* Του Απόστολου Ποντίκα
Η εφημερίδα στην ευρύτερη έννοιά της, σημαίνει κάθε κείμενο τυπωμένο ή χειρόγραφο, όπου καταχωρούνται ειδήσεις, οι οποίες αναφέρονται σε μια ορισμένη δραστηριότητα. Στην ακριβέστερη έννοια, ο όρος εφημερίδα χαρακτηρίζει το καθημερινό ειδησεογραφικό έντυπο. Βέβαια, θεωρείται ότι ο όρος εφημερίδα είναι δημιούργημα των νεότερων εποχών, αλλά, όμως, η δημοσιογραφία ως διαδικασία πληροφόρησης είναι πολύ παλιό φαινόμενο και τα πρώτα σπέρματά της υπάρχουν στην αρχαία Ελλάδα και μπορούμε να πούμε ότι πατέρας της, θεωρείται ο Ηρόδοτος. Στα χρόνια του Μ. Αλεξάνδρου, εμφανίζονται τα ημερολόγια και οι πρώτες βασίλειοι εφημερίδες.
Η ελληνική επανάσταση του ‘21 και ο γενικά ο ξεσηκωμός του υπόδουλου έθνους, δεν θα μπορούσε να πετύχει απόλυτα, αν δεν βοηθούσε και ο Τύπος στο εξωτερικό. «Φρούρια της ελευθερίας, απόρθητα κάστρα», χαρακτήρισε ο πρωτομάστορας της πνευματικής αναγέννησης του έθνους, Αδαμάντιος Κοραής, τις πρώτες ελληνικές εφημερίδες που κυκλοφόρησαν προεπαναστατικά στη Βιέννη στο τέλος του 18ου αιώνα, όπως και αυτές που ακολούθησαν στη διάρκεια του μεγάλου Αγώνα. Ειδικά, ο ελληνικός Τύπος της Βιέννης, αλλά και οι εφημερίδες που εκδόθηκαν στα κατοπινά χρόνια στον ελληνικό χώρο, ήταν η Πυρσοφόρος θρυαλλίδα του Ξεσηκωμού, για την απολύτρωση του Γένους.
Η πρώτη ελληνική εφημερίδα εκδόθηκε στη Βιέννη, το 1784 από τον Ζακύνθιο Γεώργιο Βεντότη, ο οποίος είχε σπουδάσει στην Ιταλία και στη συνέχεια εργάστηκε στη Βιέννη, ως διορθωτής. Εγκαταστάθηκε στη Βιέννη, όπου απέκτησε δικό του τυπογραφείο, αφού στην Ελλάδα κάτω από την άγρυπνη παρακολούθηση του Τούρκου δυνάστη, ήταν απαγορευμένο να ενημερώνεται ο ελληνικός λαός για τις πράξεις της κυβέρνησης, πολύ δε περισσότερο να τις κρίνει.
Για την έκδοση της πρώτης ελληνικής εφημερίδας, υπάρχουν και άλλες διαφορετικές μαρτυρίες, οι οποίες φαίνεται να έχουν στοιχεία ακρίβειας και αλήθειας.
Μια τέτοια μαρτυρία είναι αυτή του ιστοριογράφου της Βιέννης και γραμματέα του Αυστριακού αρχικαγκελαρίου, Joxann Perrd, ο οποίος γράφει «Το έτος 1784, ο κύριος Βεντότης εκδίδει ελληνική εφημερίδα, η οποία εστέλετο εις τας τουρκικάς επαρχίας. Καθώς λέγουσι το Διβάνιον εύρεν την επιχείρησιν αυτήν λίαν επικίνδυνον. Διό και επαύθη δύο μήνας αργότερον η εφημερίς αύτη».
