Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου
ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ: Ο Άγιος, που γεννήθηκε στο τέλος του 3ου μ.Χ. αιώνα, καταγόταν από τη Λιβαδειά και ήταν από τη νεότητά του πιστός Χριστιανός, ασκητικός στους τρόπους και ζούσε καθαρή και αγνή ζωή. Ήταν συγγενής του Αγίου Αχιλλίου και βρέθηκε, ως παρατηρητής, καθόσον δεν είχε ακόμα χειροτονηθεί, στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (Νίκαια).
Έζησε την εποχή που βασίλευσαν οι δύο υιοί του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο Κωνστάντιος στην Ανατολή και ο Κώνστας στη Δύση. Ο Κωνστάντιος είχε αποδεχθεί τις αιρετικές αρχές του Αρειανισμού, ενώ ο Κώνστας παρέμεινε πιστός στις αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Και οι δύο είχαν ως κοινά χαρακτηριστικά της θρησκευτικής τους πολιτικής την καταπολέμηση των ειδώλων και την υπεράσπιση της ενότητας της Εκκλησίας. Αυτή η πολιτική είχε ως συνέπεια τη διεύρυνση της εκκλησιαστικής διάσπασης μεταξύ οπαδών και αντιπάλων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Οι παρεμβάσεις στα εκκλησιαστικά πράγματα υπήρξαν πηγή εντάσεως στις αρειανικές έριδες του 4ου αιώνα. Έτσι ο Άγιος απεστάλη στη Σκόπελο από τον Άγιο Αχίλλιο (Επίσκοπο Λαρίσης), για να ενισχύσει τους εκεί εξόριστους εχθρούς του αρειανιστή Κωνστάντιου και να τους στερεώσει στην ορθόδοξη πίστη.
Ο ΑΓΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ: Αργότερα χειροτονήθηκε επίσκοπος Σκοπέλου, πράγμα που προξένησε πάνδημη χαρά στο νησί. Υπό τη νέα του αρχιερατική ιδιότητα συμμετείχε στη Σύνοδο της Σαρδικής (Σόφια) το 347, μαζί με άλλους τριακόσιους αρχιερείς. Η Σύνοδος καταδίκασε επισκόπους υπερασπιστές των κακοδοξιών του Αρείου, που συμμερίζονταν την άποψη ότι ο Ιησούς ήταν ετεροούσιος από τον Πατέρα, και επαναδιατύπωσε το Σύμβολο της Νικαίας («Πιστεύω»). Ο συναξαριστής μας βεβαιώνει για τον καθοριστικό ρόλο της ομιλίας του Αγίου που κατάφερε με πειστικά επιχειρήματα να νικήσει κατά κράτος τα σοφίσματα των αιρετικών.
Ο ΝΕΟΣ ΕΧΘΡΟΣ - ΜΑΡΤΥΡΙΟ: Στα κατοπινά χρόνια της ποιμαντορίας του Ρηγίνου εμφανίστηκε ένας χειρότερος πειρασμός. Στο θρόνο της Αυτοκρατορίας ανήλθε ο νεοειδωλολάτρης Ιουλιανός ο Παραβάτης (361-3), που προσπάθησε να επαναφέρει τη λατρεία του δωδεκαθέου, χτυπώντας τον Χριστιανισμό, κλυδωνίζοντας πάλι την Εκκλησία του Χριστού. Στη διάρκεια του διωγμού που ακολούθησε, ο έπαρχος της Ελλάδας έφτασε στη Σκόπελο και άρχισε να φονεύει, βασανίζοντας σκληρά, πολλούς Χριστιανούς. Συνέλαβε και τον Άγιο επίσκοπο του νησιού και προσπάθησε αρχικά με κολακείες και υποσχέσεις να τον πείσει να θυσιάσει στα είδωλα, έστω προς το θεαθήναι.
Επειδή ο Ρηγίνος αρνήθηκε θαρραλέα, στρατιώτες διατάχθηκαν να τον οδηγήσουν στο χώρο του σταδίου του νησιού όπου ο τύραννος επιχείρησε με άγρια βασανιστήρια, να τον μεταπείσει. Ο έπαρχος, βλέποντας τον Άγιο να μένει στέρεος στην πίστη του και τον πιστό λαό της Σκοπέλου να ενισχύεται από το παράδειγμα του ποιμένα του, διέταξε να το οδηγήσουν στο παλιό γεφύρι της Χώρας Σκοπέλου διατάσσοντας τον αποκεφαλισμό του. Έτσι την 25η Φεβρουαρίου του 362 ο Ρηγίνος αναχώρησε για τις «ουράνιες μονές». Οι πιστοί Σκοπελίτες, την ίδια νύχτα, παρέλαβαν το τίμιο σκήνωμα του Αγίου Επισκόπου τους και το ενταφίασαν μέσα στο δάσος του υπερκείμενου λόφου. Δίπλα από τον τάφο του, ανήγειραν το 1728 μοναστήρι προς τιμήν του Αγίου στον ίδιο λόφο, έξω από τη Χώρα του νησιού (2,5 χιλμ. Ν.Α. της πόλης), στο δρόμο προς τον Αγνώντα, πάνω σε ερείπια βυζαντινού Ναού, ενώ στο σημείο που μαρτύρησε κτίστηκε αγότερα εικονοστάσι για να θυμίζει τα κατορθώματά του (οι ντόπιοι αποκαλούν την περιοχή «Αϊ Ρηγινάκης»).
Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ: Το 1068 ο Νορμανδός Γουλιέλμος της Σικελίας, άρπαξε και μετέφερε το άγιο λείψανο του Ρηγίνου στην Κύπρο. Πολύ αργότερα, το 1740, στάλθηκε από τη Γερουσία της Σκοπέλου στην Κύπρο ο Κων. Χατζής και πήρε από τους Κυπρίους τμήματα του λειψάνου, που εν συνεχεία αποθησαυρίστηκαν στην Μονή Τιμίου Προδρόμου της Σκοπέλου. Μετά τη διάλυση του μοναστηριού, τα λείψανα μεταφέρθηκαν στη Μητρόπολη (Ι. Ν. Χριστού Γεννήσεως).
«Χαίροις, της Σκοπέλου λαμπρός πυρσός,
χαίροις, εκκλησίας ωραιότης και στολισμός,
χαίροις ορθοδόξων δογμάτων μυροθήκη,
Ρηγίνε θεοφόρε, πίστεως καύχημα»