Του κ. Χρήστου Μπίκα, στελέχους του ΠΑΜΕ Εκπαιδευτικών και μέλους Δ.Σ. του Συλλόγου Δασκάλων – Νηπιαγωγών Λάρισας
Λίγο πριν κλείσουν τα σχολεία, το Υπουργείο Παιδείας, όρισε 800 σχολεία ως Πιλοτικά Υποχρεωτικά Ολοήμερα Σχολεία με Ενιαίο Αναμορφωμένο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα. Η εξέλιξη αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που επιχειρεί η κυβέρνηση στην εκπαίδευση. Είναι συνέχεια του πολυνομοσχεδίου για την εκπαίδευση, του νομοσχεδίου για τις προσλήψεις των εκπαιδευτικών, του Καλλικράτη, που ως στόχο έχουν τη δημιουργία του αποκεντρωμένου και ταξικά διαφοροποιημένου «Νέου Σχολείου». Ποιες είναι όμως οι αλλαγές και το περιεχόμενο του αναμορφωμένου ωρολογίου προγράμματος, του νέου σχολείου και τι επιπτώσεις θα έχει αυτό στον ψυχισμό, στην κατάκτηση της γνώσης και στην κοινωνικοποίηση των παιδιών; Σύμφωνα με το νέο πρόγραμμα όλα τα παιδιά θα σχολούν στις 2 το μεσημέρι. Το Υπουργείο χωρίς λάβει υπόψη τις ανάγκες των μικρών μαθητών, την υλικοτεχνική υποδομή των σχολείων προχωρά στην επιμήκυνση της πρωινής ζώνης, παραβιάζοντας κάθε παιδαγωγική αρχή, παραβιάζοντας την ανάγκη των μικρών ηλικιών για δημιουργικό παιχνίδι και την ανάπτυξη της συλλογικότητας, διευρύνοντας τις ώρες τις διδασκαλίας, όταν είναι γνωστό, ότι μετά τις 12, ιδιαίτερα τα μικρά παιδιά, είναι εξαντλημένα, και ανήμπορα να παρακολουθήσουν την όποια εκπαιδευτική διαδικασία.
Το Υπουργείο, τοποθέτησε τη διδασκαλία της ξένης γλώσσας από την Α' Δημοτικού, τη στιγμή που το παιδί ακόμη δεν έχει κατακτήσει ένα σχετικά ανεβασμένο επίπεδο γνώσης της ίδιας της μητρικής γλώσσας, που είναι και η βάση για την οργάνωση της σκέψης, υλοποιώντας ότι διακηρύχθηκε ήδη από το 2008 - «γλώσσες σημαίνουν μπίζνες», άρα η γνώση τόσο της ξένης όσο και της μητρικής γίνεται επικοινωνιακή δεξιότητα υποταγμένη στις ανάγκες της αγοράς! Μπορεί να φαίνεται, όντως, εντυπωσιακό ένα παιδί 6 χρόνων να συλλαβίζει αγγλικές λέξεις, αλλά στην αυγή της εδραίωσης του γραπτού λόγου του παιδιού, στην Α' τάξη, ο κίνδυνος της «σαλαμοποίησης» αυτής της διαδικασίας είναι κάτι παραπάνω από ορατός. Επομένως, καμιά αυταπάτη ότι πρόκειται για μια διαδικασία αναβάθμισης του περιεχομένου της εκπαίδευσης και πολύ περισσότερο της γλωσσικής ετοιμότητας και ευχέρειας των μαθητών.
Η γενικευμένη χρήση των υπολογιστών από μικρή ηλικία όχι μόνο δεν επέλυσε προβλήματα στη μαθησιακή εξέλιξη των παιδιών, αλλά συνδέεται με προβλήματα όρασης, μυοσκελετικά προβλήματα, στρεσογόνες διαταραχές εξαιτίας της πρώιμης έναρξης της χρήσης Η/Υ κ.ά. Επιπλέον, οι Η/Υ απομονώνουν συναισθηματικά και σωματικά τα παιδιά από την άμεση εμπειρία, από το φυσικό και κοινωνικό κόσμο. Γι' αυτό άλλωστε στα ακριβά σχολεία των ΗΠΑ, στα σχολεία που φοιτούν τα παιδιά της ελίτ, η διδασκαλία εξακολουθεί να γίνεται με τον παραδοσιακό τρόπο (μαυροπίνακας, εργαστήριο κ.λπ.), την ίδια στιγμή που τα σχολειά των γκέτο και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων κατακλύζονται από υπερσύγχρονα μηχανήματα και ηλεκτρονικά προγράμματα αναπαραγωγής της αμορφωσιάς και της αγραμματοσύνης.
