Από τον Βασίλειο Χρ. Παπανικολάου
Λέγει ο Κύριος: είναι γραμμένον εις τα προτικά βιβλία το εξής: «και έσονται πάντες διδακτοί Θεού» (όσοι θα ακολουθήσουν τον Μεσσίαν, θα είναι διδαγμένοι από τον Θεόν). Και κάθε ένας, που θα ακούση την εσωτερικήν προσκλησιν του Πατρός μου και θα δεχθή τον παρ’ αυτού φωτισμόν, ώστε να μάθη αυτά, που ο Πατήρ μου τον διδάσκει έρχεται προς εμέ».
(Ιωάν. στ’ 45). Οι άνθρωποι γινόμεθα «διδακτοί Θεού! Ο Θεός διδάσκει με ίδιον τρόπον τους ανθρώπους τους ανθρώπους όμως που είναι δεκτικοί αυτής της Χάριτος του Θεού, όχι όλους.
Οι Απόστολοι υπήρξαν επί τριετίαν, τουλάχιστον, μαθηταί του Κυρίου. Ο Απόστολος Παύλος εμαθήτευσεν παρά τους πόδας του Γαμαλιήλ (Πράξ. κβ’, 3).
Ο Κύριος, ως Υιός και Λόγος του Θεού είναι η Πηγή της γνώσεως και της σοφίας, εκ τούτου υπ’ ουδενός εδιδάχθη τα γράμματα και την γνώσιν. Έλεγον εκπλησσόμενοι εις την συναγωγήν οι ακροαταί του: πόθεν τούτω η σοφία αύτη και αι δυνάμεις; (Ματθ. ιγ’, 54). Λέγει ο π. Βασίλειος διά τον Τσάτσαρην: «όπως και ο Κ.Η.Ι. Χριστός» και «Γράμματα μαθηκώς». Τι όμως εννοεί με αυτά που γράφει; Εννοεί ότι ο Τσάτσαρης δεν εδιδάχθη τα γράμματα, και ότι «άπειρη η γνώση του»; Όμως η συσχέτησις αυτή είναι εντελώς άστοχος και δη πονηρά! Δεν συγκρίνονται δύο ανόμοια πράγματα πολύ δε περισσότερον – ο Θεάνθρωπος Κύριος με τον κάποιον αμφίβολον Τσάτσαρην του οποίου τα στοιχεία της ταυτότητός του τα καταθέτει με πολλήν φαιδρότητα και πολλαπλήν πλάνην ο αρθρογράφος διά να μορφώση ο αναγνώστης γνώμην ότι πρόκειται περί υπέρ ανθρωπίνου φαινομένου. Θέλει να αναβιβάση με τρόπον εμετικού επαίνου το «ειδωλόν» Του εις θεία ύψη! Είναι λυπηρόν!
«Ένας άνθρωπος που δεν έχει σπουδάσει σε γήινα Πανεπιστήμια». Δηλαδή εσπούδασεν εις διαστημικά Πανεπιστήμια ή καθόλου, πουθενά; Γιατί δεν γίνεται σαφής; Ο Απ. Παύλος λέγει: «οίδα άνθρωπον εν Χριστώ (μόνον ούτω γίνονται αι αληθείς και ασφαλείς αποκαλύψεις) προ ετών δεκατεσσάρων. Είτε εν σώματι ούκ οίδα, είτε εκτός σώματος ούκ οίδα, ο Θεός οίδεν αρπαγέντα τον Τοιούτον έως τρίτον ουρανού... ότι ηρπάγη εις τον Παράδεισον και ήκουσεν άρρηκτα ρήματα αι ούκ εξόν δινθρώπω λαλήσαι» (= και ήκουσε λόγους, που γλώσσα ανθρωπίνη δεν έχει την δύναμιν, τα παραστατικά στοιχεία – εικόνας αντιστοίχους – δια να μπορέση να μεταφέρη τας φυσικάς εκείνας εικόνας, πού να γίνουν κατανοητά από ημάς, τους κατοίκους της γής, αλλά και ούτε μας επιτρέπεται να περιγραφούν τα ιερά ουράνια πράγματα) Β’ Κυρ. ιβ’, 1-4.
