει δόξα και τιμή και θα εξηγήσω παρακάτω το γιατί.
Η Ελλάδα στα μαθητικά μου χρόνια είχε βγει πρόσφατα από έναν αιματηρό και ολέθριο παγκόσμιο και, κυρίως, από έναν εμφύλιο πόλεμο και ήταν γεμάτη πληγές και ερείπια, ενώ η επαρχία συνέχιζε να κρατά ακόμα στην αγκαλιά της την πλειοψηφία των Ελλήνων, αφού η αστυφιλία δεν είχε κάνει, ακόμη, αισθητή την παρουσία της.
Οι κάτοικοι της αγροτικής υπαίθρου λόγω έλλειψης μεταφορικών μέσων ζούσαν απομονωμένοι στα χωριά τους και προσπαθούσαν να επιβιώσουν μέσα σε άθλιες συνθήκες χρησιμοποιώντας το πετρέλαιο για φωτισμό, το ξύλο στο τζάκι για θέρμανση και τα χέρια και τα ζώα τους για παραγωγή βασικών αγαθών.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες ήταν υποχρεωμένοι να ζουν και οι δάσκαλοι της γενιάς μου, οι περισσότεροι απ’ τους οποίους διορίζονταν στην επαρχία, για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω, και οι οποίοι λόγω αδυναμίας να μετακινηθούν και λόγω άνωθεν εντολής έστηναν το νοικοκυριό τους στην περιοχή, που δίδασκαν.
Παρότι εργάζονταν 6 μέρες τη βδομάδα και μάλιστα πρωί – απόγευμα πλην Τετάρτης και Σαββάτου, που εργάζονταν μόνο πρωί, οι αποδοχές τους ήταν ιδιαίτερα χαμηλές. Αυτό το έβλεπαν και το ήξεραν οι γονείς των μαθητών` γι’ αυτό και τις περισσότερες φορές απ’ το υστέρημά τους όλο και με κάποια καυσόξυλα, κάποιο αυγουλάκι, κάποιο κοτοπουλάκι ενδεχομένως ή με κάποια φρούτα ή λαχανικά τους τροφοδοτούσαν, για να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις ανάγκες τους.
Σ’ αυτούς, ωστόσο, τους δασκάλους η ελληνική πολιτεία και η ελληνική οικογένεια ανέθετε κατ’ αποκλειστικότητα την αγωγή και τη μόρφωση των παιδιών τους, αφού ούτε βιβλιοθήκες, τότε, υπήρχαν, ούτε τηλεοράσεις και βίντεο, ούτε φροντιστήρια, ενώ οι γονείς, πέραν του ότι έλειπαν ολημερίς τις περισσότερες μέρες, πλην Κυριακής, στα χωράφια τους, ή δεν γνώριζαν γράμματα ή ήξεραν τόσο λίγα, που δεν μπορούσαν να βοηθήσουν τα παιδιά τους.
Γι’ αυτό και η ευθύνη, που αναλάμβαναν τότε οι δάσκαλοι, ήταν πολύ μεγάλη και το έργο τους ιδιαίτερα δύσκολο. Αν, μάλιστα, αναλογισθεί κανείς, ότι τα παιδιά εκείνης της περιόδου είμασταν στην πλειοψηφία μας πολύ ζωηρά, αφού εξαιτίας των πολέμων τα ήθη είχαν εκτραχυνθεί και είχε επηρεασθεί και η συμπεριφορά η δική μας. Απόδειξη το γεγονός, ότι τα παιχνίδια, που παίζαμε στον ελεύθερο χρόνο μας, ήταν το κυνηγητό, ο πετροπόλεμος, το κρυφτό, κλέφτες και αστυνόμοι, Τούρκοι και Έλληνες και ομολογώ ότι καθημερινά άνοιγαν πολλά κεφάλια.
Για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση οι περισσότεροι δάσκαλοι αναγκάζονταν να προσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους σ’ αυτά τα δεδομένα και, όταν δεν περνούσε ο λόγος τους, έκαναν πράξη την εντολή των γονιών «χτύπα δάσκαλε», μια που ούτε νόμος τους έδενε τα χέρια, ενώ παράλληλα κυριαρχούσε η άποψη ότι «το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο», για να συνετίζει ανθρώπους και κυρίως παιδιά.
