Του Κώστα Γιαννούλα
Αν εξαιρέσουμε το 1989, που είχαμε κυβερνητική αστάθεια και κυβερνήσεις συνεργασίας, απ’ το 1974 μέχρι και τις πρόσφατες εθνικές εκλογές, επί 37 δηλ. συναπτά έτη, ο δικομματισμός, βοηθούντων και των εκλογικών νόμων, θριάμβευσε στη χώρα μας με την εναλλαγή στην εξουσία δύο κομμάτων της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ.
Άντεξε τόσα χρόνια, κατά την άποψή μου, και γιατί κατά τη μακροχρόνια αυτή περίοδο σημειώνονταν σταδιακά στον τόπο μας σημαντικά επιτεύγματα, όπως π.χ. η αποκατάσταση της Δημοκρατίας, η αναγνώριση της εθνικής αντίστασης, η πολιτική σταθερότητα, καθώς και η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή αρχικά και Νομισματική κατόπιν Ενωση, Τα επιτεύγματα αυτά συνεπικουρούμενα από την υποσχεσιολογία, την παροχολογία, τη ρουσφετολογία και το βόλεμα ημετέρων δημιουργούσαν, συνεχώς και με τον ένα ή άλλον τρόπο, προοπτική και ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο• γι’ αυτό και ο δικομματισμός κατάφερε να μακροημερεύσει.
Προϊόντος του χρόνου, όμως, έγιναν κατά την περίοδο αυτή και πάρα πολλά λάθη και παραλείψεις σ’ όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής και κυρίως σ’ αυτούς της οικονομίας, της δημόσιας διοίκησης και των εργασιακών σχέσεων με αποκορύφωμα την προσφυγή της χώρας στο ΔΝΤ και τις συνέπειές της, που έκαναν την πλειοψηφία του λαού στις 6 Μαΐου να πει με εκκωφαντικό τρόπο στο γνωστό δίδυμο του δικομματισμού, ως εδώ και μη παρέκει, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Στην εξέλιξη αυτή εκτός των άλλων συνέβαλε, κατά την άποψή μου, και το γεγονός ότι όλα αυτά τα χρόνια με ευθύνη κυρίως της αριστεράς η συντριπτική πλειοψηφία του λαού συνήθισε να ζει καπιταλιστικά αλλά να σκέπτεται και να αντιδρά σοσιαλιστικά, εξ ου και, όπως δείχνουν τα εκλογικά αποτελέσματα και οι δημοσκοπήσεις, επιθυμεί μεν την παραμονή στην Ε.Ε. και στο ευρώ αλλά όχι τα επαχθή μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις, καρποί της υπερκατανάλωσης και του υπερδανεισμού του, η μονομερής καταγγελία των οποίων σημαίνει, όπως επιμένουν οι δανειστές μας, έξοδο απ’ την Ε.Ε. και το ευρώ και επιστροφή στη δραχμή.
Σήμερα, ενόψει των νέων εθνικών εκλογών της 17ης Ιουνίου και με βάση τα αποτελέσματα αυτών της 6ης Μαΐου, το σκηνικό, που επιχειρείται να στηθεί, θυμίζει σε γενικές γραμμές σκηνικό εκλογών Οκτωβρίου 1981 με μια ουσιαστική, ωστόσο, διαφορά το δίπολο δεν αποτελούν πλέον η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, αλλά η Ν.Δ. και ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Όλα τα άλλα, λίγο ως πολύ, μοιάζουν επαναλαμβανόμενα.
Το διακύβευμα, φερ’ ειπείν, των νέων εκλογών είναι, όπως και τότε, η παραμονή ή όχι της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού η Ν.Δ., ο ένας απ’ τους δύο πόλους και πρώτη δύναμη, διεκδικεί και πάλι την εξουσία προσαρμόζοντας με ρεαλιστικό τρόπο την πολιτική της στα δεδομένα, υποσχόμενη επαναδιαπραγμάτευση και κάνοντας ό,τι περνά απ’ το χέρι της προκειμένου να διευρύνει την εκλογική της βάση με βασικό ζητούμενο την παραμονή.
