Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Ο σημερινός (ίσως και αυριανός) υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, μετά από πρόσφατη συνάντηση, που είχε με τον αρχηγό της ΝΔ Αντώνη Σαμαρά, ανακοίνωσε δύο πράγματα, το ένα πως θα γίνονται συνεχείς «επιχειρήσεις σκούπα» για τη σύλληψη παράνομων μεταναστών και ότι, στη συνέχεια, οι συλλαμβανόμενοι θα εγκλείονται σε «Κέντρα Υποδοχής» μεταναστών.
Οι εξαγγελίες αυτές, υπό την πίεση των έξωθεν απειλών για εκδίωξη της Ελλάδος από τη συνθήκη Σένγκεν και της (δημοσκοπικής) ανόδου των πολεμίων των μεταναστών (νομίμων και παρανόμων) πολεμίων που ανήκουν στην ακροδεξιά και κυρίως στους νοσταλγούς του Χίτλερ (τα ποσοστά των οποίων ανεβαίνουν συνεχώς...) έχουν προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων, τόσο από κόμματα της Αριστεράς (που, όμως, αναλίσκονται σε γνωστά κλισέ υπέρ των μεταναστών και σε ευχολόγια) όσο και από τις κοινωνίες των περιοχών όπου προβλέπεται ότι θα «στηθούν» τα περιβόητα «Κέντρα», τα οποία οραματίζονται οι εταίροι της συγκυβερνήσεως Παπαδήμου.
Το μεταναστευτικό μας πρόβλημα έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, αφού άπαντες οι κυβερνώντες το γνώριζαν, αλλά το άφησαν «να σαπίσει», ουδέποτε δε επεξεργάστηκαν μία ρεαλιστική εθνική μεταναστευτική πολιτική, ενώ έχει καταστεί σαφές ότι τα διάφορα «μπαλώματα», με τα οποία επεχείρησαν ή επιχειρούν να το διευθετήσουν, ουδέν ουσιώδες αποτέλεσμα έχουν φέρει.
Και τώρα, που το πρόβλημα έχει ξεπεράσει τα όριά του και πάλι, με προεκλογικές λογικές και δίχως σχέδιο, επιχειρούν να το εντάξουν στην πολιτική τους ατζέντα (όπως το έπραξε κι ο Γάλλος Πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί), δημιουργώντας, όμως, απλώς θόρυβο και επιβεβαιώνοντας πως δεν υπάρχει πολιτική ηγεσία και κράτος και, σε τελική ανάλυση, δείχνουν ότι αντιμετωπίζουν ανθρώπους, όπως οι παράνομοι μετανάστες, σαν σκουπίδια, τα οποία δεν πρέπει να φαίνονται και γιαυτό θα τα μαζέψουν κάτω από το χαλί...
Ουδείς είναι σε θέση να πει αν αποτελούν λύση τα περιβόητα «Κέντρα Υποδοχής» (για «στρατόπεδα συγκεντρώσεως» κάνουν λόγο πολλοί) – που μάλλον δεν αποτελούν – αλλά εντυπωσιακές είναι κι οι αντιδράσεις των διαφόρων τοπικών κοινωνιών, οι οποίες μαστίζονται μεν από το πρόβλημα με τους παράνομους μετανάστες, αλλά ταυτόχρονα κινούνται με τη λογική «να τους μαζέψετε, αλλά να τους πάτε αλλού».
Πολλοί διερωτώνται τι νόημα έχουν οι «εξορμήσεις» της αστυνομίας και το «σκούπισμα» (!) των πόλεων από τους παράνομους μετανάστες, όταν είναι σχεδόν βέβαιο πως το πρόβλημα θα επανέλθει, όπως έχει καταδείξει η εμπειρία από παρόμοιες «επιχειρήσεις» κατά το παρελθόν;
Πώς είναι δυνατόν να εξαγγέλλονται τριάντα «Κέντρα Υποδοχής» παράνομων μεταναστών, χωρίς να έχει προϋπάρξει ουσιαστικός διάλογος με τις περιφέρειες στις οποίες θα φιλοξενηθούν;
Πώς είναι δυνατόν να αντιμετωπίζεται ένα μείζον και όντως εκρηκτικό θέμα, με αποσπασματικές κινήσεις προεκλογικού εντυπωσιασμού, χωρίς αυτές να είναι εντεταγμένες σε ένα συνολικό και συγκροτημένο σχέδιο εθνικής μεταναστευτικής πολιτικής;
Ορισμένοι αναλυτές, με ρεαλιστικό τρόπο (και σε αντίθεση με τα διάφορα ευχολόγια) επιμένουν ότι για να είναι αποτελεσματική μια εθνική μεταναστευτική πολιτική, πρέπει να δημιουργηθεί μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για το πρόβλημα.
Οι δε εθνικές δράσεις πρέπει να περιλαμβάνουν ταχύτατη εξέταση των συσσωρευμένων αιτήσεων για πολιτικό άσυλο, μέτρα αποτροπής της παράνομης εισόδου μεταναστών στην Ελλάδα (με ενίσχυση της Frontex, στον Έβρο και το Αιγαίο και με σύνδεση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την ΕΕ και της υπογραφής από την Άγκυρα της ευρωτουρκικής συμφωνίας επαναπροωθήσεως) συστηματικούς ελέγχους σε όσους νοικιάζουν οικήματα σε μετανάστες χωρίς άδεια παραμονής, επιβολή εξοντωτικών προστίμων σε όσους απασχολούν παράνομους μετανάστες και αστυνομικές επιχειρήσεις για την εξάρθρωση των συμμοριών, που διακινούν ναρκωτικά, ελέγχουν την πορνεία και ληστεύουν.
