Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Η σύλληψη κι ο εγκλεισμός στις φυλακές του Άκη Τσοχατζόπουλου, του αποκληθέντος «Ωραίου Μπρούμελ», του ανθρώπου, ο οποίος, για λίγες ψήφους δεν έγινε πρωθυπουργός της χώρας και ο οποίος, σύμφωνα με τα εισαγγελικά πορίσματα, με περισσή απληστία, φέρεται να έχει κατακλέψει το ελληνικό δημόσιο, προκαλεί ένα ακόμη σοκ και μια νέα ρωγμή στο κλυδωνιζόμενο ελλαδικό πολιτικό σύστημα.
Ο πρώην πανίσχυρος υπουργός των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, το όνομα του οποίου έχει ταυτιστεί στη συλλογική συνείδηση, με το κόμμα που ίδρυσε το 1974 ο Ανδρέας Παπανδρέου, κατηγορείται, με βάση το εισαγγελικό πόρισμα, γιατί «από τις αρχές του έτους 1998 έως και το έτος 2010 συνέστησε και συμμετείχε σε οργάνωση, με σκοπό τη διάπραξη νομιμοποίησης εσόδων προερχομένων από το έγκλημα της παθητικής δωροδοκίας, τελεσθείσας σε βάρος του Δημοσίου...».
Δηλαδή, οι δικαστές (καθώς προηγουμένως οι πολιτικοί , στην αρμόδια Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής, τον είχαν αθωώσει, είτε γιατί δεν κατάφεραν, είτε γιατί δεν ήθελαν, να βρουν τα ενοχοποιητικά στοιχεία) τον κατηγορούν ότι συγκρότησε «οργάνωση», για να ξεπλένει το «μαύρο χρήμα» που εισέπραττε από τις μίζες, τις οποίες φέρεται να ελάμβανε, όταν, ως υπουργός Εθνικής Αμύνης, προωθούσε αγορές οπλικών συστημάτων υποτίθεται για την ενίσχυση της άμυνας της χώρας.
Αγορές τις οποίες πληρώνει ο ελληνικός λαός, όπως πληρώνει και τις μίζες, που φέρεται να ελάμβανε ο πρώην υπουργός, καθώς μάλιστα παραμένουν εν ισχύ οι συμβάσεις προμήθειας εξοπλισμού, οι οποίες είχαν υπογραφεί επί της υπουργίας του «ανθρώπου που ήθελε να γίνει βασιλιάς».
Ο πρώην υπουργός δεν μπορεί να διωχθεί για τα αδικήματα που διέπραξε από τη θέση ευθύνης που κατείχε, γιατί αυτά έχουν παραγραφεί, σύμφωνα με τη νομοθεσία, η οποία κατοχυρώνει την «ασυλία» των πολιτικών, αλλά τώρα διώκεται με βάση τη νομοθεσία για το «πόθεν έσχες» και το ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
«Ο σοσιαλισμός είναι τρόπος ζωής», έλεγε ο Άκης Τσοχατζόπουλος, τότε που δήλωνε σοσιαλιστής, ωστόσο είναι βέβαιο πως με τη στάση ζωής του εξευτέλισε ακόμη και την έννοια της λέξεως σοσιαλισμός, οι δε πρώην σύντροφοί του στο ΠΑΣΟΚ, αυτοί που «έπιναν νερό στο όνομά του», αυτοί, με τους οποίους συναποφάσιζε για το μέλλον της χώρας, αυτοί που σήμερα τον έχουν εγκαταλείψει και κάνουν πως δεν τον ξέρουν, διά των πράξεων και των αποφάσεών τους, δηλαδή διά της βάρβαρης λιτότητας που έχουν επιβάλλει στην κοινωνία, εξευτέλισαν την ουσία του σοσιαλισμού.
Ο άνθρωπος για τον οποίο γράφτηκε πως έκλεψε γιατί «δεν έγινε πρωθυπουργός», σε αντίθεση με τον Μένιο Κουτσόγιωργα, ο οποίος «πουλήθηκε για να γίνει πρωθυπουργός» (και είχε το τέλος που όλοι γνωρίζουμε, ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου) ο άνθρωπος για χάρη του οποίου ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1990, κόντεψε να διαλύσει το ΠΑΣΟΚ στην περίφημη συνεδρίαση στο ξενοδοχείο «Πεντελικόν», είχε μια φιλοσοφία, την οποία πληρώνει σήμερα ο ελληνικός λαός, φιλοσοφία η οποία διακατέχει το αστικό πολιτικό μας σύστημα.
Δεν θυμάμαι την ακριβή χρονολογία, θυμάμαι, όμως, γιατί μου είχε κάνει εντύπωση, αυτό που είχε πει ο Άκης Τσοχατζόπουλος, σε τηλεοπτικό debate, στον ΑΝΤ1, όταν ο δημοσιογράφος Στρατής Λιαρέλλης τον είχε ρωτήσει «από πού θα βρεθούν τα χρήματα» για να υλοποιηθούν οι υποσχέσεις, που έδινε ενόψει της (τότε) προεκλογικής περιόδου: «Η απάντηση είναι απλή. Θα δανειστούμε και θα προχωρήσουμε», είχε δηλώσει τότε, με το γνωστό στομφώδες και περισπούδαστο ύφος του, ο πρώην υπουργός.
Αυτήν ακριβώς τη φιλοσοφία, αυτήν την πολιτική πρακτική, «δανείζομαι, δίνω παροχές στο λαό και συνεπώς εξαγοράζω τη ψήφο του και διαιωνίζω την πελατειακή σχέση», ακολούθησαν τα δύο κόμματα εξουσίας, τα τελευταία 38 χρόνια και καταντήσαμε, ως χώρα και ως κοινωνία, στο σημερινό μας χάλι.
Ο Άκης Τσοχατζόπουλος, ο οποίος οδηγήθηκε στις φυλακές, χωρίς χειροπέδες (σε αντίθεση με άλλους μικροαπατεώνες) έχοντας εμποτιστεί με την αλαζονεία της εξουσίας, φαίνεται ότι πίστευε πως ήταν άτρωτος (σ.σ. με βάση το κατηγορητήριο είναι βέβαιο πως ήταν και άπληστος – δεν έκανε ένα απλό δωράκι στον εαυτό του, σύμφωνα με μια αποδοθείσα στον Α. Παπανδρέου φράση, για κάποιον άλλον μιζαδόρο: «Είπαμε να κάνει ένα δωράκι στον εαυτό του, αλλά όχι κι έτσι...») και φυσικά δεν παραδέχεται ούτε σήμερα ότι «τα άρπαξε χοντρά» (με βάση το εισαγγελικό πόρισμα) κι έτσι για όσα κατηγορείται απαντά με βλακώδεις εκφράσεις, όπως «...μα αυτό είναι σύμπτωση» ή «...πρόκειται για τραπεζικό λάθος».
Η «υπόθεση Άκη» (άλλωστε ο κ. Τσοχατζόπουλος ήταν πάντοτε, για το ΠΑΣΟΚ, ο Άκης - έτσι τον αποκαλούσαν άπαντες, έτσι τον ήξερε η ελληνική κοινωνία τα τελευταία 30 χρόνια) καταδεικνύει ότι η εξουσία φθείρει και διαφθείρει, οι δε σχέσεις διαπλοκής πολιτικών προσώπων με επιχειρηματικά συμφέροντα έχουν επιβεβαιωθεί και επιβεβαιώνονται καθημερινά.
Καταδεικνύει ακόμη ότι η αίσθηση της απόλυτης εξουσίας δημιουργεί την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας κι αυτή, με τη σειρά της, φέρνει την απόλυτη διαφθορά, στη δε περίπτωση του πρώην υπουργού είναι απορίας άξιον το ότι ουδέποτε αντελήφθη ή το πιθανότερο (τυφλωμένος από την αλαζονεία της άλλοτε παντοδυναμίας του) δεν κατάλαβε πως μετά την άνοδο, αν δεν τη διαχειριστείς σωστά, ακολουθεί η πτώση και η κατακρήμνιση στον Καιάδα της πολιτικής και της Ιστορίας.
