Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Ο ανοιχτός πόλεμος, ο οποίος ξέσπασε μεταξύ του Γιώργου Α. Παπανδρέου με το «Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη» (ΔΟΛ) και τον εκδότη Σταύρο Ψυχάρη, μετά τις καταγγελίες του Γ. Α. Παπανδρέου πως, ούτε λίγο – ούτε πολύ, φταίνε τα ΜΜΕ για την πτώση του, έρχεται να επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς για τις κατά καιρούς «σχέσεις» μεταξύ της πολιτικής εξουσίας και των εκδοτών («καναλαρχών») με στόχο το αμοιβαίο όφελος.
Ο Γιώργος Α. Παπανδρέου, ο οποίος οδηγήθηκε, εκ των πραγμάτων, αλλά κυρίως εκ των δικών του ανομημάτων, στην έξοδο, πιθανώς και από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ (του κόμματος που ίδρυσε ο πατέρας του, το οποίο, όμως, «φρόντισε», ως καλός πατροκτόνος, να το αλλοιώσει, βοηθούντος και του έτερου πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, πολιτικά, ιδεολογικά και κυρίως κοινωνικά), προσπάθησε να παρουσιαστεί ως θύμα των ΜΜΕ και των ιδιοκτητών τους, ως θύμα της διαπλοκής και των συμφερόντων.
Κατονόμασε δε τον εκδότη Σταύρο Ψυχάρη, ως αυτουργό αυτής της, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, εξελίξεως, λησμονώντας ηθελημένα τις αγαστές σχέσεις, τις οποίες οι, κατά καιρούς πρωθυπουργοί - άρα και ο ίδιος - έχουν - κυρίως στην αρχή της θητείας τους- με το εκδοτικό (και όχι μόνο) κατεστημένο της χώρας (δηλαδή, για όσο καιρό υπάρχει η αμοιβαία προσδοκία για πάσης φύσεως «αλληλοεξυπηρετήσεις» πελατειακού χαρακτήρα) ενώ επεχείρησε να εμφανισθεί ως «αθώος του αίματος» για τα όσα βάρβαρα και δραματικά έχουν συμβεί στη χώρα τα τελευταία δύο χρόνια και τα οποία έχουν οδηγήσει την κοινωνία στην εξαθλίωση.
Ο Γιώργος Α. Παπανδρέου προσπάθησε, με άλλα λόγια, να παρουσιάσει τον εαυτόν του ως τον καλό πατριώτη, ο οποίος θέλησε να διασώσει τη χώρα, ρίχνοντάς την, όμως, στον Καιάδα του ΔΝΤ και των λοιπών δανειστών (τοκογλύφων) αλλά «έπεσε» όχι γιατί έφταιξε ο ίδιος, αλλά γιατί τον πολέμησαν τα συμφέροντα, τα οποία, όμως (και ουχί ειρήσθω εν παρόδω) ουδέποτε πολέμησε, αλλά αντιθέτως ευνόησε.
Αξίζει να θυμίσουμε ότι και ο Κώστας Καραμανλής είχε δηλώσει κάποτε ότι θα πολεμήσει τους «νταβατζήδες», αλλά δεν το έπραξε, ενώ κατά καιρούς (και παρά τις «σχέσεις» που είχαν μαζί τους) πολλοί Έλληνες πρωθυπουργοί έριξαν στη διαπλοκή την ευθύνη για να καλύψουν είτε την πτώση τους, είτε τη δική τους ανικανότητα να κυβερνήσουν και να καταπολεμήσουν τον «εχθρό» δηλαδή τη διαπλοκή, η οποία, ούτως ή άλλως, είναι υπαρκτή, αλλά η παρουσία της και η ενδυνάμωσή της οφείλεται όχι μόνο στις δικές της δυνάμεις, αλλά και στην ατολμία όσων διακηρύττουν ότι θα την πολεμήσουν και δεν το πράττουν, όσων δεν επιλέξουν να κόψουν τους «προϊστορικούς» δεσμούς πολιτικής εξουσίας και διαπλεκομένων συμφερόντων.
Ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ κατήγγειλε τον επικεφαλής του ΔΟΛ Σταύρο Ψυχάρη ότι τον «πολέμησε» μέσω των εντύπων του, όπως, επίσης, ότι ο εκδότης αντιτάχθηκε στη συγχώνευση της Εθνικής Τράπεζας με την Alpha Bank, επειδή ο ίδιος, ως πρωθυπουργός, δεν συναίνεσε στο να δοθεί δάνειο 10 εκατομμυρίων ευρώ από την Εθνική Τράπεζα στο Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη, αλλά απάντησε στον διευθύνοντα σύμβουλο της Τραπέζης, όταν ρωτήθηκε σχετικώς, πως αν ο ΔΟΛ πληροί τις προϋποθέσεις, τότε να πάρει το δάνειο.