Η αρπαγή αύτη του καθαρού, από το Άγιον Πνεύμα, νοός, και ό,τι άλλον σχετικόν, συμβαίνει συχνά εις τους ησυχαστάς της Εκκλησίας μας και δύναται να είναι διαρκείας πρισμένων ωρών ή και περισσότερων ωρών ακόμη αναλόγως. Και είναι τόσον εξαίρετοι και καταπληκτικαί αι χαριτώσεις των θείων βιωμάτων των, ώστε παρακαλούν ενθέρμως τον Κύριον να διακόψη την παροχήν των μαρμαρυγών των θείων και υπερφυών τούτων ευλογιών του, μη δυνάμενοι να ανθέξουν επί μακρόν έτι, την υψηλήν και υπερκόσμιον έντασίν την! Όμως το τι συμβαίνει εις τον χώρον της Εκκλησίας μας, γίνεται εις ημάς γνωστόν αναλόγως και καταλλήλως, αλλά και μετά λεπτής διακρίσεως, όπως απαιτή η πνευματική συγκρότησις των πιστών, η οικονομία, δηλονότι και ο τρόπος της προσφοράς των περιστατικών της αρπαγής, και τούτο προς δόξαν Χριστού και προς ψυχικήν ωφέλειαν του πληρώματος της Εκκλησίας μας. Και όλα αυτά γίνονται εξάλλου, με σαφήνειαν και ασφάλειαν από συνήθεις προσβολάς του πονηρού, και, πάντως, με σταθερόν και αδιάσει στον βάθρον, την υψοποιόν και σωτήριον ταπείνωσιν εν συνδυασμώ με άλλας χριστιανικάς αρετάς. Αν πάλιν είπη ότι ο Τσάτσαρης είναι ιδιώτης και ότι γνωρίζει αυτά εξ ιδίας ή εξ άλλης πηγής γνώσεως πάντως δεν δύναται η πηγή αύτη να είναι καθαρά, ο Κύριός μας, αλλά ετέρα πηγή και δή επιζήμιος, από την οποίαν πρέπει, προς το αιώνιον συμφέρον του να αποδεσμευθή τάχιστα ! Και ας μη λησμονή ότι διατελεί και αυτός υπό το κράτος της αγάπης και της Προνοίας του Θεού, ο Οποίος Θεός, τόσον ηγάπησε τον θεοειδή άνθρωπον, ώστε «το μονογενή – τον μονάκριβον – Υιόν του παρέδωκεν εις θάνατον, ίνα πάς ο πιστεύων εις αυτόν μη απόλυται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. γ’, 1-16).
«Γράμματα μαθηκώς». Το ιερόν κείμενον έχει ούτως: «...και εθαύμαζον οι Ιουδαίοι λέγοντες πώς ούτος γράμματα οίδε μη με μαθηκώς; Απεκρίθη ούν αυτοίς ο Ιησούς και είπεν η Εμή διδαχή ούκ έστιν Εμή αλλά του πέμψαντός με» (Ιωαν. ζ! 14-15). Εδώ βεβαίως ο Κύριός μας διά της αναφοράς του προς τον ουράνιον Πατέρα του, καταθέτει και την μαρτυρίαν της αδιακόπου οργανικής ενώσεώς του με τον Πατέρα, διότι είναι ως Θεός, η υποστατική Σοφία και έχει ως εκ τούτον την γνώσιν και την σοφίαν εις απόλυτον βαθμόν, και των οποίων γνώσεως και σοφίας είχεν και ως άνθρωπος, ως δή της υποστατικής ενώσεως των δύο φύσεών του και συνέβαινε η λεγομένη αντίδοσις εν Χριστώ των ιδιωμάτων. Είναι δε προσέτι γνωστόν ότι, εις τον χώρον της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, έχομεν την καταπληκτικήν, την θείαν γνώσιν πολλών απλών – τελείως αγραμμάτων – μελών της, οι οποίοι απέκτησαν καταπλήττουσαν γνώσιν, ως λ.χ. ο π. Αββακούμ, ο Λαυριώτης του Αγίου Όρους. Κατήγετο εκ της Ρόδου, ήτο τελείως αγράμματος και κατηξιώθη από τον Κύριόν μας να γνωρίζη απταίστως, και διά κατακληκτικής και ισχυράς μνήμης ολόκληρον την Αγίαν Γραφήν, και μάλιστα με αλάνθαστον ερμηνείαν.
