Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Βεβαίως, πέρα κι έξω από τα παιχνίδια που παίχτηκαν, παίζονται και θα παιχθούν τις επόμενες εβδομάδες, από όλες τις πλευρές, υπάρχει και η σκληρή πραγματικότητα, την οποία κάνει λάθος ο ΣΥΡΙΖΑ που την υποτιμά και η οποία συντίθεται από τις δυσμενέστατες εξελίξεις στα οικονομικά της Ελλάδος και φυσικά από την τρομοκρατία που άσκησε και ασκεί ο διεθνής παράγων, δηλαδή οι δανειστές, προκειμένου να συνεχισθεί απρόσκοπτα η μνημονιακή πολιτική της λιτότητας.
«Ο κίνδυνος είναι πραγματικός, σας το λέω μετά λόγου γνώσεως», τόνισε στην, υπό την Προεδρία του, σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών ο Πρόεδρος Παπούλιας, ο οποίος στήριζε τους λόγους του αφενός μεν σε ένα non paper το οποίο του είχε δώσει (για προσωπική του ενημέρωση) ο Λουκάς Παπαδήμος, αφετέρου δε στην ενημέρωση την οποία είχε συνομιλώντας με τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως Χέρμαν Βαν Ρόμπαϊ και τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς, ως εκφραστές του διεθνούς (ευρωπαϊκού) παράγοντος.
Δηλαδή, σε ό,τι αφορά στα οικονομικά της χώρας, ο Πρόεδρος τόνισε ότι υπάρχει κίνδυνος καταρρεύσεως του τραπεζικού συστήματος, αν συνεχιστούν οι αποσύρσεις καταθέσεων από τις τράπεζες «λόγω της ανασφάλειας που γεννά στους πολίτες η πολιτική κατάσταση» (και της κινδυνολογίας από πολιτικές και άλλες δυνάμεις) και, σύμφωνα με το σημείωμα του Λ. Παπαδήμου, ότι είναι πιθανό να υπάρξουν σημαντικές δυσκολίες στην κάλυψη των ταμειακών αναγκών του Ιουνίου.
Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι μεγάλες αποσύρσεις καταθέσεων έχουν γίνει κατά κύριο λόγο από μεγαλοκαταθέτες, ότι οι δανειστές, εκβιάζοντας ανοιχτά την ελλαδική πολιτική τάξη προκειμένου να συναινέσει στο σχηματισμό «μνημονιακής κυβερνήσεως», περιέκοψαν κατά 1 δισ. ευρώ τη δόση του Μαΐου.
Είναι δε γνωστό ότι, ούτως ή άλλως, οι εκλογές επιτείνουν τα φαινόμενα υστερήσεως των φορολογικών εσόδων, που, ήδη, έχουν καταγραφεί, καθώς αδρανούν οι κρατικοί μηχανισμοί, ενώ οι φορολογούμενοι είναι απρόθυμοι να πληρώσουν.
ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ
Ορισμένοι αναλυτές ισχυρίζονται ότι η επιχείρηση τρομοκρατήσεως του ελληνικού λαού και της ελλαδικής πολιτικής τάξεως από τους δανειστές, με την απειλή εξόδου της Ελλάδος από τη ζώνη του ευρώ και επιστροφής της χώρας στη δραχμή, αν δεν συνεχισθεί η πολιτική λιτότητας (έστω και αν είναι κοινώς παραδεκτό ότι έχει αποτύχει παταγωδώς) είναι πιθανόν να λειτουργήσει υπέρ της δυναμικής που φαίνεται να έχει αποκτήσει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Οι συνεχείς δηλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων, με κορυφαία την περίπτωση του Γερμανού υπουργού των Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που απειλούν τους πολίτες ότι αν επιλέξουν διά της ψήφου τους, να τροποποιήσουν ή να ακυρώσουν το Μνημόνιο, θα κόψουν τις πιστώσεις προς την Ελλάδα, πετυχαίνουν, σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές, το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από εκείνο που επιδιώκουν.
Και τούτο διότι ο άνεργος, ο απλήρωτος εργαζόμενος, ο έμπορος που έκλεισε με λουκέτο το κατάστημά του ή αυτός που ετοιμάζεται να το κλείσει, δεν τρομοκρατείται από τέτοιες απειλές ή πιθανόν και να μην τις πιστεύει.
Οι περισσότεροι εκ των δανειστών ή των εκπροσώπων τους, πλην, ίσως, του αποχωρούντος από την ηγεσία του Eurogroup Ζαν Κλωντ Γιούνκερ, που «έπαιζε το ρόλο του καλού», συνεχίζουν να απειλούν την Ελλάδα πως αν δεν υποχωρήσει θα εκδιωχθεί από τη ζώνη του ευρώ, αν και γνωρίζουν πως αν συμβεί αυτό τότε, όπως σημείωσε ο Ιταλός πρώην πρωθυπουργός Ρομάνο Πρόντι και όχι μόνο, θα αρχίσει να καταρρέει ολόκληρη η ευρωζώνη.
Η δε επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ επισήμανε πως μια έξοδος της Ελλάδος από το ευρώ «θα είναι μια εξαιρετικά δαπανηρή και σκληρή εξέλιξη όχι μόνο για την Ελλάδα».
Εξ άλλου, σε συζήτηση στις ΗΠΑ, για την ελληνική και την ευρωπαϊκή κρίση, με επιφανείς δημοσιογράφους οικονομικών εφημερίδων και τηλεοπτικών δικτύων και διακεκριμένους οικονομολόγους, δεν αναδείχτηκε η απειλή για ενδεχόμενη αποχώρηση ή εκδίωξη της Ελλάδος από την Ευρωζώνη και κανένας από τους ομιλητές δεν είπε ότι βλέπει να υπάρχει μια τέτοια εξέλιξη, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον.
