Του Κώστα Γιαννούλα
Ο Γιώργος Σουφλιάς, ως πολιτικός, άφησε τα ίχνη του στη μεταπολιτευτική Ελλάδα και παρήγαγε πλούσιο και ουσιαστικό έργο, απ’ όσα πόστα πέρασε. Έχαιρε και χαίρει εκτίμησης πολύ πέραν του κομματικού ακροατηρίου, γιατί όντας χαμηλών τόνων, μετρημένος άνθρωπος και με τετράγωνη λογική απέφευγε τις έντονες κομματικές αντιπαραθέσεις, διέθετε πειστικό πολιτικό λόγο και ήταν πιο πολύ άνθρωπος των έργων κι όχι των λόγων. Αν πολεμήθηκε από κάποιους, ήταν, κυρίως, γιατί, ενώ ο Σαρακατσιάνος δεν κρατούσε από τζάκι, τόλμησε και έβαλε ψηλά τον πήχη των προσδοκιών του στην πολιτική του σταδιοδρομία και γιατί, δυστυχώς, αυτή συνήθως είναι στη χώρα μας η μοίρα αξιόλογων πολιτικών.
Βρέθηκα κοντά του και τον γνώρισα καλύτερα απ’ τις αρχές Ιουλίου 1991 ως τον Ιούλιο του 1992, αυτός ως Υπουργός Παιδείας και εγώ αποσπασμένος στο Υπουργείο ως σύμβουλός του για θέματα Β’/βάθμιας Εκπαίδευσης. Είχαν προηγηθεί οι μαθητικές καταλήψεις, η δολοφονία Τεμπονέρα, η παραίτηση Κοντογιαννόπουλου και η αντικατάστασή του στις αρχές 1991 απ’ τον κ. Σουφλιά.
Έπρεπε, τότε, να βρεθεί τρόπος να ηρεμήσει η μαθητική και η εκπαιδευτική κοινότητα και να προχωρήσει η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, όπως την επαγγέλονταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη με εμπνευστή και εκτελεστή αυτή τη φορά το Σαρακατσιάνο πολιτικό. Ένα έργο κοπιώδες και ιδιαίτερα δύσκολο, αν αναλογισθεί κανείς τις συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες κλήθηκε ν’ αναλάβει τα νέα του καθήκοντα, λαμβάνοντας υπόψη και ότι είχε απέναντί του την ΟΛΜΕ, που είχε πλούσια παράδοση στους απεργιακούς αγώνες και πάντα στέκονταν εμπόδιο σε αλλαγές, που έθεταν σε κίνδυνο τα όποια, καλώς ή κακώς, θεωρούμενα κεκτημένα και συμφέροντα του κλάδου.
Εντάχθηκα στο επιτελείο του Υπουργείου και στις ομάδες εργασίας με εφόδιο την εκπαιδευτική και τη μέχρι τότε συνδικαλιστική μου εμπειρία και μου δόθηκε επί ένα χρόνο η ευκαιρία να δω από κοντά, πώς λειτουργεί ο Σουφλιάς υπό πίεση σε περίοδο παραγωγής νομοθετικού έργου και πώς ασκεί τα καθήκοντά του ως Υπουργός.
Θα ήθελα, προκαταβολικά, να σημειώσω ότι στην πρώτη επαφή μου μαζί του με προειδοποίησε ότι ορισμένες φορές κοντράρει τους συνεργάτες του αλλά και τους τα ψάλλει κάποιες άλλες, όταν έχει διαφορετική άποψη για ένα θέμα. Μου ζήτησε, ωστόσο, όταν εκτιμώ, πως είναι σωστή η δική μου άποψη, να μη διστάζω να την εκφράζω και ας με κοντράρει, αλλά να την υποστηρίζω μέχρι τέλους με όσο το δυνατόν στέρεα επιχειρήματα, γιατί τότε και μόνο τότε θα του ήμουν χρήσιμος. Ομολογώ, δε, ότι κάποιες φορές άκουσα τα «γαλλικά» του, επέμενα, ωστόσο, στην άποψή μου, εισακούσθηκα στο τέλος και εισέπραξα, ως συνήθως, για να φτιαχθεί και πάλι η ατμόσφαιρα, ή ένα απ’ τα πολλά ανέκδοτά του ή ένα γαλλικό καφέ και πολιτικό κουτσομπολιό σε τετ α τετ κουβέντα μαζί του. «Συγγνώμη» για τα «γαλλικά» του δε χρησιμοποιούσε είχε, όμως, το δικό του τρόπο ν’ αποκαθιστά τις σχέσεις του με τους συνεργάτες του.
