Από τον Δημήτρη Κουρέτα
Πριν λίγο καιρό δημοσιεύτηκε από το Διαπανεπιστημιακό Δίκτυο Πολιτικών Ανωτάτης Εκπαίδευσης της χώρας , μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη για την κατάταξη των ελληνικών ΑΕΙ στο σύνολο των ιδρυμάτων του κόσμου (20.372 ανώτατα ιδρύματα).
Ο νόμος 4009/2011 θεμελίωσε τη νομιμοποίησή του όχι στη βελτίωση ενός θεσμού αλλά στη γενικευμένη αμφισβήτηση ενός ελληνικού Πανεπιστημίου, το οποίο εμφανίστηκε ως διεφθαρμένο, ανίκανο και δημόσιο. Ο νόμος αυτός παρόλο που έθιγε σοβαρά ζητήματα της παθογένειας του Ελληνικού Πανεπιστημίου, τελικά κατόρθωσε με τη βοήθεια κομμάτων, των κυρίαρχων ΜΜΕ αλλά και των πανεπιστημιακών να παρουσιάσει μια άσχημη εικόνα των ελληνικών ΑΕΙ, και δεν μπήκαμε καθόλου στην ουσία της συζήτησης, που είναι πως το ελληνικό Πανεπιστήμιο θα μετεξελιχθεί σε ένα φορέα γνώσης χρήσιμο για την Ελληνική κοινωνία.
Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή πέντε (5) Πανεπιστήμια της χώρας βρίσκονται στο top 3% της παγκόσμιας κατάταξης (ΑΠΘ, Πάτρας, Αθηνών, ΕΜΠ, Κρήτης) και το ΑΠΘ στο top 1% της παγκόσμιας κατάταξης. Αλλα τρία (Ιωαννίνων, Αιγαίου, Δημοκρίτειο) βρίσκονται στο top 5% της παγκόσμιας κατάταξης , ενώ άλλα 6 (Θεσσαλίας, Οικονομικό, Πολυτεχνείο Κρήτης, Μακεδονίας, Πειραιώς, Γεωπονικό ) στο top 10% της παγκόσμιας κατάταξης. Οι δείκτες που χρησιμοποιήθηκαν περιελάμβαναν μεταξύ άλλων την ποιότητα των ερευνητικού έργου των ιδρυμάτων, όπως αυτό αποτυπώνεται στους διεθνείς δείκτες (science citation index, impact factors), μέγεθος του ιδρύματος, μέλη ΔΕΠ με διεθνή ακτινοβολία κ.λπ.
Ενδιαφέρον έχει το μέσο κόστος ανά φοιτητή για κάθε χώρα που συμμετείχε. Σύμφωνα με αυτό η Ελλάδα ήταν από τις τελευταίες με 4.800 ευρώ τον χρόνο, όταν η Δανία ήταν πρώτη με 13.000 ευρώ, η Αυστρία και Νορβηγία με 12.000 ευρώ, η Φινλανδία με 10.000 ευρώ, η Πορτογαλία με 6.700 κ.λπ. Επομένως βλέπουμε ότι τα πραγματικά στοιχεία δείχνουν ότι:
1) Τα ελληνικά ΑΕΙ καταλαμβάνουν μια περίοπτη θέση στην παγκόσμια κατάταξη 20.000 ιδρυμάτων σε όλο τον κόσμο
2) Το μέσο κόστος ανά φοιτητή για το κράτος είναι από τα χαμηλότερα (ίσως το χαμηλότερο) στον δυτικό κόσμο.
Έτσι καταδεικνύεται ότι η προσπάθεια σπίλωσης του κύρους των ελληνικών ΑΕΙ ως διεφθαρμένων και ανίκανων δεν ισχύει. Τουναντίον μάλιστα.
Όμως η συζήτηση δεν σταματά εδώ. Θα μπορούσε βέβαια να σταματήσει εάν ο γράφων ήθελε να σκεπάσει υπαρκτά προβλήματα και να μην προχωρήσει στη σοβαρή και ουσιαστική συζήτηση. Την οποία φυσικά και απέφυγε να κάνει την προηγούμενη περίοδο το υπουργείο Παιδείας με τα Πανεπιστήμια. Δεν συζητείται καθόλου ότι από τις δεκάδες χιλιάδες εργασίες που δημοσιεύουν οι Έλληνες πανεπιστημιακοί ελάχιστες προχωρούν στην κατοχύρωση του διανοητικού προϊόντος το οποίο παράγεται από τα ελληνικά δημόσια ΑΕΙ και το οποίο τελικά το πληρώνει ο Ελληνας φορολογούμενος. Όταν μια εργασία δημοσιευτεί σε ένα περιοδικό πλέον θεωρείται δημόσιο αγαθό (public domain) και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως γνώση από τον οποιοδήποτε, τζάμπα. Δηλαδή μια οποιαδήποτε πολυεθνική παίρνει χωρίς να έχει πληρώσει ευρώ τα αποτελέσματα της έρευνας, εφόσον είναι πλέον γνωστά και να τα εκμεταλλευτεί. Και έτσι γίνεται στην Ελλάδα. Γιατί μια λανθασμένη κατά τη γνώμη μου ρητορική, όχι προοδευτική , αλλά εκφραζόμενη συχνά από τα κόμματα και όχι μόνο, λέει ότι θα πρέπει το δημόσιο πανεπιστήμιο να λειτουργεί προς το συμφέρον του λαού και όχι προς το συμφέρον των επιχειρήσεων. Υπερθεματίζω , άλλωστε είμαι από τους ελάχιστους πανεπιστημιακούς που δένω με δικαιώματα χρήσης το πανεπιστήμιο που εργάζομαι (Θεσσαλίας) με τις έρευνες που δημοσιεύω. Ξαναθυμίζω και ας γίνομαι κουραστικός. Κάθε χρόνο δεκάδες χιλιάδες εργασίες δημοσιεύονται από τα ελληνικά ΑΕΙ και μόνο μερικές δεκάδες δίνουν τη δυνατότητα στα ίδια τα ιδρύματα να έχουν αποκλειστικότητα στο προϊόν γνώσης που αυτά χρηματοδοτούν και παράγουν.
Είναι προοδευτικό και αριστερό να προασπίζεσαι το δημόσιο συμφέρον. Με ειδικά γραφεία σε κάθε ΑΕΙ τα οποία θα προστατεύουν τα διανοητικά προϊόντα που παράγονται μέσα στα ΑΕΙ , για να μην τα παίρνει ο κάθε έξυπνος ιδιώτης τζάμπα (πατέντες, κ.λπ.). Εκτός και αν αυτό θέλουμε τελικά.
Θεωρώ ότι θα πρέπει ο χώρος της ριζοσπαστικής αριστεράς, ο οποίος πλέον έχει σημαντικές προκλήσεις να αντιμετωπίσει, να τοποθετηθεί σε αυτόν τον νευραλγικό τομέα με παρρησία και υπευθυνότητα.
Ο Δημήτρης Κουρέτας είναι καθηγητής Βιοχημείας-Βιοτεχνολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας