Του Φίλιππου Ζάχαρη (phil.zaharis@gmail.com)
Το μετεκλογικό τοπίο παραμένει θολό μετά τα αποτελέσματα της Κυριακής. Αν εξαιρέσει κανείς την πριμοδότηση του ΣΥΡΙΖΑ - που ήταν όντως θεαματική - και προέρχεται βασικά σε μεγάλο μέρος από τη δεξαμενή των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, την περίπου αναμενόμενη διαφυγή των ψήφων από τη ΝΔ στους Ανεξάρτητους Έλληνες και του ΛΑΟΣ στη Χρυσή Αυγή, το γεγονός ότι το πρώτο κόμμα αναδεικνύεται όχι η ΝΔ αλλά οι ψήφοι στα μικρότερα κόμματα και η αποχή, καταδεικνύει πως η μνημονιακή πολιτική απέτυχε παταγωδώς σε όλα τα επίπεδα. Η είσοδος, από την άλλη, των νεοναζιστών στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, ένα φαινόμενο που σωστά αναδεικνύουν σημειολογικά τα γερμανικά ΜΜΕ με τον τίτλο «πώς είναι δυνατόν στη χώρα που επέδραμαν οι Ναζί, να υπάρχουν νοσταλγοί τους σε ποσοστό 7%;», αναμένεται να προκαλέσει σεισμό στα πολιτικά πράγματα της χώρας, αφού κατέστη δυνατό να προκύψει μια νέα ακροδεξιά οργάνωση με 22 βουλευτές, αυτή τη φορά εξόχως ακραία και επικίνδυνη για τις ατομικές ελευθερίες. Σε αυτό το φαινόμενο θα εστιάσω μέρος από το σημερινό μου άρθρο. Πέρασαν λοιπόν πολλές δεκαετίες, ιδιαίτερα σκληρές για τη χώρα, και το σύστημα που εξέθρεψε τον νεοπλουτισμό σε όλα τα επίπεδα από τη χούντα και μετά (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επί χούντας - που πολλοί πλέον ξεχνούν με την άνοδο του νεοφασισμού – δεν συνέβησαν σημεία και τέρατα), οδήγησε στη ραγδαία αύξηση των ποσοστών της ακροδεξιάς που πάντα εμφανίζεται σε περιπτώσεις κλυδωνισμού της κοινοβουλευτικής αστικής Δημοκρατίας, εκμεταλλευόμενη δεόντως τα κενά στην άσκηση της πολιτικής αλλά και την απουσία σοβαρού δημοκρατικού λόγου. Πέρασαν τόσα πολλά χρόνια για να φτάσει η πολιτική για το μεταναστευτικό – προεξάρχοντος του απίθανου Χρυσοχοΐδη – να στρώσει το χαλί στους νοσταλγούς του Χίτλερ που πλέον παρελαύνουν με χαρακτηριστική άνεση στα έδρανα του Κοινοβουλίου. Χωρίς να θέλω να μειώσω την πριμοδότηση του ΣΥΡΙΖΑ, που δημιουργεί νέα δεδομένα στην πολιτική, δεν μπορώ παρά να μην εκφράσω τη βαθύτατή μου ανησυχία για τη στροφή ενός πολύ μεγάλου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας προς τον εθνικισμό, τον όψιμο πατριωτισμό και τον νεοφασισμό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις εξελίξεις στα πολιτικά πράγματα. Αυτού του είδους η ραγδαία αύξηση αλλάζει τα δεδομένα και τους συσχετισμούς. Η δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, κινδυνεύει να παραμείνει στο περιθώριο από τη στιγμή που δεν πιάνει τόπο η πρότασή του περί κυβερνώσας Αριστεράς. Πιθανολογώ λοιπόν ότι μάλλον απ΄ ό,τι φαίνεται ως τώρα πάμε για νέες εκλογές, αν δεν προκύψει κάτι εντυπωσιακά μεγάλο που θα ανατρέψει τα ως τώρα δεδομένα. Όσο και αν ο Αντώνης Σαμαράς προσπαθεί να αναπροσαρμόζει τον αντιμνημονιακό χαρακτήρα στην πρότασή του για κυβέρνηση εθνικής συνεργασίας, προκειμένου να δελεάσει τον Καμμένο και τη ΔΗΜΑΡ, η προσπάθειά του αναμένεται να πέσει στο κενό καθώς υπάρχουν συγκεκριμένες δεσμεύσεις των εν λόγω κομμάτων προς τους ψηφοφόρους τους. Η οριακή πλειοψηφία ΠΑΣΟΚ και ΝΔ δεν επιτυγχάνεται, αλλά ακόμη και αν αυτό γινόταν η θητεία της κυβέρνησης αυτής θα ήταν μετρημένη στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ας επιστρέψω όμως στο φαινόμενο της Χρυσής