Στην καθημερινή μας ζωή, ενώ με περισσή ευκολία ρίχνουμε το λίθο του αναθέματος εναντίον συνανθρώπων μας για τις αδυναμίες και τα λάθη τους, αποφεύγουμε, συνήθως και πολύ περισσότερο δημοσίως, να αποδίδουμε τα εύσημα και να λέμε έναν καλό λόγο για κάποιους, που πράγματι τον αξίζουν, ειδικά όταν αυτοί βρίσκονται εν ζωή.
Τουναντίον, σε επικήδειους και νεκρολογίες ανακαλύπτουμε και προβάλλουμε, και μάλιστα καθ΄υπερβολήν, αρετές επί αρετών αυτών, περί των οποίων γίνεται ο λόγος, αλλά που, δυστυχώς, δεν ζουν πια, για να ακούσουν το δημόσιο έπαινο.
Γι΄ αυτό και εγώ δύο λόγια καλά, που έχω να πω για τον παπα – Παύλο, τον επί μισό αιώνα και πλέον πιστόν υπηρέτη του ιερού ναού και της ενορίας των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, θα τα πω δημοσίως τώρα και όχι αύριο, και για να τον ευχαριστήσω αλλά και για να τον ενισχύσω στον αγώνα του για το πλούσιο και θεάρεστο έργο.
Δε θα σταθώ ιδιαίτερα ούτε στην ευταξία και στην κατανυκτική ατμόσφαιρα, που με τις παρεμβάσεις του, κατάφερε, χρόνια τώρα, να επικρατούν στο ναό του, που ανακατασκευάσθηκε επί των ημερών του, ούτε στο πλούσιο πνευματικό και κοινωνικό έργο, που προσφέρει στους ενορίτες του αλλά και σε πολλούς άλλους Λαρισαίους μέσω της θείας λατρείας, του κηρύγματος, της εξομολόγησης, των κατηχητικών σχολείων, της βοήθειας σε πάσχοντες και των περίφημων συσσιτίων προς απόρους και φτωχούς. Θα σταθώ κυρίως, σ΄αυτό, που αφορά εμένα προσωπικά και μερικές δεκάδες συνομηλίκων μου.
Τον γνώρισα για πρώτη φορά στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1965, όταν μαθητής Α΄Λυκείου άφησα το χωριό μου και ήρθα στη Λάρισα, για να ολοκληρώσω τις λυκειακές μου σπουδές στο Α΄ Γυμνάσιο – Λύκειο Αρρένων Λαρίσης, οικότροφος στο Οικοτροφείο, που λειτουργούσε με δαπάνες της Ιεράς μας Μητρόπολης και που βρισκόταν επί της οδού Βησσαρίωνος 3 στα Ταμπάκικα, επί επισκόπου Ιακώβου Σχίζα, όπου και παρέμεινα επί 3 έτη.
Ο πατήρ – Παύλος, σχετικά νεαρός ακόμη στην ηλικία, ήταν, τότε, Διευθυντής του συγκεκριμένου Οικοτροφείου απόρων παιδιών και είχε την ευθύνη λειτουργίας του. Στο πρόσωπό του οι οικότροφοι, 35-38 άτομα κάθε χρόνο ηλικίας 13-18 ετών, βλέπαμε τον πατέρα μας, τον προστάτη μας, τον καθοδηγητή μας, το αποκούμπι μας, μια που, όσοι δεν ήμασταν ορφανοί, είχαμε τους γονείς μας στα χωριά μας.
Παρότι είχε και τις υποχρεώσεις της ενορίας του και δεν βρισκόταν όλες τις ώρες μαζί μας, αυτός αφουγκραζόταν ως πνευματικός μας πατέρας τους κραδασμούς και τις ανησυχίες της εφηβείας μας` αυτός άκουγε τα παράπονά μας και έδινε τις συμβουλές του είτε γλυκαίνοντάς μας, είτε επιπλήττοντάς μας σε μια προσπάθεια να βρούμε το δρόμο μας.
Και επειδή η ζωή σε Οικοτροφείο δημιουργεί από μόνη της συνεχείς εντάσεις και προβλήματα στις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ οικοτρόφων, ευτυχώς που η παρουσία του παπα – Παύλου ήταν ικανή να φέρνει, κάθε φορά, τις ισορροπίες και να αποκαθιστά την τάξη.
Γι΄αυτό, άλλοτε ήταν φιλικός και τρυφερός μαζί μας, άλλοτε τυπικός και σοβαρός και άλλοτε ιδιαίτερα αυστηρός, μέχρις σημείου, που να αναγκάζεται κάποιους ελαχίστους με εισήγησή του να τους απομακρύνει απ΄την οικοτροφιακή οικογένεια εξ αιτίας είτε ανάρμοστης συμπεριφοράς είτε αδυναμίας να συμβιβασθούν με τους κανόνες και τις υποχρεώσεις, που επέβαλε ο εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας του οικοτροφείου.
Οι σχέσεις των οικοτρόφων μαζί του δοκιμάζονταν και ενισχύονταν ακόμη περισσότερο και κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών, όταν με την καθοδήγησή του αναλαμβάναμε και όλες τις βοηθητικές εκείνες εργασίες, που ήταν απαραίτητες για τη λειτουργία των κατασκηνώσεων του Αγίου Δημητρίου Στομίου, που κι αυτές λειτουργούσαν με δαπάνες και υπό την αιγίδα της Ιεράς μας Μητρόπολης φιλοξενώντας παιδιά και εφήβους.
Το προσωπικό του ενδιαφέρον για τον καθένα μας και η έμπρακτη καθημερινή απόδειξη, ότι το κίνητρο για τη στάση του αυτή απέναντί μας ήταν η ανιδιοτελής αγάπη του για τα παιδιά καθώς και η προκοπή μας κατόπιν στο στίβο της ζωής, συνετέλεσαν, ώστε με τον καιρό να ανέβει η εκτίμησή μας στο πρόσωπό του και να θυμόμαστε με γλυκιά νοσταλγία τα δύσκολα χρόνια του Οικοτροφείου. Μάλιστα, όσο περνούν τα χρόνια και κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, αντί να ξεθωριάζει, όλο και περισσότερο ενισχύεται η αναγνώριση της προσφοράς του.
Πιστεύοντας πως διερμηνεύω και τα αισθήματα της συντριπτικής πλειοψηφίας των πρώην οικοτρόφων, παρακαλώ το Θεό να τον έχει καλά και του εκφράζω δημοσίως ένα μεγάλο «ευχαριστώ» για όσα έκανε για μας, γιατί χωρίς το ενδιαφέρον του και χωρίς τη δική του κυρίως στήριξη, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα ήμασταν, αυτό που είμαστε σήμερα.