Από τη Μαρίνα Αποστολοπούλου
...Δεν είχε κοιμηθεί καλά.
Όλη τη νύχτα στριφογύριζε και είχε εφιάλτες. Έβλεπε λέει ότι περπατούσε μέσα σε έναν κρανίου τόπο και σαν να μην έφθανε η μαυρίλα που απλωνόταν γύρω του, ξαφνικά άρχιζε να υποχωρεί το έδαφος κάτω από τα πόδια του, άνοιγε μία μεγάλη μαύρη τρύπα και τον ρούφαγε, παρότι προσπαθούσε απεγνωσμένα να πιαστεί από κάπου. Προσπαθούσε να ξυπνήσει για να πετάξει τον εφιάλτη από πάνω του και δεν μπορούσε. Λες και είχε βυθιστεί ολόκληρος στον εφιάλτη και κάποιος δεν το άφηνε να ανοίξει τα μάτια του. Τελικά τα κατάφερε. Ξύπνησε κάθιδρος και σύρθηκε στην κουζίνα να πιει ένα ποτήρι νερό, μπας και νιώσει καλύτερα. Δεν είδε μεγάλη διαφορά. Άνοιξε τη βρύση και έβαλε από κάτω το κεφάλι του, αφήνοντας το κρύο νερό να δράσει ευεργετικά στον κουρασμένο του εγκέφαλο.
Συνήλθε κάπως. Έβαλε καφέ και προσπάθησε να διώξει τα νούμερα που έκαναν βόλτες στο κεφάλι του. Σκέφθηκε ότι κάπως έτσι πρέπει να αισθανόταν ο Ράσελ Κρόου στην ταινία «Ένας υπέροχος άνθρωπος». Εκείνη που αναφερόταν στην αληθινή ιστορία του Τζον Φορμπς Νας, ιδιοφυούς μαθηματικού που βραβεύτηκε με Νόμπελ, αλλά προηγουμένως πάλεψε πάνω από 30 χρόνια με τις σχιζοφρενικές τάσεις του, τις οποίες και κατάφερε να θεραπεύσει χάρη στη δύναμη του μυαλού του και τη φροντίδα της γυναίκας του.
Σκεπτόταν το προηγούμενο επεισοδιακό απόγευμα.
Επί ώρες μάλωνε με όλους προσπαθώντας να τους πείσει να του δώσουν τα λεφτά τους. Τώρα που το ξανάφερνε στη σκέψη του με λεπτομέρειες αναρωτιόταν και πώς το άντεξε όλο αυτό. Αυτός καθηγητής άνθρωπος, που ανάθεμα την ώρα που του ήρθε να μπλέξει με τα πολιτικά, να κάθεται και να προσπαθεί να ακουστεί και να συνεννοηθεί μέσα σε μία χάβρα. Όπου κανείς δεν ήθελε να ακούσει κανέναν και κυρίως τον ίδιο και όπου μιλούσαν όλοι μαζί. Κάποια στιγμή, πραγματικά του ήρθε τάση για λιποθυμία αλλά και τι να κάνει; Κάποιος έπρεπε να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Κι αφού ο ίδιος είχε επωμιστεί να μαζέψει το χρήμα, τι να κάνει; Έπρεπε να το υποστεί κι αυτό.
Όπως ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του άρχισε να χτυπάει το κινητό.
Κοίταξε την ώρα. Είχε πάει 7 πια.
-Ναι ποιος είναι;
-Καλημέρα υπουργέ από το κανάλι (τάδε) τηλεφωνούμε θα βγείτε στην πρωινή εκπομπή να μιλήσετε για τα διαθέσιμα της γενικής κυβέρνησης.
-Ε τι να πω; Τα είπα χθες.
-Ε πώς; Εδώ το θέμα «καίει» και μετά τις αντιδράσεις δημάρχων και περιφερειαρχών καταλαβαίνετε κι εσείς ότι το θέμα τρέχει...
-Καλά να βγω. Αλλά να ξέρετε εγώ μιλάω με αριθμούς, δεν μιλάω πολιτικά.
Και βγήκε. Που τι το 'θελε δηλαδή; Βγήκε και είπε, την αλήθεια του. Γιατί πολιτικός δεν είναι. Είπε ότι του λείπουν 400 εκ. για την καταβολή μισθών και συντάξεων, τα οποία έπρεπε να βρεθούν άμεσα γιατί από τις 24, δηλαδή από σήμερα, θα τα χρειαζόταν.
Έκλεισε το τηλέφωνο και άρχισε να ετοιμάζεται για το γραφείο. Εκεί που είχε φθάσει στο πουκάμισο (γραβάτα δεν θα φορούσε σήμερα άλλωστε το νέο πολιτικό dress code στην Ελλάδα δεν το προβλέπει), χτύπησε πάλι το τηλέφωνο, άλλο κανάλι.