Η αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal απέδωσε βαριές ευθύνες στη Γερμανία, επειδή «επέβαλλε ένα μη ρεαλιστικό πρόγραμμα στην Ελλάδα, το οποίο υποτίθεται ότι θα οδηγούσε σε ανάκαμψη, ενώ εφαρμοζόταν δρακόντεια λιτότητα», φυσικά δε και ευθύνες στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, το οποίο δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να κάνει μεταρρυθμίσεις, αλλά και στην έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ της Ελλάδας και των δανειστών της.
Ας σημειωθεί, όμως, ότι η Καγκελάριος Μέρκελ, η οποία έχασε στις τοπικές εκλογές στη Ρηνανία – Βεστφαλία ίσως να μαλακώσει τη στάση της έναντι της Ελλάδος, καθώς εμφανίσθηκε, μετά τη συνάντησή της με τον πρόεδρο της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ, να ζητεί μεν να εφαρμοστεί το Μνημόνιο, αλλά ταυτόχρονα εξετάζει κινήσεις για την τόνωση της ελληνικής οικονομίας και την παραμονή της στο ευρώ. Και δεν είναι τυχαίο πως τηλεφώνησε σχετικώς και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια.
Ο δε επικεφαλής του Eurogroup Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να εξεταστεί το ζήτημα χρονικής παρατάσεως για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος της Ελλάδας στο όριο του 3%, χαρακτήρισε ανοησίες τα περί εξόδου της χώρας από το ευρώ, αν και, όπως ήταν φυσικό, έσπευσε να προσθέσει, ότι το Μνημόνιο «δεν αναμένεται να τροποποιηθεί στις βασικές του κατευθύνσεις».
ΤΟ ΨΕΥΔΕΣ ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ
Παρά το γεγονός ότι ο μεν ΣΥΡΙΖΑ (όπως δήλωσε ο Αλέξης Τσίπρας στο CNN και το BBC) δεν θέλει την έξοδο από το ευρώ, οι δε πολίτες της Ελλάδος έχουν ταχθεί στη συντριπτική του πλειονοψηφία υπέρ της παραμονής στην ευρωζώνη, εντούτοις (και αυτό είναι ενδεικτικό της έντονης ανησυχίας που υπάρχει στην Ευρώπη, ενόψει του ενδεχομένου και οι νέες εκλογές να μην δώσουν την απάντηση, που θα ήθελαν οι δανειστές, δηλαδή τη συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής) η ευρωπαϊκή και η εγχώρια ελίτ, επιχειρεί να προβάλλει ως διακύβευμα των προσεχών εκλογών το ψευδεπίγραφο δίλημμα «ευρώ ή δραχμή».
Δεν είναι τυχαίο και αυτό θα του δούμε να εξελίσσεται μετ’ επιτάσεως το επόμενο διάστημα και από τα ελληνικά ΜΜΕ, ότι το σύνολο των γερμανικών μέσων αποδίδει στις εκλογές «δημοψηφισματικό» χαρακτήρα για την παραμονή ή όχι της Ελλάδας στην Ευρωζώνη.
Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθούν και ορισμένες (ουσιαστικές ή μη, μένει να φανεί) αναδιπλώσεις Ευρωπαίων αξιωματούχων, οι οποίοι, όπως η αυστριακή υπουργός των οικονομικών Μαρία Φέκτερ, τη μία ημέρα απειλούν την Ελλάδα με εκδίωξη από το ευρώ και την άλλη δηλώνουν πως «δεν έχουμε ξεγράψει ακόμη την Ελλάδα» και πως «δεν βρισκόμαστε εδώ για να προκαλούμε κρατικές πτωχεύσεις».
Είναι προφανές ότι στον ευρωπαϊκό χώρο βρίσκονται σε εξέλιξη διεργασίες, μετά την εκλογή του Φρανσουά Ολάντ στη Γαλλία, την ήττα της Καγκελαρίου Μέρκελ στη Βεστφαλία – Ρηνανία, την πολιτική κατάσταση στην Ολλανδία και το εκρηκτικό τοπίο στην Ιβηρική Χερσόνησο, διεργασίες που, σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, ενισχύουν την προβληματική ότι δεν μπορεί να συνεχιστεί η πολιτική της λιτότητας.
Ωστόσο, εκτιμάται από τους αναλυτές ότι αν ΣΥΡΙΖΑ συνεχίσει με την ίδια κοινωνική δυναμική στις προσεχείς εκλογές και κατορθώσει (ξεπερνώντας δομικές αντιφάσεις εντός του, την πολυγλωσσία των στελεχών του και τις ασάφειες στο πρόγραμμά του) να αποτελέσει το κρισιμότερο κομμάτι ενός μετεκλογικού κυβερνητικού παζλ, αλλά αποτύχει να υλοποιήσει θεμελιώδεις υποσχέσεις του, τότε θα υποστεί συνολικά η Αριστερά μια στρατηγική ήττα.
Και κάτι τέτοιο θα οδηγήσει σε νέα απογοήτευση της κοινωνίας, σε νέα δεινά για τους πολίτες και στην ανάδειξη φαινομένων, τα οποία η Ευρώπη και η Ελλάδα τα έχουν ζήσει και στο Μεσοπόλεμο και τα οποία δεν θα ήθελαν να ξαναζήσουν.