Του Κώστα Γιαννούλα
Ανέκαθεν, κυρίως όμως τις τελευταίες δεκαετίες, ο προβληματισμός και οι διχογνωμίες κατά τη διάρκεια της επιλογής των ονομάτων μικρών παιδιών γίνονται, πολλές φορές, αφορμή για εντάσεις και καβγάδες, μικρής ή μεγάλης διάρκειας, που αναστατώνουν και δηλητηριάζουν τη ζωή ζευγαριών και συγγενών τους.
Το πρόβλημα αυτό σε παλαιότερες εποχές αντιμετωπιζόταν πιο ανώδυνα και με λιγότερους οικογενειακούς κραδασμούς, κυρίως γιατί η συντηρητική και ανδροκρατούμενη, τότε, ελληνική κοινωνία με την ανοχή των γυναικών, των οποίων η θέση ήταν υποβαθμισμένη, είχε καθιερώσει εθιμικό δίκαιο, το οποίο ρύθμιζε με πολλές λεπτομέρειες, ποια ονόματα και με ποια σειρά έπρεπε να δοθούν στα παιδιά. Εξυπακούεται, ότι την πρωτοκαθεδρία έπαιρναν τα ονόματα των γονιών απ’ την πλευρά του μπαμπά και μάλιστα αδιαμαρτύρητα.
Και επειδή εκείνα τα χρόνια η πολυτεκνία ήταν βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής οικογένειας, τα παιδιά, που γεννιούνταν έφθαναν και περίσσευαν, προκειμένου να γίνονται τα κέφια όλων των παππούδων και γιαγιάδων, οπότε η ζωή των ζευγαριών συνεχιζόταν ομαλά και ανεπηρέαστη απ’ την ονοματολογία.
Αλλά και όταν άρχισαν τα ζευγάρια να γεννούν μέχρι δύο παιδιά, το εθιμικό αυτό δίκαιο για αρκετά χρόνια ήταν τόσο ισχυρό υπέρ των γονέων του μπαμπά, ώστε διευκολυνόταν η ζωή του ζευγαριού, έστω και σε βάρος των γονέων της μαμάς, οι οποίοι μαζί με την κόρη τους την ανάγκη επιθυμίαν ποιούμενοι αποδέχονταν, συνήθως θέλοντας και μη την επιλογή.
Πέραν τούτων δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στον νονό και στη νονά δίνονταν, τότε, τόσες υπερεξουσίες, ώστε πολλές φορές, σε περίπτωση διχογνωμιών, παρενέβαιναν και έδιναν αυτοί μονομερώς τη λύση στο πρόβλημα, αγνοώντας τις απόψεις των γονέων, οι οποίοι, όμως, ήταν υποχρεωμένοι να σεβαστούν την απόφασή τους. Έτσι κατάφερναν να προφυλάσσουν τη σχέση των συζύγων στρέφοντας τα παράπονά τους εναντίον των νονών.
Αυτά, όμως, ίσχυαν σε παλαιότερες εποχές. Σήμερα, που η γυναίκα, πλέον απέκτησε ίσα δικαιώματα με τον άνδρα και τη θέση που της αρμόζει στην κοινωνία, που τα ζευγάρια γεννούν ως επί το πλείστον μέχρι δύο παιδιά και ο ρόλος των νονών έχει προ πολλού υποβαθμιστεί, η ονοματολογία γίνεται αφορμή να βασανίζονται πολλά ζευγάρια και να δυσκολεύονται να δώσουν κοινά αποδεκτή λύση στο πρόβλημα.
Είναι, βέβαια, διαπιστωμένο ότι εκεί, όπου υπάρχει κοινή λογική, πραγματική αγάπη, αλληλοκατανόηση και σεβασμός, εκεί όπου δεν υπάρχουν εγωισμοί, σκοπιμότητες και παρεμβάσεις τρίτων και αφήνεται το ζευγάρι να αποφασίσει μόνο του, δίνεται, συνήθως, εύκολα λύση στο πρόβλημα και με ανώδυνο τρόπο.
Επειδή, όμως, λόγω κεκτημένης εκ του παρελθόντος ταχύτητας και παρά τα ισχύοντα η ανδροκρατούμενη άποψη στις μεγάλες ηλικίες, για το ποιος έχει το πάνω χέρι στη ζωή ενός ζευγαριού, δεν έχει ακόμη εν πολλοίς ξεπεραστεί στην πράξη, και επειδή οι παρεμβάσεις τρίτων δίνουν και παίρνουν, αφού ο ομφάλιος λώρος και οι εξαρτήσεις των παιδιών απ’ τους γονείς τους δεν κόβονται εύκολα, η ονοματολογία σε πολλές περιπτώσεις καθίσταται γόρδιος δεσμός και οι καβγάδες ατελείωτοι.
Έτσι δεν είναι σπάνιο στις μέρες μας οι γονείς του πατέρα αλλά και της μητέρας να απαιτούν μετά μανίας να θρονιασθούν τα δικά τους ονόματα, με αποτέλεσμα τα ζευγάρια να ασφυκτιούν ευρισκόμενα μεταξύ δύο πυρών, χωρίς να ξέρουν ποιόν να φτιάξουν και ποιόν να χαλάσουν.
Για να συμβάλλω, λοιπόν, όσο μου επιτρέπεται, στην άμβλυνση του προβλήματος στηριγμένος στην προσωπική μου βιοθεωρία και εμπειρία, θα έλεγα, μια από εμάς τους μεγάλους συνήθως δημιουργείται το πρόβλημα, ότι το καλύτερο, που έχουμε να κάνουμε, είναι ν’ αφήνουμε τα νέα ζευγάρια να τα βρίσκουν μόνα μεταξύ τους και να μην τα βραχυκυκλώνουμε με τις παρεμβάσεις μας τραβώντας οι μεν απ’ εδώ, οι άλλοι απ’ εκεί, πολύ περισσότερο όταν αυτές κρύβουν εγωισμούς και σκοπιμότητες.
Αν προστρέχουν τα παιδιά μας σε μας και ζητούν την άποψή μας και τις συμβουλές μας, οφείλουμε να τις εκφράζουμε, να μην απαιτούμε, όμως σώνει και καλά, να γίνονται σεβαστές. Το ζευγάρι θα κρίνει κάθε φορά αναλαμβάνοντας τις ευθύνες του, ενώ εμείς θα πρέπει να συμμορφωνόμαστε στις αποφάσεις τους, όποιες και αν είναι, αν επιθυμούμε πραγματικά, όσο εξαρτάται από μας, την ευτυχία τους κι αν δε θέλουμε να νιώθουμε συνυπεύθυνοι για τη δυστυχία τους.