Από τον Βασίλη Μπαλαή
Με λέν’ Προκόπη.
«Προκόπης, όπως προκομένος», έλεγε η μάνα μου, σαν παραπονιόμουνα για το παράξενο όνομα.
Κανένας πάντως δεν με φωνάζει έτσι και όλοι με φωνάζουνε με το επίθετο. Λαγός. Είμαι λοιπόν ο Προκόπης ο Λαγός.
Προκόπης προκομμένος είμαι, Οδυσσέας πολυμήχανος, ευχάριστος άνθρωπος, φιλόξενος, αγαπώ την καλή παρέα, τα τραγούδια, το καλό κρασί. Αγαπώ τους ανθρώπους. Λίγο απείθαρχος, δεν μπαίνω εύκολα στο καλούπι. Μου αρέσει η ελευθερία, σιχαίνομαι τους περιορισμούς, ερωτευμένος με τον ήλιο και τους προγόνους τους παλιούς, έστω κι αν δεν σκαμπάζω τίποτα. Με δύο λόγια δηλ. ένας φυσιολογικός Έλληνας.
Αγαπώ τους φίλους μου. Φίλους, βέβαια, πολλούς δεν έχω, δυο όλους κι όλους, χρόνια τώρα, και κάμποσους γνωστούς που δεν τους έχω και σε μεγάλη εκτίμηση.
Πάει τώρα λίγος καιρός, δεν μπορώ να πω πόσος, δυσκολεύομαι εδώ να μετρήσω το χρόνο, που περπάταγα με τους καρδιακούς μου φίλους μέσα στα γέλια και την καλή χαρά, όταν άξαφνα έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου. Δεν ξέρω πώς, αλλά ξαφνικά βρέθηκα μέσα σ’ ένα μεγάλο λάκκο. Πριν ακόμα καταλάβω τι γίνεται, τόνοι ολόκληροι από χώματα άρχισαν να πέφτουν πάνω μου, έτσι που σε λίγο ήμουν παραχωμένος μέχρι το στήθος χωρίς να μπορώ να κουνηθώ καθόλου.
Άρχισα να φωνάζω αμέσως βοήθεια και για καλή μου τύχη κάποιος φαίνεται με άκουσε.
«Θάβουν ζωντανό το Λαγό», άκουσα μια γυναικεία φωνή που μου φάνηκε γνωστή.
«Ο Λαγός δεν αντέχει άλλο», άκουσα μια δεύτερη, ευγενική, φωνή, αντρική.
Αναθάρρησα, έβαλα όλη μου τη δύναμη και κατάφερα να ελευθερωθώ λιγάκι, να στρίψω το κεφάλι μου, να δω...
Τι το ‘θελα Βαγγελίστρα μου; καλύτερα να μου ‘βγαιναν τα μάτια με αυτό που είδα! Οι δυο πολυαγαπημένοι μου φίλοι, κρατώντας από ένα μεγάλο φτυάρι ο καθένας, μούσκεμα στον ίδρωτα, να με φτυαρίζουν ανελέητα! «Μα... τι γίνεται εδώ;», κατάφερα μετά πολλή ώρα να ψελλίσω, «τι συμβαίνει;».
«Μην ανησυχείς», μου είπαν στοργικά κι οι δυο μαζί, «θέλουμε να ξέρεις πως αυτό είναι για το καλό σου, έχε μας εμπιστοσύνη και μην κουνιέσαι, γιατί αλλιώς θα σε βρουν πολύ χειρότερα, και τότε ούτε και μεις, οι πιο καλοί σου φίλοι, δεν θα μπορούμε να σε σώσουμε».
Δεν καταλάβαινα τίποτα, το χώμα είχε φτάσει στο λαιμό μου πια.
«Εμπρός, Λαγέ, μη σκύβεις το κεφάλι / ο μόνος δρόμος είναι, αντίσταση και πάλη», ξανάκουσα τη γυναικεία φωνή να μου δίνει θάρρος. Την αναγνώρισα τελικά, από μια γνωστή μου ήταν, προκομμένη γυναίκα αλλά όχι πολύ του γούστου μου, μιας και λέγαν γι’ αυτήν πράματα και θάματα.
«Ελάτε παιδιά, όλοι μαζί να βάλουμε ένα χεράκι, να σώσουμε το Λαγό που τον θάβουν ζωντανό, δεν αντέχει άλλο», φώναξε τρέχοντας ένας νεαρός που, μεταξύ μας, τον είχα παλιότερα για λίγο τεντιμπόι. Με τις φωνές μαζεύτηκαν και άλλοι, λιγότερο γνωστοί, και πια σιγουρεύτηκα πως θα τα καταφέρω Όμως, ένα περίεργο πράγμα, κανένας τους δεν έδιωξε τους δυο καλύτερους φίλους μου, που συνέχιζαν να με φτυαρίζουν ανελέητα μαζί με κάμποσους άλλους χοντρούς με γραβάτα, που μερικοί μιλούσαν ξένα.