«Γνωρίζει τα πάντα» - «άπειρη η γνώση του».
Οι όροι αυτοί είναι η δογματική θέσις – διδασκαλία – της Εκκλησίας μας πού προσιδιάζουν μόνον εις τον Θεόν. Ο Τσάτσαρης τι επιτέλους είδος όντος είναι πέραν από τον κάθε άνθρωπον; Όταν κάποιος προσεταιρίζεται τους τίτλους αυτούς, καθίσταται αιρετικός και αφορίζεται. Αυτός που γράφει αυτά, αλλά και Εκείνος που τα αποδέχεται, καθίσταται αιρετικοί, αλλά και βδελυκτοί ενώπιον του Θεού. Ούτοι υπερέβησαν εις υπερηφανίαν και αυτόν ακόμη τον Εωσφόρον, ο οποίος θα ηδύνατο να τους είπη εν θυμώ εσκληρύνατε του αιτήσασθε. Ο Εωσφόρος απλώς διελογίσθη και είπε μέσα του. «Θα ανεβώ επάνω από τα σύννεφα, θα γίνω όμοιος προς τον Ύψιστον». (Ησαΐας ζδ’, 14). Αυτή η υπερήφανος σκέψις του και η ανταρσία του, κατά του Θεού υπήρξεν η αιτία της κατακορύφου πτωσεώς του. Αυτός όμως εδώ καταθέτει βεβαιώσεις που αφήνουν, - περίεργον τούτο, - κατώτερου του Εωσφόρου του Εαυτού Του!
Πρέπει δε να είπωμεν ότι όλα, απολύτως, τα λογικά όντα, ήτοι άγγελοι και άνθρωποι, ως πεπερασμένοι, έχουν περιωρισμένην και ελεγχομένην την γνώσιν. Ο διάβολος λ.χ. δεν γνωρίζει τάς σκέψεις των ανθρώπων, αν οι άνθρωποι δεν δώσουν ανάλογα στοιχεία, τα οποία θα κωδικοποιήση, ούτως ειπείν ο διάβολος, διά να πλήξη τον άνθρωπον.
Ούτω ο διάβολος δεν είναι παντογνώστης, αλλά επιτυχής, ενίοτε, κλέπτης των βουλών του Θεού, και των σκέψεων των ανθρώπων.
Ο όρος «άπειρος» σημαίνει τον άνευ πέρατος, τον απέραντον, τον ατελεύτητον, και ότι ούτος είναι μόνον ο Θεός. Πώς όμως συμβαίνει, όλως παραδόξως, κατά τον εν λόγω αρθρογράφον, ο πεπερασμένος, ο περιωρισμένος εις γνώσιν, δυνατότητα κ.λ.π. άνθρωπος Τσάτσαρης να είναι παντογνώστης «γνωρίζει τα πάντα» με απόλυτον σημασίαν του όρου, δηλαδή, δεν υπάρχει κάτι που να μη το γνωρίζει ! Πώς όμως το γνωρίζει; Απ’ ευθείας, από τον εαυτόν του; Είναι ο ίδιος πηγή γνώσεως, αυτοπηγή ή δέχεται έξωθεν την πάσαν γνώσιν, οπότε δεν δύναται να είναι διαρκώς παντογνώστης, διότι ενδέχεται κάποτε να διακοπή, έστω προς στιγμήν, η παροχή γνώσεως, και συνεπώς δεν θα γνωρίζη; Αλλά αν δέχεται έξωθεν την γνώσιν, έστω και αδιακόπως, τότε ποιος είναι ο παροχεύς της γνώσεως; Όμως, αποκλείεται, και αυτό είναι βέβαιον να είναι ο ίδιος ο Θεός την θέσιν του οποίου προσεταιρίζεται ο … Τσάτσαρης. Πώς όμως να γνωρίζει αυτός τα πάντα, αφού ο Κύριος ως άνθρωπος δεν εγνώριζε τα πάντα τα εγνώριζε βεβαίως, ως εκ της υποστατικής ενώσεως των δύο εν Χριστώ φύσεων, δηλαδή εκ της θείας φύσεως του – αντίδοσις των ιδιωμάτων. Αυτός όμως, ο Ιωάννης πόθεν γνωρίζει τα πάντα;
Ο Βασίλειος Χρ. Παπανικολάου είναι θεολόγος