Αυγής. Είχα προειδοποιήσει στο τελευταίο μου άρθρο ότι ο ήχος της μπότας είναι ηχηρός. Είχα επισημάνει πως οι ομάδες αυτές εκμεταλλεύονται τα ολισθήματα των κομμάτων του Κοινοβουλίου, ποντάροντας στην απελπισία των ανθρώπων, ειδικότερα στις φτωχογειτονιές. Το 7% που κατέγραψε προέρχεται από τη χουλιγκανοποίηση και το ρατσιστικό μένος ενός διόλου ευκαταφρόνητου ποσοστού των Ελλήνων πολιτών ή στη διάχυτη και καλά προετοιμασμένη αίσθηση σε μεγάλο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού ότι πρέπει να φύγουν οι ξένοι «για να καθαρίσει ο τόπος». Η ψήφος στη Χρυσή Αυγή ήταν ψήφος που δόθηκε με κριτήρια φανατικής ελληνοπρέπειας και ακραιφνούς υπερπατριωτισμού που φρόντισαν άλλα κόμματα να προϊδεάσουν, μηδέ του ΠΑΣΟΚ εξαιρουμένου. Δεν υπάρχει λοιπόν καμία αμφιβολία ότι πέρα από την επικοινωνιακή νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, ο επόμενος νικητής των εκλογών ήταν η ακροδεξιά. Εκεί θα πρέπει, κατά την γνώμη μου να επικεντρώσουν το ενδιαφέρον τους οι κάθε λογής εμπειρογνώμονες και όχι στο κατά πόσο θα υπάρξει ή όχι κυβέρνηση τις επόμενες ημέρες. Γιατί κυβέρνηση - και δη οικουμενική - μάλλον θα υπάρξει, καθώς οι πληροφορίες μου λένε πως τα κομματικά επιτελεία προετοιμάζονται πυρετωδώς για αυτό το ενδεχόμενο. Το μπαλάκι το έριξε ήδη ο Ευάγγελος Βενιζέλος, σε μια προσπάθειά του την ύστατη στιγμή να πει πως χωρίς ΠΑΣΟΚ η προαναφερόμενη κυβέρνηση δεν είναι εφικτή. Η ΝΔ, λοιπόν, βρίσκεται σε σαφώς δυσχερέστερη θέση καθώς ούτε αυτοδυναμία έχει, ούτε της βγαίνει κατάλληλη συνεργασία εκ δεξιών. Και με δεδομένο ότι δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να στιγματιστεί από πιθανότητα συνεργασίας με την ακροδεξιά ούτε να παρακαλέσει αυτόν που αποκαλεί τον αρχηγό της «δοσίλογο», το παιχνίδι μετατοπίζεται στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, με δεδομένο ότι οι προσπάθειες του ΣΥΡΙΖΑ για κυβερνώσα Αριστερά θα αποβούν το πιθανότερο άκαρπες, γιατί όχι μόνο δεν βγαίνουν οι έδρες αθροιστικά, άλλα έχουν στερέψει και οι «αποστασίες». Με λίγα λόγια, φίλες και φίλοι, αν όπως ξαναείπα δεν προκύψει κάτι το συγκλονιστικό, μάλλον οδεύουμε προς νέα εκλογική αναμέτρηση. Θα πρέπει όλοι να σκεφθούν τα αποτελέσματα των εκλογών αυτών. Θα πρέπει να σταθμίσουν τα υπέρ και τα κατά της ετυμηγορίας του ελληνικού λαού. Αλλά πάνω απ΄ όλα θα πρέπει να ζυγιάσουν τις αντιδράσεις από τους Ευρωπαίους εταίρους όχι μόνο στην τραγική πριμοδότηση της ακροδεξιάς αλλά στα αναμενόμενα εκβιαστικά μηνύματα για την καταβολή ή μη της δανειακής δόσης. Εν ολίγοις, τα πράγματα περιπλέκονται σοβαρά και τίποτε δεν παραπέμπει σε πολιτική σταθερότητα. Με δεδομένο μάλιστα ότι έχουμε και ένα ποσοστό της Αριστεράς που μάλλον δεν μπορεί να αξιοποιηθεί κατάλληλα. Οι πληροφορίες όμως καταφθάνουν η μία μετά την άλλη. Όλες συγκλίνουν στο εύθραυστο του πολιτικού συστήματος. Και αποκαλύπτουν ότι πέρα από τα μεγάλα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ και της ακροδεξιάς, τον αναμενόμενο καταποντισμό του ΠΑΣΟΚ και την αδύναμη πρωτοπορία της ΝΔ, το πρώτο κόμμα ήταν η αποχή μαζί με τους ψήφους προς τα άλλα μικρότερα κόμματα. Σημαίνει κάτι αυτό; Απαντώ: πολλά. Αυτά, που αν δεν τα αντιληφθούν έγκαιρα και τα αποκρυπτογραφήσουν οι κομματικοί εμπειρογνώμονες, το παιχνίδι της αστικής Δημοκρατίας μπαίνει σε σοβαρές περιπέτειες.