Από άλλες πηγές, υποστηρίζεται ότι η πρώτη ελληνική εφημερίδα, εκδόθηκε πάλι στη Βιέννη αλλά μετά από έξι χρόνια, στις 31 Δεκεμβρίου 1790, από τους αδελφούς Μαρκίδες Πουλίους. Τα δυο αυτά αδέλφια κατάγονταν από τη Σιάτιστα της Δυτικής Μακεδονίας και εγκαταστάθηκαν στην αυστριακή πρωτεύουσα, που ήταν τότε το διεθνές κέντρο διπλωματικής δραστηριότητας. Στη Βιέννη, τα δύο αδέλφια δημιούργησαν δικό τους τυπογραφείο και αποφάσισαν οι φλογεροί αυτοί πατριώτες της Σιάτιστας, να εκδώσουν μυστικά την εφημερίδα, η οποία κυκλοφορούσε κάθε Τρίτη και Παρασκευή, με ετήσια συνδρομή 14 φιορίνια. Η εφημερίδα είχε πρωταρχικό σκοπό, όχι τον κερδώο Ερμή, αλλά την ωφέλεια του έθνους και κράτησε η έκδοσή της, έως το 1798, οπότε απαγορεύτηκε η κυκλοφορία της από τις αυστριακές αρχές.
Αιτία της απαγόρευσης και της σύλληψης του Γεωργίου Πούλιου ήταν, η στενή συνεργασία των Μαρκίδων με τον Ρήγα Βελεστινλή. Αυτοί είχαν εξασφαλίσει στον Ρήγα το κατάλληλο τυπογραφείο, όπου μπόρεσε και τύπωσε και κυκλοφόρησε τη Χάρτα του και τα εμπνεόμενα Θούριά του. «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή».
Ύστερα από όλα αυτά, επόμενο ήταν ο Ρήγας και ο Γεώργιος Πούλιος, να καταγγελθούν στις αυστριακές αρχές για παράνομη δράση και να επέμβει η Αυστριακή αστυνομία, ύστερα από διάβημα της Τουρκίας. Ο Ρήγας, ειδοποιήθηκε κρυφά από Έλληνες πατριώτες και μπόρεσε να φύγει από τη Βιέννη τον Νοέμβριο του 1797. Δυστυχώς, όμως, μπορεί να γλίτωσε τότε, δεν μπόρεσε να ξεφύγει στη συνέχεια την αυστριακή καταδίωξη . Έτσι, αργότερα συνελήφθη στην Τεργέστη και φυλακίστηκε για να παραδοθεί τελικά στην εξουσία των Τούρκων και μαζί με τους συντρόφους του βρήκε τραγικό θάνατο από πνιγμό στα ορμητικά νερά του Σαύου ποταμού, ένα χρόνο αργότερα στα 1798, ήρθε και η σειρά του φλογερού πατριώτη, Γεωργίου Πούλιου. Τον έκλεισαν στις ανήλιες φυλακές για τέσσερις μήνες και στη συνέχεια απελάθηκε στην Αυστρία, από όπου στη συνέχεια κατέφυγε στη Γερμανία. Τα μόνα πλήρη σώματα της εφημερίδας σήμερα, βρίσκονται στη μονή των Ιβήρων του Αγίου Όρους και στην Ακαδημία της Ρουμανίας, στο Βουκουρέστι.
Στη σειρά εκδόσεων της Βιέννης, έρχεται τρίτος ο Ερμής Λόγιος, ο οποίος κυκλοφόρησε το 1811, με διευθυντή τον Θεσσαλό, Άνθιμο Γαζή που ήταν εφημέριος στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου της αυστριακής πρωτεύουσας και στενός φίλος του Κοραή. Ο Γαζής, είχε προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του Κοραή, λόγω της ουδετερότητας που κράτησε η εφημερίδα στο γλωσσικό ζήτημα
Η εφημερίδα του Α. Γαζή, η οποία χρηματοδοτήθηκε από τη Φιλολογική Εταιρεία του Ελληνικού Λυκείου Βουκουρεστίου, σημείωσε εξαιρετική επιτυχία και οι ξένοι κριτικοί τη χαρακτήρισαν ως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και αξιόλογα δημοσιεύματα της Νεοελληνικής Φιλολογίας.
Η επιτυχία αυτή του Λόγιου Ερμή, προκάλεσε ανησυχία στους Τούρκους, οι οποίοι ζήτησαν μέσω του ανθέλληνα Μέτερνιχ τη διακοπή της έκδοσης, από τον Φραγκίσκο Β’. Ο Φραγκίσκος, όμως, απέρριψε την πρόταση του Μέτερνιχ, η οποία έλεγε τα εξής: «Πρέπει να παυθεί ο Λόγιος Ερμής, καθώς και ο ελληνικός Τηλέγραφος, διότι δίνουν επαναστατική τροφήν εις το πνεύμα των Ελλήνων ανήσυχον πάντα και οπωσδήποτε εχθρικώς διακείμενον εναντίον των Τούρκων και ούτω δίδουν αφορμήν παραπόνων από μέρους της Πύλης».