Αλλά ακόμη κι αν το αντιλαμβανόταν, ακόμη κι αν κάποια στιγμή αισθάνθηκε κάποιο φόβο, ότι μπορεί να κληθεί να πληρώσει για τα ανομήματα για τα οποία σήμερα κατηγορείται, αυτός ο φόβος καλυπτόταν από την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας, που κάποτε είχε κι έτσι «την πάτησε» και έφτασε στη σημερινή του ξεφτίλα.
Ο Άκης Τσοχατζόπουλος ποτέ του δεν κατάλαβε ότι η εξουσία δεν προστατεύει εσαεί, όπως δεν προστάτευσε, το 18ο αιώνα, η φιλία του πραγματικού «Ωραίου Μπρούμελ», με τον βασιλιά της Αγγλίας Γεώργιο τον Δ’.
Ο πραγματικός Μπρούμελ πίστεψε ότι έπρεπε να ζει σαν τον φίλο του τον βασιλιά κι έτσι αγόρασε ένα σπίτι στην πιο ακριβή περιοχή του Λονδίνου (όπως ο Άκης στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου, στην Ακρόπολη) αλλά η προκλητική του ζωή προκάλεσε τη δυσφορία στον Γεωργίου, ο οποίος απέσυρε την εύνοιά του. Όμως, ο Μπρούμελ πίστεψε πως ήταν αρκετά ισχυρός ώστε να συνεχίσει να ζει, όπως είχε συνηθίσει, αλλά έκανε λάθος κι έτσι συνελήφθη και πέθανε στη φυλακή.
Το άλλοτε πανίσχυρο μέλος της ιστορικής «Τρόικας» του ΠΑΣΟΚ (μαζί με τον Κώστα Λαλιώτη και τον Γιώργο Γεννηματά) συνελήφθη τη Μεγάλη Τετάρτη, την ημέρα που ο πρωθυπουργός ανακοίνωνε την ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών, δηλαδή σε μια χρονική συγκυρία η οποία, από κάποιους, εκτιμήθηκε ως η κατάλληλη, προκειμένου η εν λόγω σύλληψη να προσφερθεί ως βιτρίνα καθάρσεως για το ΠΑΣΟΚ και τον πάλαι ποτέ πανίσχυρο δικομματισμό και ο Άκης να αποτελέσει την Ιφιγένεια που θα σώσει το δικομματισμό από την τελική κατάρρευση.
Ωστόσο, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η κοινωνία, η οποία συνδέει την ιδιοτελή κακοδιαχείριση των τελευταίων 38 χρόνων με τις διαστάσεις της σημερινής οικονομικής και κοινωνικής κρίσεως, θα «τσιμπήσει», όσο κι αν το αστικό πολιτικό σύστημα «παίζει» και θα παίξει προεκλογικά, με την υπόθεση του Άκη, ελπίζοντας να πάρει επικοινωνιακές ανάσες.
Άραγε, δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι όσο κι αν προσπαθούν να εκμεταλλευθούν επικοινωνιακά έναν πολιτικά ξοφλημένο πρώην υπουργό, όσο κι αν προσπαθούν να καλύψουν τη δική τους αποτυχία, το μόνο που κάνουν είναι να αυτογελοιοποιούνται, όταν μάλιστα είναι οι ίδιοι πολιτικοί, που τον αθώωσαν στη Βουλή κι όταν, όπως προαναφέραμε, ο Άκης Τσοχατζόπουλος είναι, ειδικά για το ΠΑΣΟΚ, συστατικό στοιχείο της πορείας, της «ψυχής» του και της φυσιογνωμίας του;