Του Κώστα Γιαννούλα
Στη χώρα μας αλλά και σ’ ολόκληρο τον κόσμο βρίσκεται σε εξέλιξη αυτόν τον καιρό μία πολύπλευρη κρίση, που ταράζει συθέμελα το κοινωνικό οικοδόμημα και απειλεί με εξαθλίωση πολύ περισσότερους απ’ τους συνηθισμένους αναξιοπαθούντες.
Εν τω μεταξύ κυβερνήσεις πέφτουν και αλλάζουν κάτω από το βάρος της αδυναμίας να ελέγξουν την κατάσταση και της κατακραυγής του κόσμου για τα σκληρά και επώδυνα μέτρα, που λαμβάνονται επί δικαίων και κυρίως αδίκων.
Παράλληλα, χρόνο με το χρόνο, πυκνώνουν οι τάξεις του κινήματος «δεν πληρώνω- δεν πληρώνω» τα διάφορα χαράτσια, στο οποίο συμμετέχουν πλέον όχι μόνο αναξιοπαθούντες, που δεν έχουν πράγματι να πληρώσουν και πού την κεφαλήν κλίναι, αλλά και πολίτες που είτε δυσκολεύονται είτε, παρότι έχουν, αρνούνται να πληρώσουν, επειδή διαφωνούν με τα χαράτσια. Άλλωστε το κίνημα αυτό λειτουργεί, πλέον, υπό την καθοδήγηση κομματικών και συνδικαλιστικών ηγεσιών αλλά και Δημοτικών αρχών.
Επειδή το θέμα αυτό μας αφορά όλους, νιώθω την ανάγκη να διατυπώσω και τη δική μου άποψη επ’ αυτού. Αναφορικά μ’ αυτούς που δεν έχουν πράγματι να πληρώσουν, μια που δεν μπορούν να πράξουν διαφορετικά, καλά κάνουν και δεν πληρώνουν. Θα πρέπει, μάλιστα, γι’ αυτούς η Πολιτεία να κάνει το νόμο τρόπο και να βρει ποιοι είναι και να τους απαλλάξει άμεσα απ’ τα χαράτσια κι όχι να τους κόβει και το ρεύμα.
Αποτελεί, ωστόσο, πάγια προσωπική μου πεποίθηση ότι σε καθεστώς κοινοβουλευτικής δημοκρατίας πρέπει να γίνονται σεβαστές όλες οι αποφάσεις και τα μέτρα, που παίρνονται απ’ τις εκάστοτε δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις, ακόμη και όταν αυτές δείχνουν, πως βρίσκονται σε δυσαρμονία με τις επιθυμίες του λαού.
Και αυτό γιατί μια απ’ τις βασικές αρχές της δημοκρατίας είναι η αρχή της πλειοψηφίας, που σημαίνει ότι οι της μειοψηφίας, και όταν διαφωνούν, είναι υποχρεωμένοι να σέβονται και να εκτελούν τις αποφάσεις της πλειοψηφίας. Άλλωστε στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα, αφού, όταν το απαιτούν οι περιστάσεις, ο λαός με εκλογές δίνει τη λύση.
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι επιτρέπεται για μια τετραετία οι εκάστοτε κυβερνώντες να αυτοσχεδιάζουν εκ του προχείρου, χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν, ούτε να ενεργούν, όπως τους καπνίσει, επειδή εκλαμβάνουν την εντολή της πλειοψηφίας του λαού να κυβερνήσουν ως λευκή επιταγή.
Ούτε σημαίνει, επίσης, ότι η τακτική του «σφάξε με αγά μ’, ν’ αγιάσω» είναι η ενδεδειγμένη για την προάσπιση των συμφερόντων του λαού, τη στιγμή που, ό,τι πέτυχαν οι εργαζόμενοι κατά καιρούς, το οφείλουν στους σκληρούς τους αγώνες.
Το καλύτερο που έχει να κάνει, κατά την άποψή μου, μια κοινωνία και ο καθένας μας ξεχωριστά σε τέτοιες περιπτώσεις είναι να αφήνει τον καναπέ, να αντιδρά έγκαιρα και να συμμετέχει σε αγώνες κάθε φορά, που επιχειρεί μια κυβέρνηση να πάρει άδικα μέτρα και αποφάσεις, προκειμένου να την πείσει ή να την εξαναγκάσει να μην τα πάρει. Αν, όμως, αυτή είτε εκμεταλλευόμενη την αδιαφορία είτε αγνοώντας τις αντιδράσεις τα πάρει, τότε, όταν κανείς νιώθει ότι αδικείται, πρέπει να εφαρμόζει τα αποφασισθέντα, ταυτόχρονα όμως να μη συμβιβάζεται αλλά με κάθε δημοκρατικό μέσο και τρόπο να αγωνίζεται, προκειμένου να πεισθούν οι αρμόδιοι ν’ αλλάξουν ή να βελτιώσουν τις αποφάσεις τους. Αν δεν πείθονται να τους κάνει με τους αγώνες του τη ζωή δύσκολη.
Η μη συμμόρφωση στους νόμους και η ανυπακοή δεν ταιριάζει στις δημοκρατικές κοινωνίες, μικρές ή μεγάλες, γιατί συνιστά συμπεριφορά, που, όπου επιχειρείται, όχι μόνο δεν λύνει αλλά γεννά και άλλα προβλήματα μέχρις σημείου, που μπορεί να οδηγήσει σε διαλυτικά φαινόμενα και στην επικράτηση του νόμου της ζούγκλας, μ’ ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και αυτό δεν συμφέρει κανέναν.