Μετά το 1814, διευθυντές της εφημερίδας διετέλεσαν, ο Θ. Φαρμακίδης και ο Γ. Κοκκινάκης.
Μια άλλη εφημερίδα, ο ελληνικός Τηλέγραφος – Ειδήσεις, για τα ανατολικά μέρη, εκδόθηκε πάλι στη Βιέννη το 1811, τον μήνα Ιούλιο. Εκδότης της ήταν ο Ισουίτης και διευθυντής της Ακαδημίας Ανατολικών Σπουδών, Φ. Χεκ, της οποίας διευθυντής ανέλαβε ο Μακεδόνας, Ραφαήλ Πόποβιτις, τον οποίο αντικατέστησε σύντομα ο Αλεξανδρίδης, οφθαλμολόγος και ανιψιός του Γαζή, από το δικό μας τον ΤΥΡΝΑΒΟ.
Ο Αλεξανδρίδης ήταν γλωσσομαθής, συγγραφέας και μεταφραστής αρκετών ιστορικών έργων. Υπήρξε φλογερός πατριώτης και ταλαντούχος, ανάμεσα στους γνωστούς μαχητές της δημοσιογραφικής πένας και πάλεψε δυνατά μέσα από τις στήλες των έντυπων φρουρίων, για το έθνος και για την λευτεριά του Τηλέγραφος, στα χρόνια της διοίκησης του Τυρναβίτη Αλεξανδρίδη απέκτησε μεγάλη υπόληψη και εγκυρότητα, αλλά και σημαντική κυκλοφορία. Το Σάββατο η έκδοση ήταν πλουτισμένη με ένα είδος παραρτήματος, τον Παρατηλέγραφο και τον Φιλολογικό Τηλέγραφο, με πνευματικό περιεχόμενο.
Ο ρόλος του φλογερού συμπατριώτη μας- Τυρναβίτη, Αλεξανδρίδη, του συνειδητού δημοσιογράφου δεν σταμάτησε μόνο στο φιλολογικό πεδίο, αλλά θερμαινόταν και από τον πόθο της λευτεριάς του σκλαβωμένου γένους. Έτσι, ο Αλεξανδρίδης μπόρεσε και εγκατέστησε στο σπίτι του ένα τυπογραφείο και δούλευε μυστικά και παράνομα, τυπώνοντας προκηρύξεις και επαναστατικά φυλλάδια. Η τολμηρή αυτή πρωτοβουλία του Αλεξανδρίδη, μαθεύτηκε από τις αυστριακές αρχές και παραπέμφθηκε σε ανάκριση, με σκοπό και η διεύθυνση του Τηλεγράφου να του αφαιρεθεί, αλλά και η νόμιμη άδεια. Τελικά, κατάφερε και ξέφυγε την τσιμπίδα της αυστριακής Αστυνομίας.
Τελευταία, προεπαναστατική εφημερίδα που εκδόθηκε στη Βιέννη ήταν η Καλλιόπη, η οποία εκδόθηκε την Πρωτοχρονιά του 1819 και το περιεχόμενό της ήταν κυρίως φιλολογικό. Κυκλοφορούσε με τη μορφή περιοδικού, την πρώτη και την 15η του μηνός, με 16 σελίδες.
Όλες οι προεπαναστατικές εκδόσεις, αποτέλεσαν την πρώτη εθνική έπαλξη, όπου οι δημοσιογράφοι έχοντας τη γραφίδα, ως ακατανίκητο όπλο, στάθηκαν μαχητές και κήρυκες στην ανύψωση του εθνικού φρονήματος των ραγιάδων και προετοίμασαν ψυχολογικά τους σκλαβωμένους για τον μεγάλο ξεσηκωμό.
* Ο Απ. Ποντίκας είναι δάσκαλος, θεολόγος, φιλόλογος, πτυχιούχος Πολιτικών Επιστημών, επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος