Ιστορείται πως όταν ο Καποδίστριας ανέλαβε κυβερνήτης της Ελλάδας έδωσε εντολή στον πρόεδρο της Επιτροπής Οικονομικών Ανδρέα Κοντόσταβλο να κάνει απογραφή της περιουσίας του κράτους. Το κείμενο της επιτροπής ήταν εξαιρετικά σύντομο. Περιείχε μόνο μια πρόταση: «Κύριε Κυβερνήτα, εις το Ταμείον του Κράτους υπάρχει εν μόνο νόμισμα, και αυτό κίβδηλον».
Σήμερα, και όπως θα ιστορείται αύριο, από το Ταμείο του Κράτους, μετά τα δυο Μνημόνια (και πριν το τρίτο που ετοιμάζεται...), λείπουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ. Μ’ άλλα λόγια, το ταμείο είναι μείον. Τόσα δανειστήκαμε και τόσα χρωστάμε, για να φτάσουμε μέχρι εδώ. Και όχι σε κίβδηλα νομίσματα, ούτε σε δραχμές, αλλά σε σκληρά νομίσματα. Η αντίθεση αυτή προκαλεί.
Ας αφήσουμε, όμως, τους ιστορικούς, τους οικονομικούς και τους πολιτικούς αναλυτές να κάνουν τη δουλειά τους για να μας κάνουν πιο σοφούς. Ας τους αφήσουμε για λίγο. Και ας κάνουμε μια πιο απλή... κολεγιά, μια ‘συνομιλία’ πρόσωπο με πρόσωπο, στο ‘μεταξύ μας’ όπως λέμε. Το ευνοούν και οι μέρες. Από τη μια είναι η αναμονή της εθνικής μας γιορτής, που οδηγεί σε αναστοχασμούς εθνικής αυτογνωσίας. Και από την άλλη η πιο επίκαιρη και πολύπλευρη ‘προετοιμασία’ για την κατάθεση των φορολογικών μας δηλώσεων. Στη μεγάλη διαδρομή, από το ‘ένα κίβδηλον’ μέχρι τις ‘τρακοσάρες των δισ. ευρώ’, διακρίνεται μια «εθνική σταθερά». Κάτι σαν κληρονομικό χαρακτηριστικό, που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά. Δεν είναι, τονίζεται αυτό, ούτε η πρώτη ούτε η κύρια αιτία για την κατάντια μας. Είναι, όμως, το σκηνικό ενός θεάτρου που ανεβάζει διαρκώς ένα εθνικό δράμα. Να είναι, άραγε, τυχαίο ότι μας το άφησε σαν βαριά κληρονομιά και ο Αίσωπος;...
«Άρπαξε, λοιπόν, ο λύκος ένα πρόβατο από το κοπάδι και το έσερνε στη φωλιά του. Το λιοντάρι, που έτυχε να περνάει από κει, του το βούτηξε. Ο λύκος θύμωσε: «Δεν ντρέπεσαι, του λέει, να κλέβεις το ξένο πράμα;». Το λιοντάρι λιγώθηκε από τα γέλια και του απαντάει: «Βρε, αχόρταγε, θες να πιστέψω ότι στο χάρισε ο φίλος σου ο βοσκός;». Σε παράλληλες με τα σημερινά αναγνώσεις, και με ανθρώπινο σκηνικό:
Όταν ο λύκος άρπαξε το πρόβατο δεν είχε συνειδησιακές αναστολές για το αν αυτό που έκανε ήταν ‘νόμιμο ή ηθικό’. Ήταν απλώς φυσικό. Θεώρησε ότι το πρόβατο περίσσευε. Όταν (και) ο νεοέλληνας ανεβάζει την υπεραξία της ακίνητης περιουσίας του με αυθαιρεσία, ε, λαδώνει την ατμομηχανή της ανάπτυξης, όπως μάθαμε να λέμε. Θίγεται κανείς;...
