Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Έντονες παραμένουν οι διεργασίες (εμφανείς και αφανείς) σε ολόκληρο το ελλαδικό πολιτικό σκηνικό, ενόψει των προσεχών βουλευτικών εκλογών, η ημερομηνία διεξαγωγής των οποίων παραμένει ακόμη άγνωστη και, ως εκ τούτου, αποτελεί αντικείμενο σκληρού παζαριού μεταξύ των ηγεσιών του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, καθώς η καθεμία, για τους δικούς της εσωκομματικούς λόγους, επιθυμεί διαφορετικές ημερομηνίες, που να εξυπηρετούν τις εκλογικές της στοχεύσεις και στρατηγικές.
Στοχεύσεις και στρατηγικές, οι οποίες σχετίζονται αμέσως με τον κατακερματισμό του πολιτικού συστήματος, που επήλθε ως αποτέλεσμα της πολυδιασπάσεως (όχι μόνο σε στελεχιακό δυναμικό, αλλά κυρίως σε επίπεδο πολιτών και κοινωνίας) του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, ενώ μια απλή ανάγνωση των δημοσκοπήσεων (είτε αυτές θεωρούνται έγκυρες, ή ακόμη και «πειραγμένες» για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων δυνάμεων) καταδεικνύει ότι αν οι εκλογές διεξήγοντο τώρα, θα προέκυπτε ένα πολιτικό τοπίο ακυβερνησίας, η δε νέα Βουλή, με πιθανώς οκτώ κόμματα στα έδρανά της, θα «επέβαλε» την αναγκαστική συνεργασία των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων.
Βεβαίως, αν λάβει κανείς υπόψη τόσο την πολιτική κινητικότητα και ιδιαίτερα τις κοινωνικές διεργασίες, που τελούν εν εξελίξει στην Ελλάδα, αλλά και την Ευρώπη (με έμφαση στη Γαλλία και την Ισπανία) ουδείς μπορεί να αποκλείσει ανατροπές και εκπλήξεις (ως προς τον τελικό αριθμό των κομμάτων που θα εισέλθουν στη νέα Βουλή) ενώ δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανό ένα σενάριο καθαρής αυτοδυναμίας της ΝΔ, η οποία προηγείται σταθερά σε όλες τις δημοσκοπήσεις, η δε εκλογική της επικράτηση (αλλά όχι και η αυτοδυναμία της) «προβλέπεται» από την πλειονοψηφία των Ελλήνων πολιτών.
Υπό το πρίσμα αυτό κι ενώ άπαντες προεξοφλούν (οι δε δανειστές και ιδιαίτερα το ευρωπαϊκό ιερατείο το εύχονται και το προωθούν) ένα σενάριο «μεγάλου κυβερνητικού συνασπισμού», με τη συνεργασία της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, αβεβαιότητα υπάρχει τόσο ως προς το πρόσωπο του νέου πρωθυπουργού (με τον Λουκά Παπαδήμο, αναλόγως των αποτελεσμάτων, να παραμένει σε κατάσταση αναμονής) αλλά και ως προς τις πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις, που θα επηρεάσουν τη ψήφο των Ελλήνων πολιτών.
ΓΡΙΦΟΣ Η ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
Μέσα σε αυτό το σκηνικό απόλυτης ρευστότητας κι ενώ παραμένει η «σπέκουλα» ακόμη και περί μεταθέσεως του χρόνου των εκλογών, οι κ. Ευ. Βενιζέλος και Α. Σαμαράς παζαρεύουν, με επιδιαιτητή τον Λουκά Παπαδήμο, την ημερομηνία προσφυγής στις κάλπες, «παίζοντας» και οι δύο με το χρόνο.
Ο μεν Α. Σαμαράς θεωρεί πως είναι έτοιμος για εκλογές, ώστε να μην προλάβουν να σχηματοποιηθούν οι εκ δεξιών του πιέσεις και κινήσεις, ο δε Ευ. Βενιζέλος θέλει να αγοράσει πολιτικό χρόνο, ευελπιστώντας ότι θα μπορέσει να συσπειρώσει το «διαλυμένο μαγαζί» που παρέλαβε.
