Του Ηλία Κωτούλα
Καιρός ήταν να συνέλθουμε οι Έλληνες. Να δείξουμε τον πραγματικό μας εαυτό και να βουλώσουμε τα στόματα όσων μας εκβιάζουν, μας συκοφαντούν και μας απειλούν, ότι θα κόψουν τη βοήθειά τους. Γιομίζει η ψυχή μου με χαρά και αισιοδοξία, βλέποντας σχεδόν όλη την Ελλάδα στο πόδι. Εκκλησία, Δήμοι, και διάφορα σωματεία, να προσπαθούν με κάθε τρόπο να βοηθήσουν τον πάσχοντα συνάνθρωπο.
Περισσότερο με συγκινούν οι νέοι μας, αγόρια και κορίτσια, που σε ομάδες ψάχνουν να βρουν τους ανθρώπους που υποφέρουν για να τους βοηθήσουν και να τους προσφέρουν τα είδη που έχουν ανάγκη. Η φιλανθρωπία και η αλληλεγγύη προς τον δίπλα μας, στο μεγαλείο της.
Νύχτα, μέσα στο κρύο, στα πεζοδρόμια και σ’ όλες τις απόμερες γωνιές, όπου υπάρχουν άνθρωποι που υποφέρουν και έχουν ανάγκη, χωρίς διάκριση σε χρώμα και φυλή, βοηθιούνται με κουβέρτες, τρόφιμα και άλλα είδη ανάγκης και μεταφέρονται σε μέρη που έχουν θέρμανση, γυμναστήρια και άλλες αίθουσες, για να περάσουν τις δύσκολες νύχτες της παγωνιάς.
Η φτώχεια και η δυστυχία που έφεραν τα μέτρα που μας επέβαλαν οι συνεταίροι δανειστές μας, με τόση εχθρότητα, ξύπνησαν τα ευγενέστερα συναισθήματα που είναι προικισμένος από γεννησιμιού του ο λαός μας και βλέπουμε όσα βλέπουμε.
Αχ, πόσες αναμνήσεις και αναπολήματα έφεραν στο νου μου τα γεγονότα αυτά που ζούμε στις μέρες μας. Βλέποντας τα παιδιά με γεμάτα τα χέρια, να προσφέρουν όσο μπορούν και όπου μπορούν. Θυμήθηκα το σχολείο, ξαναγύρισα στην τάξη. Ξανάζησα γι’ άλλη μια φορά, στα γεράματά μου τις προσπάθειες που καταβάλαμε για να εμπεδώσουν τις αρετές της συμπόνιας και της ελεημοσύνης προς τον συνάνθρωπο. Στην σκέψη μου ήρθε η γιαγιά της Ελενίτσας, που μαζί με τα λεφτά που της έδινε για το κερί, της έδινε και ένα πενηνταράκι να το δώσει στον παππού που καθόταν στα σκαλιά της εκκλησιάς.
Θυμήθηκα τους στίχους του ποιητή για την ελεημοσύνη, που μιλούσε για ένα γέρο φτωχό, που καθόταν σε μια γωνιά περαστική και περίμενε, ίσως και τον ελεήσει. «Καμιά ψυχή που έχει μάθει να συμπονεί τα ξένα πάθη». Να μάθει λοιπόν η ψυχή να συμπονεί τα ξένα πάθη.
Από πού όμως βγαίνει το ερώτημα. Πρώτα απ’ την οικογένεια, κι ύστερα απ’ το σχολείο. Απ’ τα θαυμάσια κείμενα, που με τόση ευκολία κι απερισκεψία βγάλαμε απ’ τ’ αναγνωστικά και τ’ ανθολόγια. Μαθαίνει η ψυχή να συμπονεί τα ξένα πάθη, φτάνει να τη διαπαιδαγωγήσουμε. Να την πλουτίσουμε με μνήμες αγαθές, που θα ξεπετιούνται και θα βοηθούν κάθε φορά, που κάποια ανάγκη θα βγαίνει μπροστά της. Και μια που αναφερόμαστε σε μνήμες, θυμήθηκα μια ιστορία αληθινή που μου έκανε εντύπωση και σας τη γράφω.
Με κόπους και θυσίες μεγάλωνε μια χήρα το μοναχοπαίδι της. Και χαίρονταν που βάδιζε στον ίσιο δρόμο. Κάθε απόγευμα είχε τη συνήθεια να θυμιατίζει το σπίτι της, για το καλό και η ευωδία έφτανε ως έξω στο δρόμο. Το παιδί το χαίρονταν και το ευχαριστιόταν. Όλα πήγαιναν καλά μέχρι την ώρα που μπήκε στο Πανεπιστήμιο. Εκεί έμπλεξε με παρέες και ξεστράτισε. Στεναχωριόταν η χήρα έκλαιγε και προσευχόταν. Μια μέρα το παλικάρι περνούσε από ένα ημιυπόγειο. Ξαφνικά μια γνώριμη ευωδιά ήρθε στη μύτη του και τον συγκλόνισε. Η νοικοκυρά θυμιάτιζε.
Απ’ το μυαλό του πέρασαν όλες οι ωραίες εικόνες του σπιτιού του. Η μνήμη της μάνας του με το θυμιατό, τον ξύπνησε. Αμέσως συνήλθε και γύρισε στο σπίτι του και στον ίσιο δρόμο. Ας φροντίσουμε λοιπόν να πλουτίζουμε τα παιδιά μας με μνήμες αγαθές, για να ξαναβρεί το δρόμο της η πατρίδα και να πάνε όλα καλύτερα.