Του Κώστα Γιαννούλα
Έχουν - δεν έχουν ακόμη συμπληρωθεί σαράντα χρόνια από τότε, που εικόνες σαν κι αυτές, που θα περιγράψω, ήταν πολύ συνηθισμένες για όσους γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σε χωριά. Κι όμως! Αν δεν ξεχάστηκαν εντελώς, ξεθώριασαν, ωστόσο, πάρα πολύ. Θα προσπαθήσω γι’ αυτό περιγράφοντάς τες να ξαναζωντανέψω μερικές απ΄ αυτές.
Επειδή το ηλεκτρικό ρεύμα έφθασε στα περισσότερα χωριά, που ακόμη έσφυζαν από ζωή, περί τα τέλη της δεκαετίας του ΄60, ως τότε αλλά και μεταγενέστερα και μέχρις ότου γενικευθεί η χρήση ηλεκτρικών συσκευών, πολλές καταστάσεις αντιμετωπίζονταν εντελώς διαφορετικά απ΄ ό,τι σήμερα. Αντί ψυγείου π.χ. χρησιμοποιούνταν φανάρι, για φωτισμό οι γκαζόλαμπες, για θέρμανση και μαγείρεμα τα τζάκια και από ένα χρονικό διάστημα και μετά, οι μασίνες, οι σόμπες πετρελαίου, οι γκαζιέρες και τα πετρογκάζ.
Πέραν τούτων η για τον ίδιο λόγο αδυναμία άντλησης και μεταφοράς μεγάλων ποσοτήτων νερού σε κάθε σπίτι χωριστά για τις ανάγκες των νοικοκυριών είχε ως συνέπεια τη μεταφορά του με δοχεία από κρουνούς φυσικής ροής, που βρίσκονταν σε κεντρικά σημεία των χωριών, ή από κοντινές πηγές. Γι’ αυτό και, επειδή οι τουαλέτες απαιτούν πολύ νερό, για να μη σκορπίζουν δυσάρεστες μυρουδιές, τις είχαν, αν όχι υπαίθριες, οπωσδήποτε εκτός και μακριά απ’ το σπίτι.
Νερό πολύ, ωστόσο, απαιτούνταν και για την μπουγάδα. Γι’ αυτό και, όταν οι καιρικές συνθήκες το επέτρεπαν, προκειμένου να εξασφαλίζεται άφθονο και γάργαρο νερό και να μην το τσιγκουνεύονται οι νοικοκυρές μεταφέροντάς το, έπαιρναν τα άπλυτα, το καζάνι και τη σκάφη καθώς και την κασταλαή και το σαπούνι, πήγαιναν σε παρακείμενες ρεματιές, άναβαν φωτιά, ζέσταιναν νερό, έπλεναν, άπλωναν στις πλαγιές και συνήθως στέγνωναν εν μέρει εκεί τα ρούχα τους. Ορισμένες, μάλιστα, φορές δεν πήγαιναν μόνες τους• πήγαιναν αντάμα δύο-τρεις γειτόνισσες παίρνοντας μαζί τους και τα μικρά παιδιά τους, που ξεσήκωναν τον κόσμο απ’ τις φωνές και τα τρεχάματά τους.
Άλλες πάλι φορές, σίγουρα πάντως μια φορά το χρόνο κατά την περίοδο του καλοκαιριού, συγκέντρωναν στρωσίδια και σκεπάσματα, όπως βελέντζες, προκόβες, κουρελούδες και κιλίμια, τα φόρτωναν σε ζώα και μετέβαιναν οικογενειακώς σε ρεματιές, που φιλοξενούσαν νερόμυλους και διέθεταν πλούσιο νερό, προκειμένου να τα πλύνουν, να τα στεγνώσουν και να επιστρέψουν αργά το βράδυ.
Και επειδή τέτοιες μέρες σ’ αυτά τα μέρη μαζεύονταν αρκετές οικογένειες, η όλη ατμόσφαιρα θύμιζε πανηγύρι. Φωτιές, χαρούμενες παιδικές φωνές, νερά λαμπυρίζοντα, τραγούδια γυναικών γυμνοπόδαρων, αντιλαλούντα χτυπήματα ξύλινων κοπάνων, καθώς αυτοί έπεφταν με δύναμη πάνω στα βρεγμένα στρωσίδια και σκεπάσματα, για να καθαρίσουν καλύτερα, απλωμένα κατόπιν πάνω σε καταπράσινους θάμνους και κακοτράχαλες πλαγιές δημιουργούσαν σ΄ ένα τέτοιο φόντο με την πολυχρωμία τους φανταστικές εικόνες και χάριζαν μαζί με την κούραση και ένα αισθητικό αποτέλεσμα απαράμιλλης ομορφιάς.
Αναπολώντας κανείς όλα αυτά και συγκρίνοντάς τα με εικόνες του σήμερα δεν ξέρει, πώς ν’ αντιδράσει να κλάψει, να γελάσει ή και τα δύο μαζί; Πριν λίγο καιρό μπορούσε να γελάσει από ικανοποίηση για την ξέφρενη βελτίωση των συνθηκών λειτουργίας των νοικοκυριών, που τόσο σύντομα επιτεύχθηκε, και παράλληλα να κλάψει, ενδεχομένως, για τη χαμένη απλότητα της ζωής και απόλαυση τέτοιων όμορφων εικόνων, που έφερε η αστυφιλία και η πολυκατοικία.
Σήμερα εξαιτίας των αδιεξόδων και του καταντήματος, στο οποίο έχουμε περιπέσει, οι περισσότεροι συνεχώς στενάζουμε, μελαγχολούμε και βρισκόμαστε στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Τέτοιες, όμως, θύμησες, σαν αυτές που περιέγραψα, χαρίζουν τουλάχιστον σ’ αυτούς, που τις έζησαν, την ελπίδα ότι παρά τη δύσκολη θέση, που εκτός των άλλων μας οδήγησε η απληστία μας και ο υπερκαταναλωτισμός, τίποτε δεν χάθηκε οριστικά και τελεσίδικα υπάρχουν πολλοί τρόποι ν’ αντιδράσουμε, προκειμένου να επιβιώσουμε και να ορθοποδήσουμε ξανά.