Το ωράριο εργασίας του, όταν δεν υπήρχε κοινοβουλευτικό έργο, ξεκινούσε νωρίς το πρωί, κρατούσε ως αργά το μεσημέρι, γινόταν μια μικρή διακοπή, για να φάει σε κοντινό εστιατόριο, ξεκουράζονταν για λίγο σ’ ένα μικρό δωμάτιο μέσα στο Υπουργείο και δίπλα στο γραφείο του και κατόπιν συνέχιζε την εργασία του τις περισσότερες φορές ως αργά τα μεσάνυχτα με παρέα τους στενούς συνεργάτες του.
Παρότι μηχανικός, ήταν καλός γνώστης και πολύ καλός χειριστής της ελληνικής γλώσσας και συνάμα τελειομανής, ενώ πρόσεχε πολύ τη δημόσια εικόνα του γι’ αυτό και βασάνιζε πολύ τα νομοθετήματά του, αργούσε να βάλει την υπογραφή του και με τις απανωτές διορθώσεις του καθυστερούσε να δώσει τις ανακοινώσεις του και να ξεκινήσει τις συνεντεύξεις του στήνοντας αρκετή ώρα τους δημοσιογράφους.
Για να περνά το μήνυμά του και για να ακούει ο κόσμος τις ανακοινώσεις του, φρόντιζε να είναι κατάλληλη η χρονική στιγμή και να μην συμβαίνουν την ίδια ώρα άλλα γεγονότα, που αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη. Για τον ίδιο λόγο, ενώ κάποια στιγμή ήταν έτοιμος να ανακοινώσει το σύνολο των νομοθετημάτων της μεταρρυθμιστικής του προσπάθειας, επέλεξε, αντί μία και έξω, την τακτική του φέτα-φέτα, και για να την καταλάβουν καλύτερα οι άμεσα ενδιαφερόμενοι και για να αποφευχθεί λόγω πιθανών αντιδράσεων το «ή όλα ή τίποτα».
Η τακτική αυτή ήταν και η βασική αιτία, που αφιέρωνε πάρα πολλές ώρες στο Υπουργείο, λες και ήταν άγαμος, και τον οδηγούσε σ΄ ένα συγκεντρωτισμό, απαραίτητο, ωστόσο, για να ελέγχει τους πάντες και τα πάντα, για να έχει αυτός τον τελικό λόγο και για να ξέρει, τί υπογράφει.
Δίπλα του πήρα πολιτικά μαθήματα τόσα, όσα δεν είχα πάρει στην προηγούμενη ζωή μου, που αποτέλεσαν χρήσιμα εφόδια για τη δική μου μετέπειτα σταδιοδρομία. Μου έλεγε π.χ. Όταν βγαίνεις στην τηλεόραση, πρέπει εκ των προτέρων να έχεις αποφασίσει, ποιο μήνυμα θέλεις να περάσεις και, όποιες κι αν είναι οι ερωτήσεις του δημοσιογράφου, πρέπει, τεχνηέντως, να βρεις τρόπο να καταλήγεις εκεί, που θέλεις εσύ.
Όταν βλέπεις έξω απ’ το γραφείο μου κάποιους να επιμένουν επί ώρες και μέρες ν’ ανοίξει η πόρτα του και να τους δω αυτοπροσώπως, μην τους λυπάσαι, γιατί αποφεύγω να τους δω. Πρόκειται, συνήθως, για ανθρώπους, που σ’ αυτούς η υπογραφή μου μπορεί να δώσει εκατομμύρια, ενώ σε μένα αρνητική προβολή σε πρωτοσέλιδα εφημερίδων. Σ’ αυτή την τακτική, μάλλον, οφείλεται κι αυτό, που του αποδίδεται, δηλ. «στου κωφού την πόρτα, πάρε την πόρτα και φύγε».
Όταν κέρδισα την εμπιστοσύνη του και τον ρώτησα κάποια μέρα, γιατί δε βρήκε ένα άλλο σύνθημα να προβάλλει σε κεντρική θέση στο γραφείο του και όχι αυτό, που παραφράζοντας έλεγε να «φοβάσαι αυτούς, που ευεργετήθηκαν από εσένα», μου απάντησε• δε θα περάσει πολύς καιρούς δίπλα μου και θα καταλάβεις το γιατί. Και πράγματι, κάποια στιγμή το κατάλαβα.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να προσθέσω ότι ένας χρόνος δίπλα του χωρίς οικονομικό κίνητρο και χωρίς προπάντων την οικογένειά μου μαζί μου ήταν για μένα βαρύ το τίμημα. Αλλά χαλάλι του άξιζε τον κόπο. Άλλωστε, παρά τις προσπάθειες περί του αντιθέτου δεν κατάφερε να μου αλλάξει τη συνδικαλιστική μου ματιά, που τον ενοχλούσε, ούτε να με κρατήσει κοντά του και να στερηθώ την αίθουσα διδασκαλίας. Ο Θεός να τον έχει καλά.