Οι ημερομηνίες που «παίζουν» σχετικά με τις εκλογές είναι η 6η Μαΐου, την οποία δεν αποκλείει ο Α. Σαμαράς (θα προτιμούσε την 29η Απριλίου) αλλά αυτή προβληματίζει τον πρωθυπουργό και τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ, με τον πρώτο να φοβάται επεισόδια, κατά τον εορτασμό της Εργατικής Πρωτομαγιάς (που, στην προκείμενη περίπτωση, θα συμπέσει με την τελευταία προεκλογική εβδομάδα) και τον δεύτερο να θέλει χρόνο ευελπιστώντας ότι θα ανασυντάξει το ΠΑΣΟΚ και η 13η Μαΐου, την οποία θέλει ο Ευ. Βενιζέλος, αλλά δεν την επιθυμεί ο αρχηγός της ΝΔ. Ο Α. Σαμαράς εκτιμά προφανώς ότι προϊόντος του χρόνου ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ θα σταθεροποιείται, ενώ θα δίνεται ταυτοχρόνως η δυνατότητα στους «Ανεξάρτητους Έλληνες» του Πάνου Καμμένου να οργανωθούν καλύτερα, ενώ ας μην λησμονούμε ότι η ΝΔ υφίσταται τη μεγαλύτερη αιμορραγία εκ δεξιών, προς τον Π. Καμένο, τον ΛΑΟΣ (έστω και φθίνοντα) και τη «Χρυσή Αυγή».
ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ
Το ανωτέρω παζάρι, αλλά και οι (θεωρητικά) άκαμπτες στοχεύσεις των ηγεσιών του ΠΑΣΟΚ (που θέλει νίκη και πρωτιά) και της ΝΔ (που θέλει αυτοδυναμία) συνδέονται άμεσα με τον κατακερματισμό που καταγράφεται στο πολιτικό σκηνικό, ένας κατακερματισμός που αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις, από τις οποίες, ωστόσο, προκύπτει η αβεβαιότητα των πολιτών για το αύριο και η αναποφασιστικότητά τους μπροστά στην κάλπη, αναποφασιστικότητα που επιτείνεται από την κινδυνολογία και την ιδεολογική τρομοκρατία, που υφίστανται από την πολιτική και οικονομική ελίτ και Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως.
Από τις δημοσκοπήσεις προκύπτει ότι στη νέα Βουλή θα εισέλθουν πάνω από 6 κόμματα (ίσως και 9) ενώ το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ αδυνατούν ακόμη να συσπειρώσουν τους ψηφοφόρους, λόγω της πολυδιασπάσεως των δυνάμεών τους, εκ των οποίων κάποιες εμφανίζονται να μετακινούνται προς τα άκρα.
Βεβαίως, η ΝΔ παραμένει πρώτο κόμμα, αλλά με ποσοστά που δεν της δίνουν αυτοδυναμία, το ΠΑΣΟΚ, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να αγγίξει το 20% (αν και μοιάζει δύσκολο) το ΚΚΕ παραμένει στην τρίτη θέση, τέταρτο κόμμα ίσως να αναδειχθούν οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» του Π. Καμμένου, ή ο ΣΥΡΙΖΑ, ή η «Δημοκρατική Αριστερά». Ακολουθούν ο ΛΑΟΣ (η δύναμη του οποίου βαίνει μειούμενη) και η φασιστική «Χρυσή Αυγή», η οποία μάλλον εισέρχεται στη Βουλή, στην οποία, ίσως να μην εισέλθουν κόμματα, όπως αυτά της Ντόρας Μπακογιάννη, της Λούκας Κατσέλη και του Γιάννη Δημαρά, ενώ φαίνεται να έχουν πρόβλημα εισόδου οι Οικολόγοι.
Ωστόσο, στις δημοσκοπήσεις καταγράφεται έλλειψη ενδιαφέροντος των πολιτών για τις εκλογές (ιδιαίτερα σε ηλικίες κάτω των 44 ετών – οι αναποφάσιστοι παραμένουν στο 25%) αυξητική τάση της αποχής (κυρίως σε νεαρές ηλικίες – όπου αυξάνεται η ανεργία) ένα ποσοστό περί το 50% εκτιμά πως οι εκλογές δεν θα ωφελήσουν, αλλά και ένα ποσοστό περί το 60% λέει πως επιθυμεί κυβέρνηση συνεργασίας…
Αυτός ο κατακερματισμός, αποτελεί το μεγάλο «πονοκέφαλο» για τις ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, σε συνδυασμό με τα ιδιαιτέρως χαμηλά ποσοστά που φαίνεται να συγκεντρώνει συνολικά ο μεταπολιτευτικός δικομματισμός.
Αν η επόμενη Βουλή περιλαμβάνει 9 κόμματα τότε η ΝΔ για να κερδίσει την αυτοδυναμία θα πρέπει να ξεπεράσει το 35%, αλλά, παράλληλα, τα κόμματα που θα μείνουν εκτός Βουλής θα πρέπει να συγκεντρώσουν αθροιστικά περί το 9%.
