Η ΠΙΟ κάτω ιστορία, είναι άκρως αληθινή (και κυρίως διδακτική). Και οι διάλογοι απολύτως αυθεντικοί...
Ο ΘΑΝΑΣΗΣ, ο πρωταγωνιστής μας, μετανάστης από την Αλβανία, ήρθε ρακένδυτος, κοκαλιάρης και πεινασμένος πριν χρόνια στην Ελλάδα, ρίζωσε εδώ, παρέχοντας τίμιες βεβαίως υπηρεσίες, αμέτρητων ωρών χειρωνακτικής εργασίας σε εκατοντάδες χλιδάτους (τότε) αλλά και ελαφρώς «νεόπλουτους ιθαγενείς». Θυμάστε που όλοι στην Ελλάδα, ήθελαν να γίνουν... χρηματιστές (!) (κι ας ήταν και... ξεβράκωτοι). Έφτιαξε φαμίλια λοιπόν ο Θανάσης, νοικοκύρης με καθαρό το κούτελο στο χωριό, από δουλειά δεν έμεινε ποτέ. Όλοι τον ζητούσαν για χαμαλίκα...
ΕΤΣΙ πέρασαν τα χρόνια για τον Θανάση. Μεγάλωσε αθέατος, εργατικός, κακομοιριασμένος, να μην λέει ποτέ όχι σε όποιον τον ζητούσε για δουλειά, παντός καιρού και ειδικότητας ο άνθρωπός μας, πότε υδραυλικός, πότε πατωματζής αλλά και βόθρους άνοιγε, χτίστης, κηπουρός και μπογιατζής, (και αεροπλάνο μπορεί να πετούσε αν τον πλήρωνες) μάζευε τα μεροκάματα και τα αποθήκευε όπως ο...μέρμηγκας του γνωστού μύθου.
- «Εγώ δουλεύει... εσύ πληρώνει» - έλεγε σε όσους του ζητούσαν να τους κόψει την ταρίφα. Και πάντα στο τέλος, κοινώς «τους έπαιρνε το...κεφάλι» ο αθεόφοβος. Ένας από εκείνους τους εργοδότες του, νεόπλουτος Έλλην της (προ κρίσεως) εποχής, σήμερα άνεργος και πελαγωμένος στα χρέη και στα δάνεια, ο Βαγγέλης, βρήκε τον Θανάση τις προάλλες, με τα ίδια ρούχα, βρόμικα και γηρασμένα χέρια από τη σκληρή δουλειά, τον φώναξε κοντά του και τον ρώτησε:
- «Βρε Θανάση, ακόμα δουλεύεις; Με τόσα λεφτά που μάζεψες για δεν πας στην Αλβανία, καλύτερα θα περάσεις... Τώρα δεν έχει δουλειές για σας εδώ...».
- «Όχι αφέντη, λάθος κάνεις, τώρα εγώ δουλεύει, πιο πολύ από παλιά. Εσείς οι Έλλήνες δεν μάθατε να δουλεύετε ούτε και τώρα, θα πεινάστε...» - απόλυτος ο Αλβανός Θανάσης, σκέτη διατριβή στην επιβίωση, που τόσα χρόνια τώρα, ίσως και να τον βόλευε να μην μιλάει φαρσί τα Ελληνικά, όπως άλλοι συμπατριώτες του που ζουν καιρό στην Ελλάδα...
- «Και τι δουλειά κάνεις τώρα μωρέ Θανάση;».
- «Εγώ, ανοίγει λάκκους... Στα νεκροταφεία... Βάζω πεθαμένους, βγάζω κοκάλος τα πλένει τα κοκάλος και τα στεγνώνει κιόλας, να τα πάρει συγγενής καθαρά...».
- «Αμάν ρε Θανάση, με ανατρίχιασες...Και πόσα παίρνεις για αυτήν τη δουλειά; Βγαίνει το μεροκάματο;».
- «Εγώ παίρνει 150 εύρος...Όχι άμα μόνο βάλει πεθαμένο, αλλά και άμα βγάλει...».
- «Και καλά, δεν έχουν Έλληνες εργάτες τα γραφεία τελετών για ταφές και εκταφές;».
- «Δεν θέλει δουλέψει Ελλήνος... Εγώ και νύχτα πάει λίγες φορές, δεν φοβάμαι, άλλος δεν το κάνει αυτό... Εγώ δεν θα πεινάσει, δεν θα μείνει από δουλειά. Κάνω ό,τι δεν κάνετε εσείς οι Έλληνες...».
ΜΑΚΑΒΡΙΟ θα πει κάποιος το θέμα - δεν προχωρώ άλλο στους διαλόγους και στις παράλληλες δουλειές του συμπαθέστατου μετανάστη στην Ελλάδα. Όμως απόλυτα ευκρινές και αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, στην κατάδειξη της νωχελικής στάσης στην εργασία, ημών των ιθαγενών και στην «υφαρπαγή» των θέσεων εργασίας από δοκιμασμένους στις κακουχίες της ζωής μετανάστες. Πολλοί απ’ αυτούς έγιναν στα χωριά που διεσπάρησαν και έζησαν χρόνια πολλά, καλύτεροι νοικοκυραίοι και από πολλούς ντόπιους... Απέκτησαν εκτός από εργασία, οικογένεια και μεγάλη περιουσία στην πατρίδα τους, αξιοποιώντας το ελληνικό συνάλλαγμα το οποίο και πολαπλασιάσθηκε στην Αλβανία.
Ο ΘΑΝΑΣΗΣ της ιστοριούλας μας, υπαρκτό πρόσωπο, ακούραστο, εργατικό, για κάθε ταφή και εκταφή καθώς και τακτοποίηση στο οστεοφυλάκιο, κερδίζει 150 ολόκληρα ευρώ! Και στο (μεγάλο) χωριό που ζει και εργάζεται, στην χειρότερη... αναδουλειά, θα «περιποιηθεί» σκάβοντας λάκκους, κάπου τρεις με πέντε αποδημήσαντες εις Κύριον μακαρίτες, εβδομαδιαίως... Τουτέστιν κανένα διχίλιαρο ευρώπουλα το μήνα! Υπενθυμίζω απλώς, ότι ο μισθός στη χώρα του, για έναν ανειδίκευτο εργάτη είναι ακριβώς όσο μία μόνο εκταφή του Θανάση... Οι περισσότεροι Έλληνες δε θα την έκαναν ποτέ αυτή τη δουλειά όσα και να τους έδιναν...
Χρήστος Τσαντήλας