Του Γιάννη Μήτσιου, Φυσικού – Νομικού
Ήταν αρχές της δεκαετίας του 1980. Η Ελλάδα έβγαινε από μια φοβερή δεκαετία πολέμων ποτισμένη με ποτάμια από ιδρώτα, δάκρυα και αίμα. Τα χωριατόπαιδα ερχόμασταν στη Λάρισα να φοιτήσουμε στα Γυμνάσια, αφού κατορθώναμε να περάσουμε τις εισαγωγικές εξετάσεις στις οποίες οι μισοί περίπου απορρίπτονταν. Μέναμε σε νοικιαζόμενα άθλια δωμάτια, τρεις – τρεις μαζί, χωρίς θέρμανση και άλλες πολυτέλειες. Στην αυλή του σπιτιού υπήρχαν τα λουλούδια, το πλυσταριό με τη σκάφη και ο κοινός απόπατος με τις εφημερίδες και άλλα χαρτιά «υγείας».
Τα βιβλία, μεταχειρισμένα, τα αγοράζαμε στην αρχή της χρονιάς απ’ τους μεγαλύτερους και τα πουλούσαμε την επόμενη στους μικρότερους. Για να είναι «ευπώλητα» τα ντύναμε με μπλε χοντρή κόλλα χαρτί και τα προσέχαμε σαν τα μάτια μας. Είχαν αξία. Όχι μόνον οικονομική. Το φαγητό μας ερχόταν απ’ τα χωριά σε καλάθια με το ΚΤΕΛ, όταν βέβαια γινόταν τα δρομολόγια.
Παρ’ όλα αυτά τα ήθη της εποχής, οι αξίες, οι αρχές, ηθικές, κοινωνικές και άλλες βρίσκονταν σε υψηλό επίπεδο.
Δεν σκότωναν για εκατό δραχμές, ούτε κατέστρεφαν κτίρια δημόσια και ιδιωτικά για να εκτονωθούν ή για να το παίξουν τζάμπα μάγκες και επαναστάτες χωρίς αιτία. Χαρακτηριστική έκφραση αυτών των ηθών, νομίζω πώς ήταν το λαϊκό τραγούδι. Στίχος και μελωδία είχαν μία γνησιότητα, μία αυθεντικότητα, μία εντιμότητα και μία αθωότητα.
Σιγά – σιγά τα χρόνια περνούσαν. Η Ελλάδα έμπαινε σε διεθνείς οργανισμούς, δεχόταν μεγάλες απολαβές, πακέτα Ντελόρ και Σαντέρ και, επί πλέον, πολλά δανεικά. Η πολιτική ηγεσία φρόντισε ότι δυσκόλευε το λαό να το εξαλείψει. Το «αίσχος» των εξετάσεων καταργήθηκε. Η μετάβαση από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο, από το Γυμνάσιο στο Λύκειο και από εκεί στο Πανεπιστήμιο γινόταν χωρίς «διόδια», αβρόχοις ποσί.
Έγιναν χιλιάδες Γυμνάσια και Λύκεια, δεκάδες Πανεπιστήμια και ΤΕΙ και πολλές εκατοντάδες Σχολές και Τμήματα διασκορπισμένα στα πέρατα της ελληνικής επικράτειας. Οι φοιτητές δεν μένουν πια τρεις σε ένα δωμάτιο αλλά ο καθένας έχει στη διάθεσή του τρία δωμάτια, ολόκληρη γκαρσονιέρα. Τα βιβλία χορηγούνται δωρεάν και τελικά καίγονται. Από τη σκάφη φτάσαμε στο πλυντήριο πιάτων, στα κοστούμια, στα αυτοκίνητα, στα αγγλικούλια, στο νεοπλουτισμό, στην υπερκατανάλωση και στον φθόνο προς κάθε άξιο και ταλαντούχο. Το λαϊκό τραγούδι ελάφρυνε και αυτό. Έγινε ελαφρολαϊκό και τελικά ελαφρό. Και συκοφαντήθηκε. Το δημοτικό και το λαϊκό θεωρήθηκε ότι είναι για τους χωριάτες και τους αλήτες. Κυριάρχησε το ταγκό, το μάμπο, το ροκ εν ρολ, η ξενομανία, ο πιθηκισμός, η ξιπασιά. Στην πολιτική είχαμε τα ίδια. Το λαϊκίστικο εκτόπισε το λαϊκό. Ο φενακισμός πήρε τη θέση της ευθύτητας, της ειλικρίνειας, της εντιμότητας.
Και φτάσαμε έτσι στο 2012. Οι δανειστές ζητούν τα δανεικά πίσω. Επιβάλλουν όρους, ζητούν εγγυήσεις, απαιτούν λύσεις. Το ζωνάρι σφίγγει κάθε μέρα και περισσότερο. Δεν φτάσαμε, βέβαια, στη σκάφη και στον κοινό απόπατο. Σε πολλά, ωστόσο, διαμερίσματα τα καλοριφέρ δεν ανάβουν, οι δρόμοι γέμισαν επαίτες, οι λαθρομετανάστες κατακλύζουν πολλές πόλεις, τα διάφορα τέλη και οι δόσεις των δανείων μένουν απλήρωτα. Τα γήπεδα και τα στάδια από χώροι όπου καλλιεργείται το πνεύμα του «ευ αγωνίζεσθαι» έχουν μετατραπεί σε θερμοκήπια αλητείας και χουλιγκανισμού. Η εγκληματικότητα χτυπάει κόκκινο. Εμπρησμοί, καταστροφές, λεηλασίες και άλλες αξιόποινες πράξεις βρίσκονται καθημερινά στην επικαιρότητα. Κλοπές, διαρρήξεις, βιασμοί και δολοφονίες, ακόμη και για μικροποσά. Η εξαχρείωση μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων προβάλλει προκλητικά το απεχθές πρόσωπό της.
Όλη αυτή η διαφθορά των ηθών είναι λογικό να οδηγήσει κάποιον να θυμηθεί τον Κικέρωνα και να ανακράξει όπως εκείνος το γνωστό: O tempora ! O mores! (Ω καιροί! Ω ήθη!).