* Από τον Δούκα Γραβάνη
Καθ’ οδόν προς τις εκλογές τα δύο κόμματα εξουσίας μονοπωλούν, με τον δικό του τρόπο το καθένα, μία συγκεκριμένη έννοια: την αυτοδυναμία.
Το ΠΑΣΟΚ, όπως εκφράζεται μέσα από τον βερμπαλισμό του αρχηγού του, στο πλαίσιο μιας επιφανειακής πολιτικής μεταμέλειας για τα διαχρονικά πεπραγμένα του, μιας περίπου εξαναγκασμένης αυτοκριτικής λόγω των χαμηλών δημοσκοπικών του επιδόσεων, αλλά και μιας ταχείας «αυτό-άφεσης» (βλ. «Αρχίζουμε»), έχει υποστείλει μερικώς την κομματική του σημαία, φιλοτεχνώντας αντ’ αυτής το προφίλ του εγγυητή της σταθερότητας και της εθνικής αυτοδυναμίας. Έχοντας ως βάση τις δημοσκοπήσεις που απηχούν τη γενικότερη πολιτική απαξίωση, μεταστρέφει την πολιτική του φρασεολογία ποντάροντας σε μια υπερκομματική συνθηματολογία που αποκρυσταλλώνεται στο μότο της «αυτοδύναμης Ελλάδας». Γνωρίζοντας την αυταρέσκεια Βενιζέλου, το πολιτικό λίφτινγκ που επιχειρεί, ανάγοντας το πατριωτικό υπεράνω του κομματικού και προσωπικού συμφέροντος, είναι ακόμα ένα στρατήγημα ώστε να φανεί αφενός ρεαλιστής, και αφετέρου ανιδιοτελής (βλ. την τακτική, στα όρια του εξορκισμού, επανάληψη της φράσης «εγώ δεν έβαλα τα προσόντα μου στον τόκο»). Το ΠΑΣΟΚ διατείνεται πως, αφήνοντας κατά μέρος τους κομματικούς εγωισμούς και τις προσωπικές φιλοδοξίες των στελεχών του, προωθεί την ιδέα της αυτοδύναμης Ελλάδας επιδιώκοντας ευρύτερες συγκλίσεις. Δυστυχώς δεν πείθει ως προς τις προθέσεις του. Και τούτο γιατί απλώς χρησιμοποιεί, και μάλιστα ανενδοίαστα, το πρόσχημα της «αυτοδύναμης Ελλάδας» (τη στιγμή που το ίδιο υποθήκευσε σημαντικό μέρος της αυτοκυριαρχίας της χώρας μέσω του υπέρογκου και τοκογλυφικού δανεισμού), ώστε να δείξει πως συμβαδίζει με τα αιτήματα της κοινωνίας που ομολογουμένως δείχνει ώριμη για κυβερνήσεις συνασπισμού κομμάτων. Δίχως να μπορεί να δώσει σαφές περιεχόμενο στον όρο «εθνική αυτοδυναμία», τον χρησιμοποιεί με τον ίδιο πολιτικαντισμό που χρησιμοποίησε ο Σημίτης όταν εισήγαγε στην πολιτική φρασεολογία τον «Εκσυγχρονισμό», ή ο Καραμανλής την «Επανίδρυση του Κράτους»- γενικόλογα, και χωρίς να μπορεί να τον ορίσει. Κάτι τέτοιο εκτός από αφελές δείχνει και άηθες μιας και αυτού του είδους η ρητορική εκμεταλλεύεται τη δεδομένη εκλογική συγκυρία για να εμφανιστεί ένα ΠΑΣΟΚ ενωτικό, πατριωτικό και με υψηλό αίσθημα εθνικής ευθύνης, λες και αυτά δεν αποτελούν αυτονόητες αξίες ενός φορέα εξουσίας, λες και το ΠΑΣΟΚ συστήνεται στον πολίτη για πρώτη φορά. Ο τύποις παραγκωνισμός του κομματικού συμφέροντος προς όφελος του εθνικού, μοιάζει με εκείνη τη διπλωματική απάντηση πολλών παραγόντων του ποδοσφαίρου που σε έναν τελικό ποτέ δεν εύχονται να κερδίσει η μια ή η άλλη ομάδα, μα συμφιλιωτικοί και, φευ, διόλου εμπαθείς, εύχονται να κερδίσει το ποδόσφαιρο! Κάτι που ακούγεται πολύ κομψό και χαϊδεύει όμορφα τ’ αυτιά, μα δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα ευχολόγιο από ανθρώπους που λίγο ως πολύ είναι συνυπεύθυνοι για την κατάντια του. Το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να μας πείσει ότι δεν είναι ΠΑΣΟΚ αλλά... Εθνική Ελλάδος!