«Πανάθεμα» βλαστήμησε δεν θα με αφήσουν ήσυχο αυτοί σήμερα.
-Θα βγείτε και στη δική μας πρωινή εκπομπή;
-Να βγω και στη δική σας. (Τι να κάνω αν δεν βγω θα με παρεξηγήσουν, σκέφτηκε).
Βγήκε και σε αυτή και έτσι, για να ποικίλει, λίγο η συζήτηση σε αυτή την εκπομπή είπε ότι συνολικά του έλειπαν περί το 1 δισ. ευρώ.
Ανέβηκε το ποσό, ανέβηκε και το σούσουρο σε τηλεοπτικά και λοιπά μέσα, σχετικά με το επείγον της κατάστασης.
Βγήκε από το σπίτι.
Είπε να μην πάρει αυτοκίνητο. Σκέφθηκε να περπατήσει, να τον χτυπήσει λίγο ο καθαρός αέρας, μπας και του κατέβει καμία καλή ιδέα σχετικά με την τρύπα που έπρεπε να καλύψει για να έχει να πληρώσει, αφού οι ... «άλλοι» της αυτοδιοίκησης τα... στύλωσαν και δεν ήθελαν να δώσουν τα αποθεματικά τους.
«Τι να κάνω Παναγία μου, τι να κάνω, πού να τα βρω; Κάνε το θαύμα σου σε παρακαλώ, βοήθησε με, δώσ' μου φώτιση να βρω τα λεφτά που λείπουν», μονολογούσε περπατώντας, διότι ήξερε ότι πιστεύει δεν πιστεύει κανείς έρχεται η ώρα που έχει την ανάγκη να επικαλεστεί μία ανώτερη δύναμη, αν μη τι άλλο για παρηγοριά.
Και δώστου περπατούσε και δώστου παρακαλούσε... Ξαφνικά, έτσι όπως ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του, σκόνταψε και παραλίγο να σωριαστεί κάτω. Μόλις και μετά βίας, κρατήθηκε όρθιος την τελευταία στιγμή. «Μα τι στην ευχή; Αυτό μου έλειπε τώρα, να πέσω να σπάσω και κάνα πόδι. Μα τι άνθρωποι; Πετάνε τις σακούλες των σκουπιδιών στη μέση στο πεζοδρόμιο! Θα 'ναι κανένας από αυτούς τους εξυπνάκηδες που βαριούνται να κατέβουν να βάλουν τα σκουπίδια στον κάδο και τα πετάνε από τα μπαλκόνια» σκέφθηκε. «Κάτσε τουλάχιστον να την πάρω να την πάω πιο κει μην σκοντάψει και κάνας άλλος». Έσκυψε, πήρε τη σακούλα και όπως ήταν μισάνοιχτη κάνει έτσι και τι να δει; Ηταν γεμάτη χαρτονομίσματα του ευρώ! «Μπα δεν βλέπω καλά, κάνουν τα μάτια μου ευρουλάκια, από τη λαχτάρα που έχω πού να τα βρω!». Ξανακοίταξε καλά-καλά, άνοιξε τη σακούλα, και ναι! Ηταν γεμάτη ευρώ! «Θαύμα! Θαύμα!» ανέκραξε έμπλεος χαράς και ανακούφισης. «Αχ σε ευχαριστώ Παναγία μου που άκουσες τις προσευχές μου! Θα 'ρθω στη Χάρη σου και θα ανάψω μία λαμπάδα ίσα με το μπόι μου!» Κοίταξε γύρω του. Ευτυχώς δεν περνούσε κανένας. Έσφιξε καλά-καλά την σακούλα κι άρχισε να τρέχει ανάλαφρος σαν πούπουλο προς το γραφείο.
Ντρίιιιιιιιν! Ντρίιιιιιιιν!
Νάτο πάλι το αναθεματισμένο το τηλέφωνο! Με το που πάτησε το πόδι του στο γραφείο, άρχισε να χτυπάει. Το σήκωσε λαχανιασμένος ακόμη.
-Ναι, ποιος είναι;.
-Υπουργέ καλημέρα, από το κανάλι τάδε είμαστε, θα βγείτε και σε μας; Βέβαια ξέρουμε ότι πριν μιάμιση ώρα βγήκατε σε δυο κανάλια, αλλά να, σας θέλουμε και στο δικό μας.
-Τι λέτε τώρα; Χαρά μου να βγω και σε σας!
-Λοιπόν κύριε Μάρδα, να σας ρωτήσουμε: τι θα γίνει τελικά, πού θα βρείτε τα 400 εκ;
-Μα τι λέτε; Τα βρήκα! Να 'ναι καλά η Μεγαλόχαρη! Για τον Απρίλιο βολευόμαστε. Ε, και για τον Μάιο θα δούμε. Θα αρχίσω συστηματική νηστεία και προσευχή.