Ο Στ. Λυγερός έγραψε στην «Καθημερινή» ότι «το πρόβλημα θα ανακυκλώνεται, εάν δεν εξασφαλιστεί η δυνατότητα μαζικών απελάσεων» (και θέτει ορισμένες προϋποθέσεις, που απαιτούν τη συνεργασία της Ε.Ε. και των χωρών προελεύσεως των παράνομων μεταναστών) τονίζει δε ότι η Ελλάδα πρέπει να καταστήσει σαφές ότι δεν θα είναι πια σε θέση να λειτουργεί σαν ανάχωμα.
Δεν είμαι σε θέση να προτείνω λύσεις, αλλά διαπιστώνω με τρόμο, όχι μόνο τις εκρηκτικές διαστάσεις που έχει λάβει το πρόβλημα, αλλά και την απάνθρωπη αξιοποίησή του από την εν Ελλάδι ακροδεξιά, είτε κοινοβουλευτική, είτε νεοναζιστική - εξωκοινοβουλευτική και τον κίνδυνο η δεύτερη να εισέλθει στη Βουλή, με τους γνωστούς ακραίους εκπροσώπους και τους τραμπούκους της, που, ήδη, έχουν δώσει δείγματα της πολιτικής τους γραφής.
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν πως η «Χρυσή Αυγή» θα υπερβεί το όριο του 3% και έτσι οι νοσταλγοί του Χίτλερ, οι θαυμαστές της χιτλερικής «Νέας Τάξεως» και της Άριας φυλής, αυτοί που, ως δημοτικοί σύμβουλοι στον Δήμο Αθηναίων και με χιτλερικού τύπου χαιρετισμούς προκαλούσαν οξύτητα και αντεγκλήσεις, αυτοί, λοιπόν, ελλοχεύει ο κίνδυνος να εισέλθουν στη Βουλή, που θα προκύψει μετά τις εκλογές.
Οι νοσταλγοί αυτοί, που εκμεταλλεύονται ένα υπαρκτό και εκρηκτικό πρόβλημα, την απουσία κρατικής μεταναστευτικής πολιτικής και την απουσία του κράτους σε συγκεκριμένες περιοχές (που έχουν μεταβληθεί σε μεταναστευτικά γκέτο) εμφανίζονται ως «προστάτες» των κατοίκων των εν λόγω περιοχών, καθώς ομάδες νεαρών - μελών της «Χρυσής Αυγής» περιπολούν σε περιοχές του κέντρου και, σε αρκετές περιπτώσεις, συνοδεύουν ηλικιωμένα άτομα, σε τράπεζες και σε δημόσιες υπηρεσίες, ταυτόχρονα δε, όπως έχει κατ’ επανάληψη καταγγελθεί, επιτίθενται και ξυλοκοπούν μετανάστες, παράνομους και μη.
Δεν είναι ανεξήγητη η απήχηση που ξαφνικά εμφανίζονται να έχουν τα κηρύγματα μίσους και βίας, που συνθέτουν τον «πολιτικό» λόγο τους, καθώς «προσφέρονται» οι σημερινές πολιτικοοικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, για όσους φροντίζουν να εκμεταλλεύονται τα οικονομικά προβλήματα και να υποδαυλίζουν την ξενοφοβία, είναι δε ιστορικά γνωστό ότι σε ένα παρόμοιο «περιβάλλον» ανήλθε κι ο Χίτλερ στην εξουσία.
«Περιβάλλον», στο οποίο τότε οι άλλες πολιτικές δυνάμεις περί άλλα τύρβαζαν, όπως, άλλωστε, συμβαίνει και στις μέρες μας, στην καταρρέουσα ελλαδική κοινωνία.
Ας μην λησμονούμε πως σε λαϊκές, υποβαθμισμένες, συνοικίες, όπως στην περιοχή περί τον Άγιο Παντελεήμονα, στην Αθήνα, οι κάτοικοι δοκιμάζονται από το πρόβλημα της παράνομης μεταναστεύσεως, πλην, όμως, το κράτος και τα κόμματα, τους έχουν αφήσει αβοήθητους, οι αριστερές και αριστερίστικες οργανώσεις τους θεωρούν ρατσιστές, ενώ αυτοί που τους «συμπαραστέκονται» και φυσικά επενδύουν πολιτικά, είναι οι «παλικαράδες» της «Χρυσής Αυγής».
Και τώρα, ως μωρές παρθένες, κράτος και κόμματα προσπαθούν, αλλά με σαφή προεκλογικό λόγο, (υποτίθεται) να σκύψουν πάνω από το πρόβλημα, για τη διόγκωση του οποίου ευθύνονται, όπως ευθύνονται και για την άνοδο της δυνάμεως των νοσταλγών του Χίτλερ, με τους οποίους πιθανώς θα συμβιώσουν στην επόμενη Βουλή, όπου και θα αντιληφθούν, πέρα από θεωρίες, ιστορικές καταγγελίες και ευχολόγια, τι σημαίνει να συνυπάρχεις με αυτούς, οι οποίοι, σε τελική ανάλυση, δεν αισθάνονται άνετα σε συνθήκες, έστω και υποτυπώδους, όπως έχει καταντήσει σήμερα στην Ελλάδα, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.