Η ΝΔ και ο αρχηγός της από την άλλη, παραμένουν αγκυλωμένοι στο πάγιο αίτημά τους για καθαρή λαϊκή εντολή. «Δώστε μου καθαρή εντολή για να μπορώ να διαπραγματευθώ στις Βρυξέλλες», λέει ο Σαμαράς προωθώντας λαίμαργα την ανάγκη της πρωθυπουργίας του. Για τον Σαμαρά, το όραμα της αυτοδύναμης Ελλάδας έχει ως αναγκαία προϋπόθεση την αυτοδυναμία της ΝΔ. Ως προς τούτο, ούτε αυτός δεν πείθει. Γιατί χρησιμοποιεί το αίτημα για αυτοδυναμία εξαρχής εκβιαστικά, επικαλούμενος ακυβερνησία και επανάληψη εκλογών στην αντίθετη περίπτωση. Ακόμη, δείχνει να μην αφουγκράζεται την απροθυμία της κοινωνίας που φέρεται να έχει διαρρήξει τους δεσμούς της με το διπολισμό. Αν ο Παπανδρέου κέρδισε τις εκλογές του 2009 με εκείνο το περιβόητο κι αυθαίρετο «λεφτά υπάρχουν», μοιάζει ο Σαμαράς να προσπαθεί να κερδίσει αυτές τις εκλογές μέσω μιας αυθάδους αντιστροφής του: δώστε μου την αυτοδυναμία γιατί λεφτά δεν υπάρχουν για άλλες εκλογές που όμως, αν δεν μου δώσετε αυτοδυναμία, θα αναγκαστώ να κάνω. Δεν γνωρίζω τι περιμένει να προσπορίσει μέσω αυτής της τακτικής ο αρχηγός του κόμματος της ΝΔ. Ίσως τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση, μέσω της γνωστής τακτικής των μαθητών «διάβαζε για 20 για να γράψεις 18»... Όπερ μεθερμηνευόμενο «ζητώ αυτοδυναμία για να έχω όσο το δυνατόν πιο αυξημένα ποσοστά». Τούτο το τερτίπι, αν και ίσως σύνηθες για έναν κομματικό μηχανισμό που επιδιώκει την εξουσία, δεν παύει να λειτουργεί σαν καρότο υποτιμώντας τη νοημοσύνη του εκλογικού σώματος, που μακράν του να είναι γάιδαρος γνωρίζει ότι ανέκαθεν το καρότο πηγαίνει τάλε κουάλε με το μαστίγιο...
Στις επερχόμενες εκλογές της 6ης Μαΐου μοιάζει σαν κάτι να έχει αυτονομηθεί, σαν κάτι να έχει αφαιρεθεί από το περιεχόμενο της ψήφου μας. Και τούτο φαίνεται να είναι η συλλογική μας ικανότητα να αλλάξουμε τη μοίρα μας. Γνωρίζοντας τις δεσμεύσεις της χώρας στα Μνημόνια για την άμεση και απρόσκοπτη εφαρμογή τους, η οικονομική και δημοσιονομική πορεία της Ελλάδας μοιάζει προδικασμένη. Τα κόμματα εξουσίας που ζητούν την ψήφο του πολίτη υποθήκευσαν το καίριο νόημα της ψήφου, την επιλογή φορέα χάραξης εγχώριας και εξωτερικής πολιτικής, αφήνοντάς της μόνο ένα άυλο και συμβολικό νόημα δημοκρατίας. Άλλωστε και κατά τα λεγόμενα των δύο εγγυητών της εφαρμογής του Μνημονίου (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ) λίγες μόνο διορθωτικού τύπου κινήσεις μπορούν να επιτευχθούν, κι αυτές στο πλαίσιο μιας στοιχειώδους υπεράσπισης των χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων της κοινωνίας. Πόσο αυτοδύναμη μπορεί εντέλει να είναι μια χώρα που η βασική πολιτική της έχει χαραχθεί σε συνθήκες πλήρους πτωχοκρατίας; Πόσο αυτοδύναμο μπορεί να είναι το μέλλον ενός κράτους του οποίου η εσωτερική διαχείριση έχει προκαθοριστεί με ασφυκτική ακρίβεια και με βάση τις επιταγές των δανειστών του; Μέχρι να βρει απάντηση το αυτονόητο αυτό ερώτημα, η λέξη «αυτοδυναμία», όπως κι αν τη μετέρχονται τα δύο κόμματα εξουσίας θα μένει απονευρωμένη, κούφια και κυρίως, απατηλή. Μακράν του να νιώθουμε αυτοδύναμοι, βιώνουμε ολοένα και πιο σκληρά την «εθνική μας μοναξιά», στην οποία μας καταδίκασαν και η οποία από πικρή, καθίσταται σταδιακά ανυπόφορη.
* Ο Δούκας Γραβάνης είναι πολιτικός μηχανικός