Από τον Δημήτρη Τσικούρα
Έφτασε και πάλι – νάτος – ο καινούριος χρόνος – νάτος – δωδεκάμηνος σωστός και του σύμπαντος θεός, τον παλιό παραμερίζει και το θρόνο του αρπάζει, κυβερνήτης να γενεί ως του χρόνου την αυγή... Πανδαμάτορας, σοφός... και ο χρόνος μας αυτός...
Έφτασε και πάλι - νάτος - φορτωμένος και γεμάτος, όνειρα ελπιδοφόρα, να μοιράσει στα παιδιά, και σε κάθε ενός ανθρώπου, για τη νέα τη χρονιά. Τραγουδώντας, μολογώντας, τους σεβντάδες της ζωής, μας προτρέπει να χαρούμε, με ανάταση ψυχής...
Λίγα τα χρόνια της ανθρώπινης ζωής, στο γήινο πλανήτη. Δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς, να δεις και να γνωρίσεις, τριγύρω σου τι γίνεται και να φιλοσοφήσεις. Τρέχει ο χρόνος σαν νερό, σαν τον αέρα τρέχει, κι απ’ το παρθένο πρωινό, το πρώτο καρδιοχτύπι, δρασκέλισες στο δειλινό, της Δύσης τη «συνθήκη». Ώσπου να βάλεις μια σειρά, στον κόσμο του μυαλού σου, να νιώσεις τα εγκόσμια, κι αυτή του λογισμού σου, κλείνεις τον κύκλο της ζωής, πετάς στο υπερπέραν και χάνεσαι στην άβυσσο, κάποια «πικράν εσπέραν»... Καθένας ονειρεύεται, ευελπιστεί να χτίσει, τα όνειρα, τα σχέδια, να ζήσει ν’ αποχτήσει, κι όλα τ’ αφήνει ατέρμονα, τα μάτια του σαν κλείσει.
Λίγα τα χρόνια της θωριάς, της ζωικής μαγείας, της άπιαστης κι ασύλληπτης, αυτής της ευτυχίας. Δεν έχεις περιθώρια, ούτε να σεργιανίσεις, για μια στιγμή να στοχαστείς, να ζήσεις ν’ αγαπήσεις, γιατί ο χρόνος σε τραβά με βία από το χέρι και σ’ οδηγεί αμείλικτα στη δύση σαν αστέρι, δεν ξέρει από αναβολές, κι από καθυστερήσεις, κι ούτε κανόνες, συνταγές, κι από φιλοφρονήσεις. Με όλους πάντα φυσικά την ίδια συμφωνία, ο χρόνος κάνει εσαεί χωρίς αμφιβολία, σε όλους δείχνει πάντοτε το τέρμα της πορείας, το ίδιο τέλος της ζωής της αμετρο - επείας, χωρίς καμιά παραλλαγή, χωρίς καμιά αστοχία, αργά ή γρήγορα η ζωή τελειώνει με θυσία, θυσία επιθανάτια, με προσταγή απ’ τη φύση, που είναι νομοτέλεια χωρίς αλισβερίσι...
Λίγα τα χρόνια της ζωής, σαν αστραψιά περνούνε, καλπάζοντας μας χαιρετούν και πίσω δεν κοιτούνε, πορεύονται με το παρόν, με τη φορά, την ώρα, και γράφουνε το παρελθόν, το σήμερα, το τώρα, κι αφήνουν μια παράσταση, στης φανταξιάς τη σφαίρα, ευέλπιστη, νοσταλγική την πάσα νύχτα, μέρα. Έτσι γυρίζει ο τροχός (που λένε χρονομέτρη) πάντα μπροστά και σταθερά σαν του ζευγά τ’ αλέτρι, κι αλέθει η μυλόπετρα της κεφαλής το σμάρι, των ιδεών της νόησης, σαν άσβεστο λυχνάρι.
Λίγα τα χρόνια, μα πολλά, τα έργα του ανθρώπου, τα έργα του τα «θαυμαστά» της κάθε γης και τόπου, που δεν προφταίνει να χαρεί ο ίδιος να τ’ αδράξει και τη ζωή την πρόσκαιρη μια μέρα ν’ απολαύσει. Δεν τον αφήνει ήσυχο, τον άνθρωπο ο χρόνος, κι ολοζωής τον κυνηγά σκληρά και επιμόνως, μέχρι την ύστατη στιγμή και το στερνό αντίο, μέχρι την ώρα που η ψυχή θα πάει στο θησείο.
Λίγα τα χρόνια, μα πολλές, είν’ οι βουλές τ’ ανθρώπου, που παγκοσμίως μάχεται να γίνει κάθε τόπου, κυρίαρχος και δαμαστής του σύμπαντος αγέρας και Προμηθέας άτρωτος, παγκόσμιας παντιέρας, ν’ αναρριχάται στα ψηλά, να κυματίζει πλέρια και να περνούν απάνω του χειμώνες καλοκαίρια.
Λίγα τα χρόνια, μα πολλές, οι πεθυμιές της ζήσης, δεν ξέρεις τι να πρωτοδείς, τι να καλωσορίσεις, τι να θαυμάσεις, να χαρείς, τι να πρωταπολαύσεις - αυτό τον κόσμο σαν διαβείς - δεν θέλεις ν’ αποδράσεις...
Και να, κι ο περισπούδαστος, ο ποιητής ο μέγας, ο Παλαμάς, ο γητευτής, τι λέει τραγουδώντας: «Ζωή! δεν είναι τίποτε γλυκύτερο στον κόσμο / απ’ την πεντάμορφη ζωή την ηλιοφωτισμένη! / Ζωή κι αν έρχεσαι γοργά, κι από χαρές γεμάτη, / κι αν έρχεσαι με βάσανα και μ’ έγνοιες και μ’ αρρώστιες / ζωή του γέρου και του νιού, της φτώχειας και του πλούτου / με της δουλειάς τον ίδρωτα, την άδολη τη γλύκα / με την ειρήνη ήρεμη, τους άγριους πολέμους / και μ’ όλες τις καλοκαιριές και μ’ όλους τους χειμώνες. / Ζωή, όπως κι αν δείχνεσαι. Ζωή, ό,τι κι αν είσαι, / αν είσαι πράγμα ή όνειρο, καλή κακή κι αν είσαι / χαρά σ’ εσέ, δόξα σ’ εσέ κι αγάπες και τραγούδια!!!».
Απ’ την «ασάλευτη» ζωή, την ηλιοφωτισμένη, όλα τα επιθυμούμε, όλα τα περιμένουμε, όλα τα καρτερούμε...
Χρόνια καλά, χρόνια πολλά και χρόνια ευτυχισμένα να είναι τα μελλούμενα τα ηλιοφωτισμένα!
* Ο Δημήτρης Τσικούρας είναι ταξιδιωτικός πράκτορας – λογοτέχνης