Αναμορφώνεται ο ρόλος και τα διδακτικά αντικείμενα του Ολοήμερου Προγράμματος (2-4.15 μ.μ.). Ουσιαστικά ξεκινά η πλήρης διαφοροποίηση των σχολείων σε καλά και κακά σχολεία. Μέσα από την «προαιρετική απογευματινή ζώνη», η οποία θα πραγματοποιείται μετά τις 2 το μεσημέρι, τα γνωστικά αντικείμενα θα καθορίζονται με εισήγηση του διευθυντή, «ο οποίος θα συνυπολογίζει, τις δυνατότητες της σχολικής μονάδας (ενδιαφέροντα μαθητών, μαθησιακό επίπεδο, προτιμήσεις γονέων, ευελιξία στις ώρες αποχώρησης των μαθητών, υλικοτεχνική υποδομή, πλεονάζουσες ώρες!). Δηλαδή, άλλα θα μαθαίνει το παιδί στο ένα σχολείο, άλλα στο διπλανό. Δεν πρέπει να έχουν όλα τα σχολεία τις ίδιες δυνατότητες; Δεν έχουν όλοι οι μαθητές τις ίδιες ανάγκες; Δεν πρέπει να έχουν όλοι οι μαθητές την ίδια δυνατότητα να μάθουν γράμματα;
Μα θα πει κάποιος γονιός, κυρίως στις δύσκολες μέρες που ζούμε. «Είναι κακό να μαθαίνουν τα παιδιά όλο και περισσότερα πράγματα που μπορεί να τα χρειαστούν αργότερα;». «Είναι κακό τα παιδιά να παίρνουν τα εφόδια – «προσόντα» από πολύ νωρίς για να μπορούν να ανταγωνιστούν από καλύτερες θέσεις για μια θέση στον ήλιο;». Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι οι θέσεις εργασίας δεν καθορίζονται από το επίπεδο μόρφωσης ή τα προσόντα (γιατί αν ήταν έτσι, πώς γίνεται οι απόφοιτοι ΑΕΙ να έχουν υψηλότερο ποσοστό ανεργίας από αποφοίτους Λυκείου;), αλλά αντίστροφα, είναι η οικονομία που καθορίζει και τη σχέση μόρφωσης με την εργασία. Γιατί γίνονται τότε και σε τι αποσκοπούν όλες αυτές οι αλλαγές;
Η απάντηση στις «πρωτοβουλίες» του υπουργείου Παιδείας βρίσκεται στα κείμενα της Ε.Ε., στις «περιβόητες» 8 δεξιότητες που πρέπει να εντάσσονται στα εκπαιδευτικά συστήματα. Συγκεκριμένα, πρόκειται για μια συρραφή στοιχειωδών γνώσεων, χρηστικών δεξιοτήτων: «Επικοινωνία στη μητρική γλώσσα, επικοινωνία σε ξένες γλώσσες, μαθηματική ικανότητα και βασικές ικανότητες στην επιστήμη και την τεχνολογία, ψηφιακή ικανότητα, μεταγνωστικές ικανότητες, κοινωνικές ικανότητες και ικανότητες που σχετίζονται με την ιδιότητα του πολίτη, πρωτοβουλία και επιχειρηματικότητα και πολιτισμική συνείδηση και έκφραση».
Σε αυτό το πλαίσιο οι «βασικές» γνώσεις στην ξένη γλώσσα, δηλαδή τα «τουριστικά» αγγλικά, όπως και η «βασική» και χρηστική «αξιοποίηση» των νέων τεχνολογικών, είναι «απαραίτητες» για όλους. Γιατί θέλουν μια μεγάλη μάζα, φθηνού και ευέλικτου δυναμικού, που θα μπορεί να αλλάζει δουλειές και να ανταποκρίνεται σε αυτές. Οι εργαζόμενοι, πλέον, σύμφωνα με την πολιτική της Ε.Ε., για την «κινητικότητα», θα ζητιανεύουν δουλειά σε όλη την Ευρώπη. Τα «κουτσά» αγγλικά και υπολογιστές είναι απαραίτητοι για όλους. Η αξιοποίηση της γνώσης ξένων γλωσσών και ουσιαστικής χρήσης της τεχνολογίας είναι για λίγους. Εξάλλου, ο μισομορφωμένος εργαζόμενος, που δεν έχει ολοκληρωμένη μόρφωση, χειραγωγείται πιο εύκολα και πείθεται ότι οι ανάγκες του συμβαδίζουν με τις ανάγκες του αφεντικού του...
Σήμερα, όχι αύριο, είναι καθήκον μας, γονείς, εκπαιδευτικοί, όλοι οι εργαζόμενοι να απαντήσουμε επιθετικά και να πούμε ότι το ζήτημα για μας, για κάθε λαϊκή οικογένεια, δεν είναι τι μπορεί να μάθει το παιδί αλλά τι πρέπει να μάθει για να αναπτυχθεί αρμονικά η προσωπικότητά του. Ιδιαίτερη είναι η ευθύνη των εκπαιδευτικών! Θα περάσει από εμάς η προσπάθεια εφαρμογής των αντιδραστικών μέτρων. Πρέπει να απειθαρχήσουμε! Να αρνηθούμε να γίνουμε ιμάντες των αναδιαρθρώσεων.