Ο Σταύρος Ψυχάρης απάντησε λέγων ότι η Τράπεζα τον πληροφόρησε πως το δάνειο δεν θα του δοθεί, διότι δεν το θέλει το Μέγαρο Μαξίμου, προκάλεσε δε τον πρώην πρωθυπουργό να δηλώσει δημοσίως τι ζήτησε από τον ίδιο και τον εκδότη του «Έθνους» Γιώργο Μπόμπολα, με τους οποίους συναντήθηκε κρυφίως.
Η Εθνική Τράπεζα διέψευσε ότι ζήτησε τη γνώμη του Γ. Α. Παπανδρέου για το αν θα έπρεπε να δοθεί το δάνειο στον ΔΟΛ και ότι απέρριψε την αίτηση για το δάνειο με καθαρά τραπεζικά κριτήρια, ο δε εκδότης των «Νέων» και του «Βήματος» και μέτοχος του τηλεοπτικού δικτύου Mega Channel αποκάλυψε ότι στην επίμαχη συνάντηση Παπανδρέου – Ψυχάρη – Μπόμπολα, ο τότε πρωθυπουργός ζήτησε να στηρίξουν τον ίδιο και την κυβέρνησή του, τόσο μέσω των εφημερίδων τους, όσο και κυρίως μέσω του Mega.
Ωστόσο, ο εκδότης Σταύρος Ψυχάρης σε άρθρο του στο «Βήμα» ήταν σαφής: «Οι κατά καιρούς διαμαρτυρόμενοι εγχώριοι κεκράκτες για τις θέσεις που λαµβάνουν εφημερίδες, τις οποίες δεν ελέγχουν, οφείλουν να αντιληφθούν ότι η εποχή της τρομοκρατίας ετελείωσε – δεν υπάρχουν πλέον πρίγκιπες τους οποίους πρέπει να χαϊδεύουν τα Μέσα Ενημερώσεως (...). Τα κόµµατα έχουν τις δικές τους δηλωμένες και αδήλωτες πηγές – και πάντως δεν δίνουν δεκάρα για τις εφημερίδες, που τις θέλουν πιστές θεραπαινίδες της Αυτού Βασιλικής Υψηλότητος του Πρίγκηπος Γ’ (...). Όταν (δε) φθάνει η ώρα της κρίσεως οι αποτυχημένοι, κατά κανόνα, επιτίθενται στα ΜΜΕ (για όλα φταίει το Μέγκα Τσάνελ, οι εκδότες, οι καναλάρχες, οι διαπλεκόµενοι κ.λπ. κ.λπ.), ενώ όλοι, οι κατ’ επάγγελµα κατήγοροι, είναι αθώοι - έως ότου καταδικασθούν...».
Ωστόσο, ανεξαρτήτως της αληθείας των διατυπωθέντων, εκατέρωθεν, ισχυρισμών, στο πλαίσιο του εν λόγω πολέμου, επιβεβαιώνεται για μια ακόμη φορά το υφιστάμενο και ισχυρό καθεστώς διαπλοκής και φυσικά οι σχέσεις των ΜΜΕ με την πολιτική εξουσία, σχέσεις που έχουν, κατά καιρούς, καταγγελθεί ως δημιουργούσες, εκτός των άλλων, προβλήματα στη λειτουργία της Δημοκρατίας και των δημοκρατικών θεσμών.
Και για μια ακόμη φορά εγείρονται τα ίδια ερωτήματα, τα οποία, εν πάση περιπτώσει, συνεχίζουν να μένουν αναπάντητα, με την έννοια ότι οι απαντήσεις που δίνονται, συνιστούν περισσότερο δεοντολογικά ζητούμενα και, σε καμμιά περίπτωση, δεν αποτυπώνουν την αλήθεια και πραγματικότητα.
Πόσο ανεξάρτητα είναι τα ΜΜΕ ώστε να κάνουν τη δουλειά τους ανεπηρέαστα;
Πόσο η πολιτική εξουσία είναι σε θέση, άλλοτε να τα εκμαυλίζει και άλλοτε να τα εκβιάζει, προκειμένου, δι’ αυτών, να προπαγανδίζει τη γραμμή και τις θέσεις της;
Τι συμβαίνει σε ΜΜΕ τα οποία δεν είναι αρεστά ή εν πάση περιπτώσει ασκούν κριτική στην κυβέρνηση και την εξουσία;
Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα, που θέλουν απαντήσεις, ερωτήματα στα οποία πρέπει να προστεθεί και ένα ακόμη, αν και είναι κοινό μυστικό πως ως ερώτημα είναι ρητορικό και αφελές:
Άραγε οι τραπεζίτες απευθύνονται στην πολιτική εξουσία για να χορηγήσουν δάνεια;
Εν πάση, όμως, περιπτώσει, όπως λέει και ο «Παρατηρητής» στην εφημερίδα «Παρόν», για το Γ. Α. Παπανδρέου, είναι «λίγο αργά για δάκρυα. Τώρα κλαίει η χώρα. Και αγωνίζεται να απαλλαγεί από τη συνωμοσία των ανίκανων».