Μετά τον πόλεμο, το 1950, πήγα για πρώτη φορά στη γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα, και είπα πως είχα πρόθεση να πάω στην Κρήτη. Από την πρεσβεία μού συνέστησαν επειδή ήταν πολύ ενωρίς ακόμα και οι πληγές από τη γερμανική κατοχή ανεπούλωτες, να λέγω πως είμαι Ελβετός τουρίστας. Αλλά εγώ τους ήξερα τους Κρήτες. Από την πρώτη στιγμήν είπα πως ήμουν Γερμανός. Και όχι μόνον δεν κακόπαθα, άλλα ξανάζησα παντού όπου πέρασα, τη θρυλική κρητική φιλοξενία. Ένα σούρουπο καθώς ο ήλιος βασίλευε, επήγα στο γερμανικό νεκροταφείο, με μόνον συντροφιά τις τελευταίες ηλιαχτίδες. Έκανα όμως λάθος. Υπήρχε εκεί μια ζωντανή ψυχή. Ήταν μια μαυροφορεμένη γυναίκα. Με μεγάλη μου έκπληξη την είδα να ανάβει κεριά στους τάφους των Γερμανών νεκρών του πολέμου, και να πηγαίνει μεθοδικά από μνήμα σε μνήμα.
Την πλησίασα και την ερώτησα. Συγγνώμην κυρία μου είσθε από εδώ; Μάλιστα κύριε. Και γιατί το κάνετε αυτό; Οι Γερμανοί σκότωσαν τους Κρητικούς. Η απάντηση που πήρα μόνον στην Ελλάδα μπορούσε να δοθεί. Παιδί μου, μου είπε η απλοϊκή αυτή γυναίκα. Από την προφορά σου φαίνεσαι ξένος και δεν θα γνωρίζεις τι συνέβη εδώ το 1941 – 1944. Ο άντρας μου σκοτώθηκε εις τη μάχη της Κρήτης και έμεινα με τον μονάκριβό μου γιο. Μου τον πήραν οι Γερμανοί όμηρο στα 1943 και απέθανε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως στο Σαζενχάουζεν. Δεν ξέρω πού είναι θαμμένο το παιδί μου. Ξέρω όμως πως όλα τούτα ήταν παιδιά μιας μάνας, σαν κι εμένα. Και ανάβω ένα κερί στη μνήμη τους, επειδή οι μάνες τους δεν μπορούν να έλθουν εδώ κάτω. Σίγουρα μια άλλη μάνα θα ανάβει το καντήλι στη μνήμη του γιου μου.
ΕΡΧΑΡΤ ΚΕΣΤΝΕΡ Συγγραφέας (Για την αντιγραφή, Νικόλαος Σισκόπουλος μέλος Α’ ΚΑΠΗ )