Εξάλλου, αν το ΠΑΣΟΚ συνεχίσει να κινείται σε χαμηλά ποσοστά, πολύ κάτω του 20% (ίσως στα επίπεδα του 1974!!!) μπορεί να είναι δυνατός ο σχηματισμός κυβερνήσεως συνεργασίας με τη ΝΔ, αλλά είναι αμφίβολο αν τα δύο κόμματα αθροιστικά θα έχουν περισσότερους από 180 βουλευτές.
ΜΕΤΕΚΛΟΓΙΚΑ ΣΕΝΑΡΙΑ
Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα, τα οποία, προφανώς θα αλλάζουν βαδίζοντας προς τις κάλπες και παρά το πολωτικό κλίμα που αρχίζει να καλλιεργείται μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ (σ.σ. η πόλωση αυτή έχει περισσότερο σχέση με τις συσπειρώσεις των κομματικών βάσεων, παρά με το μετεκλογικό τοπίο) τα σενάρια μετεκλογικής συνεργασίας των δύο κομμάτων, όπως έχουμε εκτιμήσει, κατ’ επανάληψη, από τις στήλες της «Ε», κερδίζουν έδαφος, αν φυσικά ο Α. Σαμαράς (ο οποίος λέει πως την επιδιώκει, αν και δηλώνει πως δεν θα είναι ο ίδιος «ο πρωθυπουργός της ευμάρειας», αλλά θα αγωνιστεί ώστε να είναι ο επόμενος από αυτόν) δεν πετύχει, έστω και οριακή, αυτοδυναμία.
Την εκδοχή ενός μεγάλου κυβερνητικού συνασπισμού (όπως στη Γερμανία) προωθούν τόσο οι ξένοι δανειστές και «εταίροι», όσο και τμήμα της εγχώριας πολιτικής, οικονομικής και εκδοτικής ελίτ, προς τούτο δε (και με πλήρη επίγνωση - που μηδέποτε θα διακηρυχθεί δημοσίως - ότι το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ αποτελούν ψηφίδες του ίδιου μνημονιακού παζλ) προβάλλουν ως δίλημμα των προσεχών εκλογών τον εκβιασμό «Εντός του Ευρώ ή χάος» και αντιπαρέρχονται τη νέα διαχωριστική γραμμή στην κοινωνία, που είναι «μνημόνιο και αντιμνημόνιο».
Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο πως στην κατεύθυνση αυτής της (ευκταίας για τη μνημονιακή ελίτ) συνεργασίας ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, ήδη τονίζεται πως στην περίπτωση μη αυτοδυναμίας θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να προκηρυχθούν νέες εκλογές (και αυτό γιατί, εκτός των άλλων, αναμένεται να υπάρξει έντονη αντίδραση από τους δανειστές) και επιδιώκεται να συγκεκριμενοποιηθεί ακόμη και ο βίος αυτής της συνεργατικής κυβερνήσεως.
Η «Καθημερινή» έγραψε πως η όποια συνεργατική κυβέρνηση σχηματιστεί «δεν είναι δυνατόν να έχει χρονικό ορίζοντα λίγων μηνών, όπως συνέβη με την κυβέρνηση Παπαδήμου», τόνισε πως «με δεδομένες τις ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων, δύσκολα, η εν λόγω κυβέρνηση, θα εξαντλήσει την τετραετία», αλλά «στο παρασκήνιο συζητιούνται ως ορόσημα για τον πιθανό βίο της η άνοιξη του 2014, οπότε θα διεξαχθούν οι ευρωεκλογές και το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, οπότε είναι προγραμματισμένη η επόμενη αναμέτρηση για την τοπική αυτοδιοίκηση».
Η εφημερίδα προσθέτει πως «τη συγκεκριμένη περίοδο αναμένεται, εάν το νέο οικονομικό πρόγραμμα έχει εξελιχθεί ομαλά, να είναι ορατή και η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, οπότε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ θα μπορούν να ευελπιστούν βάσιμα στην ανάκαμψη του δικομματισμού».
Ο Ευ. Βενιζέλος έχει δεχθεί εισηγήσεις να δώσει ψήφο ανοχής σε μία κυβέρνηση της ΝΔ, ώστε να αξιοποιήσει τη φθορά του Α. Σαμαρά από την άσκηση της εξουσίας, αλλά ο ίδιος ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, φέρεται να πιστεύει ότι αν το κόμμα παραμείνει συνειδητά εκτός κυβέρνησης, δεν θα αποκομίσει τα οφέλη της όποιας ανακάμψεως, η δε η εικόνα του ως κατ’ εξοχήν κυβερνητικού κόμματος θα «σκιαστεί».
ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΟΣ
Οι περισσότεροι αναλυτές πιστεύουν ότι αν η ΝΔ κερδίσει ποσοστό άνω του 30% και η κοινοβουλευτική της δύναμη υπερβαίνει τους 140 βουλευτές, τότε κατά πάσα βεβαιότητα, ο επόμενος πρωθυπουργός θα είναι ο Α. Σαμαράς, αλλά αν η διαφορά μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ είναι σχετικά μικρή και τα ποσοστά τους χαμηλά, η πιθανότερη εκδοχή είναι να αναζητηθεί ένα «τρίτο πρόσωπο» και εν προκειμένω ίσως ο Λουκάς Παπαδήμος, ή και ο Σταύρος Δήμας, ο οποίος δεν θα πολιτευθεί.
Τόσο ο ίδιος ο πρωθυπουργός, όσο και στενοί συνεργάτες του (όπως ο Γκίκας Χαρδούβελης) δεν έχουν αποκλείσει την εκδοχή Παπαδήμου ως επικεφαλής μιας συνεργατικής κυβερνήσεως, σύμφωνα με το σενάριο Μόντι στην Ιταλία.
Βεβαίως, λέγεται πως ο μεν Αντώνης Σαμαράς φέρεται να έχει ενστάσεις για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο Λουκάς Παπαδήμος (ότι δηλαδή είναι αναβλητικός και με χαμηλά αντανακλαστικά και περισσότερο γραφειοκράτης) ο δε Ευ. Βενιζέλος φέρεται διστακτικός γιατί, όπως εγράφη στον Τύπο, δεν είχε ακόμη αποσαφηνίσει αν ο σημερινός πρωθυπουργός έχει όντως δυνατότητες παρεμβάσεως στις Βρυξέλλες και αν και σε ποιο βαθμό μπορεί να επηρεάσει πρόσωπα και καταστάσεις.
Η διστακτικότητα του παλαιού πολιτικού κόσμου έναντι του Λουκά Παπαδήμου είναι ευεξήγητη, καθώς αν ο σημερινός πρωθυπουργός ηγηθεί ενός συνεργατικού μετεκλογικού σχήματος και (υπό προϋποθέσεις) πετύχει (για τα δεδομένα των ευρύτερων δυνάμεων, πολιτικών, οικονομικών και εκδοτικών, που θα τον στηρίζουν) τότε θα ακυρωθεί ο ρόλος των πολιτικών ηγητόρων των κομμάτων, που θα μετέχουν σε αυτήν την κυβέρνηση και παράλληλα θα λάβει σάρκα και οστά το (και του εξωτερικού προωθούμενο) εγχείρημα για ένα «κόμμα Παπαδήμου».
Δηλαδή για ένα κόμμα, περισσότερο τεχνοκρατικό, εντός των «προδιαγραφών» που θέλουν η ΕΕ, το ΔΝΤ και η εγχώρια οικονομική και εκδοτική ελίτ, ένα κόμμα που δεν θα νοιάζεται για το πολιτικό κόστος, ένα κόμμα, όπως περίπου το περιέγραψε, εμμέσως πλην σαφώς, ο εκ των πρωθιερέων του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ Τάσος Γιαννίτσης, ο οποίος, εκτός των άλλων, σημείωσε ότι πρέπει «να αποφασίσουμε ως κοινωνία ότι, είτε με σύμμαχο, είτε χωρίς σύμμαχο το πολιτικό σύστημα, θέλουμε να βγούμε από το τέλμα. Τότε το πολιτικό σύστημα θα συμμαχήσει, θέλει δεν θέλει...».
Άλλωστε, όπως εγράφη στον Τύπο, το ιταλικό «μοντέλο Μόντι» εξακολουθεί να γοητεύει τους δανειστές της Ελλάδος, οι δε εταίροι δεν επιθυμούν μεν την κατάρρευση του δικομματισμού, αλλά διερευνούν τη δυνατότητα δημιουργίας ενός εκσυγχρονιστικού πόλου, που θα συμβάλει στο μέλλον σε ευρύτερες συνεργασίες, αξιοσημείωτο δε είναι άρθρο του Αλέξη Παπαχελά στην «Καθημερινή» σύμφωνα με το οποίο, «ο κ. Παπαδήμος, καλώς ή κακώς, αποτελεί μια από τις ελάχιστες σημαντικές εφεδρείες που διαθέτει η χώρα».