Ο ΣΥ.ΡΙΖΑ., απ’ την άλλη, νεοανερχόμενη δύναμη με αιχμή του δόρατός του τη μονομερή καταγγελία και ακύρωση του μνημονίου θέτει σε κίνδυνο την παραμονή μας αυτή, μια που όλο το φάσμα των Ευρωπαίων διαμηνύει σε υψηλούς τόνους, ότι κάτι τέτοιο σημαίνει έξοδο απ’ την Ε.Ε. και το ευρώ. Κάνει, δηλ., ο ΣΥ.ΡΙΖΑ. ό,τι έκανε εκείνη την εποχή το ΠΑΣΟΚ, που με βασικό σύνθημα εκείνο το περίφημο «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο καταγγελίας των συνθηκών και εξόδου της χώρας απ’ αυτά.
Το ΠΑΣΟΚ είχε, επίσης, για αρχηγό του, τότε, έναν ομολογουμένως χαρισματικό ηγέτη τον Ανδρέα Παπανδρέου, που εκμεταλλευόμενος τα προβλήματα και τις επιθυμίες του λαού, υποσχόμενος την ικανοποίησή τους και καλύτερες μέρες και με όπλα του την καταγγελιολογία, το κατακεραύνωμα των αντιπάλων, τη συνθηματολογία, τη διγλωσσία, την ακατάσχετη υποσχεσιολογία και το χάιδεμα αυτιών του λαού, που δημιουργούσαν προσδοκίες, κατάφερε ξεπουπουλιάζοντας την αριστερά και όχι μόνο να δει σε διάστημα, όμως, επτά ετών τα ποσοστά του κόμματός του να εκτινάσσονται στα ύψη και να νικήσει τον Καραμανλή.
Εκμεταλλευόμενος τα αδιέξοδα και την οργή εκατοντάδων χιλιάδων ανέργων και νεολαίας κάτι ανάλογο και με ίδια πολλά όπλα επιχειρεί να πετύχει σήμερα και ο ΣΥ.ΡΙΖΑ. με αρχηγό του τον επίσης χαρισματικό κ. Τσίπρα αλλά σε πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα και με μικρότερη εμπειρία και ετοιμότητα, προκειμένου να πάρει τις εξελίξεις στα χέρια του. Το αν θα τα καταφέρει ή όχι είναι ζητούμενο και ο λαός θα κρίνει στις 17 Ιουνίου.
Ωστόσο, επειδή όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι επί Παπανδρέου, που είχε βάλει ως σκοπό την κατάληψη της εξουσίας με κάθε τρόπο, τελικά ούτε συμφωνίες καταγγείλαμε, ούτε απ’ την ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ φύγαμε, ούτε κράτος σε στέρεες βάσεις συγκροτήσαμε, ούτε πλην χρυσοκανθάρων και επιτηδείων έφαγε ο λαός με χρυσά κουτάλια παρά τη μεγάλη εισροή ευρωπαϊκών κεφαλαίων και δανείων και τους μαζικούς διορισμούς ημετέρων στο δημόσιο. Αν, μάλιστα, λάβουμε υπόψη και τις ευθύνες της Νέας Δημοκρατίας, καθώς και τους μαξιμαλιστικούς στόχους και διεκδικήσεις του συνδικαλιστικού κινήματος και της αριστερής αντιπολίτευσης, μπορούμε να καταλάβουμε, πώς φθάσαμε στα σημερινά αδιέξοδα.
Δεν πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε, αν δεν είμαστε αιθεροβάμονες, ότι, ανεξαρτήτως ποιος έχει μεγαλύτερη ή μικρότερη ευθύνη για την κατάσταση, που βιώνουμε, τον λογαριασμό, που δημιούργησε η χώρα μας δανειζόμενη κατά καιρούς, ούτως ή άλλως και ανεξαρτήτως αν αυτό αρέσει ή δεν αρέσει θα τον πληρώσουμε είτε παραμείνουμε στην Ε.Ε. και στο ευρώ, είτε μας διώξουν. Επιβάλλεται, γι’ αυτό, να μας πουν συγκεκριμένα και με σαφήνεια όλοι οι μνηστήρες του θρόνου, πώς σκέπτονται να οργανώσουν το κράτος και από πού θα βρούνε τα χρήματα για την αποπληρωμή των υποχρεώσεων, γιατί το να συνεχίσουμε να πασοκίζουμε, όπως τον παλιό καλό καιρό, σίγουρα και δεν είναι λύση.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες ο λαός στις προσεχείς εκλογές θα ενισχύσει ή θα αποδυναμώσει το νέο δίπολο και προς ποια κατεύθυνση ή θα πράξει κάτι διαφορετικό; Σε λίγες μέρες θα το γνωρίζουμε.
Για να δούμε, λοιπόν, τι θα δούμε! Θα έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον για το μέλλον του λαού και του τόπου.