Πέραν τούτου, τις ώρες που δεν λειτουργούσε το σχολείο, συνήθως ο διευθυντής του σχολείου έπαιζε και το ρόλο του παιδονόμου απαγορεύοντας στα παιδιά να κυκλοφορούν άσκοπα και χωρίς δικαιολογία στους δρόμους μετά από μια συγκεκριμένη απογευματινή ώρα και, όσα συλλαμβάνονταν απ’ τα περίπολα, ελέγχονταν για τη συμπεριφορά τους αυτή την επόμενη μέρα μετά την πρωινή προσευχή. Όλα αυτά, για να αναγκαζόμαστε να μένουμε στα σπίτια μας και να διαβάζουμε. Γι’ αυτό, άλλωστε, εκτός των άλλων απαγορεύονταν η παρακολούθηση κινηματογραφικών ταινιών και το ποδόσφαιρο, που έτρωγε το χρόνο μας και θεωρούνταν βάρβαρο σπορ.
Εντός του σχολείου οι δάσκαλοί μας ήταν υποχρεωμένοι να φορούν ένα συγκεκριμένο κοστούμι, που δεν είχε να κάνει μόνο ενδυματολογικά με κοστούμι και γραβάτα για τους άνδρες και ταγιέρ ή άλλο κλασικό ρούχο για τις γυναίκες. Έπρεπε, ταυτόχρονα, να είναι σοβαροί και μετρημένοι στα λόγια τους, αποφεύγοντας να χαμογελούν και να αστεΐζονται, για να μην χάνουν τον έλεγχο. Μόνο στους περιπάτους χαλάρωναν λιγάκι αλλά και πάλι με μέτρο.
Για τη σωστή άσκηση των καθηκόντων τους, μάλιστα, υπήρχε πάντα στην έδρα τους και μια βέργα κατά προτίμηση κρανίσια, που δεν έπαιζε μόνο το ρόλο του δείκτη στο μαυροπίνακα αλλά ήταν και το μέσο σωφρονισμού ατάκτων με ξυλιές στις ανοιχτές παλάμες τους.
Ούτε λίγο ούτε πολύ οι δάσκαλοι της γενιάς μου λειτουργούσαν σ’ αρκετές περιπτώσεις ως θηριοδαμαστές. Αν, μάλιστα, λάβει κανείς υπόψη του ότι τα εποπτικά μέσα, που διέθεταν, ήταν, εκτός απ’ το μαυροπίνακα και την κιμωλία, ένα τρίγωνο, ίσως, ένας χάρακας και ένας διαβήτης, ή στην καλύτερη περίπτωση ένας χάρτης και μια υδρόγειος σφαίρα, με μαθητές ανά τμήμα αρκετές φορές και πάνω από 40, αντιλαμβάνεται πόσο δύσκολο ήταν να ανταποκριθούν στον ρόλο τους και μάλιστα χωρίς επιμόρφωση και χωρίς πλούσια επιστημονική κατάρτιση.
Παρόλα αυτά χάρις στο μεράκι τους και στην υπευθυνότητά τους όχι μόνο ανταποκρινόταν στο έργο τους αλλά γαλούχησαν και πότισαν τα ελληνόπουλα της γενιάς μου με ήθος και παραδοσιακές κλασικές αξίες, απαραίτητες για να σταδιοδρομήσει κανείς με επιτυχία στη ζωή του, χωρίς να κινδυνεύει εύκολα να αλλοτριωθεί και να χάσει τον μπούσουλά του.
Σίγουρα, μεταξύ των πολλών υπήρχαν και ορισμένοι, που ήταν κατώτεροι των περιστάσεων και κρύβονταν πίσω απ’ τις γραβάτες και τα ταγέρ και επέβαλλαν το σεβασμό με την ξύλινη γλώσσα της κρανίσιας βέργας και όχι με τη γλώσσα της πειθούς και του προτύπου. Αυτοί, όμως, αποτελούσαν την εξαίρεση.
Αξίζει, λοιπόν, δόξα και τιμή στους δασκάλους της γενιάς μου, μια που κατάφεραν κάτω από τέτοιες συνθήκες, να μας κάνουν ανθρώπους, χρήσιμους στην κοινωνία.