Τρεις το λάδι, δυο το ξύδι, πέντε το λαδόξιδο. Πληρώνω ΦΠΑ μόνο για το ξύδι και είμαι εντάξει. Θίγεται κανείς προσωπικά; Και, αν δεν δηλωθεί το νοίκι από ένα ακίνητο, χάθηκε ο κόσμος, βρε αδερφέ;
Σαρώνονται οι εργασιακοί νόμοι. Για την ακρίβεια ξεθεμελιώνεται το μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος. Ε, και τι θα γίνει αν δεν πληρωθούν κάποια χρωστούμενα, κάποια έξτρα, νυχτερινά, υπερωρίες κ.λπ., κάποιες εργοδοτικές εισφορές; Έτσι θα σωθούν τα Ταμεία; Από έναν συνεπή εργοδότη; Στο κάτω-κάτω, ανάλογα πράγματα γινόταν και πριν την κρίση. Χώρια που, όπως συνήθως, κάποια ‘ρύθμιση’ θα γίνει.
Στο θέατρο του παράλογου δράματος έχουν γίνει εκσυγχρονισμοί που το κάνουν συναρπαστικό. Ο λύκος, για να ασφαλιστεί από το αρπακτικό και... ανταγωνιστικό λιοντάρι, στέλνει στο Λονδίνο, ή σε off-shore, την... τροφή του. Μπορεί να τον κατηγορήσει κανείς γιατί προσπαθεί να την ασφαλίσει και να την... αυγατίσει, αν χρειαστεί; Εξίσου νόμιμο, ηθικό και...φυσικό, σαν φυσικό φαινόμενο, είναι να ανεβαίνει η τιμή του πετρελαίου στο Κουβέιτ τα μεσάνυχτα και το πρωί, πρωί-πρωί, να παίρνει τα πάνω και στη Λάρισα.
Όλα αυτά, και όχι μόνον αυτά, είναι από τα δρώμενα του θεατρικού έργου που επαναλαμβάνεται. Μέσα στα πλαίσια των εθνικών μας παραδόσεων και ως επιβεβαίωση του δαιμονίου της φυλής, όπως αυτάρεσκα καυχόμαστε. Το βασικό σενάριο, αν και επαναλαμβάνεται, έχει δυο πρωταγωνιστές: τον πολίτη-ραγιά και το κράτος-αγά. Από την Επανάσταση μέχρι σήμερα ο ιδιοτελής και κουτοπόνηρος ραγιάς αντιστρατεύεται τον δεσποτικό αγά, κι’ αυτός μηχανεύεται τρόπους να μη χάσει τα οφέλη του. Αμοιβαία είναι η καχυποψία.
Αυτές τις μέρες άρχισε, από τα ΜΜΕ, η οιστρηλάτηση του ‘παρτιζάνου’ ραγιά: «Προσέξτε τις παγίδες των φορολογικών δηλώσεων», «Τσουνάμι νέων φόρων» κ.λπ. Τα ίδια κάθε χρόνο, όπως και πριν την κρίση. Επανάληψη! Αλλά και ο αγάς, για να «σώσει» το δοβλέτι εφαρμόζει οριζόντιες περικοπές και χαράτσια.
Και ο λύκος και το λιοντάρι, κίνητρο έχουν την ιδιοτέλεια. Το φυσικό ένστικτο της επιβίωσης. Όταν, όμως, ο ραγιάς κινείται με ιδιοτέλεια, εις βάρος άλλου, ή του συνόλου, χάνει τον τίτλο του πολίτη, έστω και ανεπαισθήτως. Εκεί βρίσκει και χωρεί η αφεντιά του αγά...
Επιμύθιο, ως θεατρική κριτική.
Όταν είσαι το λιοντάρι, ή έστω λύκος, κάνε τον σταυρό σου και μη μιλάς. Αν είσαι κομπάρσος, κάνε το κορόϊδο. Κι αν είσαι θεατής, χαλάρωσε να απολαύσεις το θέαμα. Αν θες, κάνεις και την κριτική σου. Αλίμονο, όμως, αν παίξεις τον ρόλο του πρόβατου, δηλαδή του αθώου θύματος. Τότε τα πράγματα δυσκολεύουν. Και αν παίξεις τον ρόλο του βοσκού, φυλάξου από τους λύκους. Γέμισε ο τόπος από ανίκανους βοσκούς και από πρόθυμους λύκους...
xatzis@hotmail.com