Ο νεαρός λοιπόν, που οι φίλοι μου και γω τον λέγαμε τεντιμπόι, ανασκουμπώθηκε και με φωνές και προτροπές ζητούσε όλοι μαζί να βοηθήσουν.
«Μη βιάζεσαι», άκουσα τη γυναίκα να του λέει, «γιαβάς γιαβάς. Πρώτα πρέπει να αποφασίσουμε πώς θα τον βγάλουμε απ’ το λάκκο, μετά τι θα γίνει με τους χοντρομπαλάδες και τους ξένους, που εγώ λέω να τους πλακώσουμε στις μπούφλες, και τέλος να μας πει τι σκέφτεται να κάνει ο Λαγός σαν τον ξεπαραχώσουμε, γιατί αν ξανακάνει παρέα μ’ αυτούς τους άχρηστους καλύτερα να τον αφήσουμε εκεί που είναι».
«Παρακαλώ, παρακαλώ», άκουσα την ευγενική αντρική φωνή, «διαφωνώ απολύτως μαζί σας κυρία μου. Πρώτα-πρώτα θα πρέπει να κατανοήσουμε όλοι, και ο Λαγός μαζί, πως έχει βάλει κι αυτός το χεράκι του για να φτάσει σ’ αυτή την κατάσταση. Έτσι, νομίζω, ένα μικρό στριμωγματάκι του χρειάζεται. Και βέβαια, μπορεί οι χοντρομπαλάδες και οι ξένοι να τον παραχώνουν, αλλά νομίζω πως μόνο με τη δική τους, στρατηγική, συνεργασία θα μπορέσουμε να σώσουμε μια και καλή το Λαγό. Και τέλος, διαφωνώ κάθετα με την πρότασή σας να πλακώσουμε στις μπούφλες τους χοντρούς».
«Μήπως, λέω εγώ, να τα αφήναμε όλα αυτά για λίγο, να ξεθάψουμε το φουκαρά το Λαγό, που μπορεί να μας έχει στο φτύσιμο βέβαια, αλλά δεν του αξίζει και τέτοια τύχη;», άκουσα τον τεντυμπόϋ να λέει, κι αναθάρρησα.
«Δε μιλώ με τεντιμπόιδες αγαπητέ», το ξέκοψε αποφασιστικά ο ευγενικός κύριος και γύρισε αλλού το κεφάλι.
«Δεν είναι τεντιμπόις, βουτυρόκωλος είναι, χειρότερος και από σένα», αντιγύρισε η γνωστή μου κυρία, «γιατί μπορεί να λέει πως δεν χωνεύει τάχα τους γραβατωμένους χοντρομπαλάδες αλλά κατά βάθος είναι μαζί τους, ενώ θέλει ν’ αφήσει το Λαγό τελείως αμολυτό, χωρίς καμιά εγγύηση πως δεν θα ξανακάνει παρέα με αυτούς».
«Εμείς πάντως», πετάχτηκαν 5-6 άλλοι ακούρευτοι με σκουλαρίκι, «θα βοηθήσουμε μόνο αν μας δώσετε τους κασμάδες να ανοίξουμε τα κεφάλια απ’ αυτά τα καθάρματα, αλλιώς ξεγράψτε μας».
«Θα... μπορούσα να...», έκανα να πω, αλλά εκεί απάνω το χώμα άρχισε να μπαίνει στα ρουθούνια μου, και όπως άκουγα τους σωτήρες μου να αναλύουν αν και πώς πρέπει να μου δώσουν ένα ποτήρι νερό, έχασα τις αισθήσεις μου.
Και τώρα κάθομαι εδώ επάνω και σας γράφω, να σκοτώσω το χρόνο μου, και είμαι σίγουρος πως θα λάβετε το γράμμα μου, μιας και ένα εύκαιρο Χερουβείμ υποσχέθηκε να σας το φέρει. Γιατί, αν δεν σας το είπα, η διεύθυνσή μου είναι: Μακαρία οδός 52, Τ.Κ.66600, παραπλεύρως Παραδείσου.
Με αγάπη
Προκόπης ο Λα(γ)ός
Υ.Γ. Τους χαιρετισμούς μου στους σωτήρες μου, έστω κι αν δεν πρόκαναν.
* Ο Βασίλης Μπαλαής είναι γιατρός, φυσίατρος