Από τον Δημήτρη Τσικούρα
Όλα πια εξαντλήθηκαν και στερέψανε. Όλα πια τέλειωσαν κι αγριέψαμε. Τους τα δώσαμε όλα, μας τα πήραν όλα και μας απόμεινε μονάχα η καρδιά και η ψυχή. Ε, αυτά δεν μπορούν να μας τα πάρουν. Ήρθε η ώρα και η στιγμή να τους το αποδείξουμε, ξένους και ντόπιους τύραννους, μαφιόζους και ληστές, πως, τίποτα δεν φοβόμαστε – κι ας μην μας απειλούν – για όλα είναι έτοιμος και ντρέτος ο ρωμιός.
Κάθε ρωμιός φιλότιμος, σωστός και πατριώτης, το έδειξε στο παρελθόν, στο διάβα των αιώνων, πως, τ’ άδικο και τ’ άτιμο τον πνίγει, τον μαργώνει και την ψυχή και την καρδιά ατσάλινα αρματώνει, το δίκιο του διεκδικεί, για την τιμή παλεύει, κι ακόμα και το θάνατο νικάει και σκοτώνει.
Γι’ αυτό, σώπα, όπου να ’ναι θα σημάνουν οι καμπάνες. Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας, δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει. Αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο. Αυτά τα δέντρα δεν βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο της δικαιοσύνης, της αλήθειας, της τιμής.
Επίκαιροι οι στίχοι του μεγάλου ποιητή της ρωμιοσύνης, του Γιάννη Ρίτσου, για να περιγράψουμε τη σημερινή κατάσταση της δύσμοιρης πατρίδας μας και των κακόμοιρων ρωμιών, που συχνά, πυκνά στην ιστορία τη μακραίωνη ζήσαμε, και πάλι ξαναζούμε, τα ίδια τα δεινά.
Χωρίς να επαναλαμβάνουμε τα χιλιοειπωμένα «ιντερμέδια» του κάθε «σαλπιγκτή» π’ ακούμε και διαβάζουμε τα τελευταία χρόνια, στα καθημερινά φυλλάδια, τα λόγια καθενός, αλλάζουμε τη φόρμουλα, στον τρόπο της γραφής και λέμε κουβέντες καθαρές, σταράτες και φλογάτες.
Το δίκιο μας το ξέρουμε, όπως και την αλήθεια, κι όσο και αν φωνάζουν οι «ταγοί», λεροί πατριδοκάπηλοι, για τη χρεοκοπία και όλα αυτά με το ευρώ, τα συνακόλουθά της, ποτέ δεν θα πιστέψουμε τα ψέματα που λένε, να μας τρομοκρατήσουνε οι «φίλοι μας εταίροι», που πάντα κρύβουν με σπουδή την πάσα μιαν αλήθεια και αραδιάζουν ψεύτικα ωραία παραμύθια.
Παλιό το έργο της ψευτιάς, όσο και η ζωή μας, πολλές φορές το παίξανε αμέτρητοι «σωτήρες», ντόπιοι και ξένοι εγκάθετοι, λογιών – λογιών φωστήρες, για να μας δώσουν τάχατες τα όσα επιθυμούμε, στους στόχους τους σκοπούμενους, σ’ αυτά που καρτερούμε, χωρίς ποτέ τα μάτια μας να δούνε τι ποθούμε...
Και αν συθέμελα μας ταράζουνε πλουτώνιοι θεοί, και στα τάρταρα μας βυθίζουνε, στων αβύσσων τα σκότη, πάλι εμείς, σαν ήλιοι ορθοί, θα στεκόμαστε πάνω στη γη, καρφωτοί.
Η καρδιά του ρωμιού και η ψυχή δεν πεθαίνουν – από έχθρητες, μισή και στερήσεις – αντρειεύουν – και πορεύονται χρόνια, πάντα μπρος με ορμή, κι αποδιώχνουν τη μοίρα, την κακιά και τη στείρα.
Όσοι βάλθηκαν πλάνα, όπως κι άλλοτε, τώρα, με ψευτιές και φοβίες να βουλιάξουν τη χώρα, να θυμούνται, να ξέρουν, τη θηλιά του Ιούδα, στο λαιμό τους θα βάλουν, στα παιδιά τους τα ίδια. Κι ας καμώνονται τάχα, το καλό μας, πως θέλουν, την Ελλάδα να σώσουν - το λαό ελλοχεύουν…
Κι όπως όλα περνούνε στη ζωή και διαβαίνουν, σαν στιγμής φαντασίες, όποια, κι όσα συμβαίνουν, έτσι θα ναι και πάλι – και τώρα – που μας βρήκε (μας έριξαν σε τούτη την μπόρα) κι οι εχθροί του Λαού μας, οι τυχάρπαστοι, πιόνια, θα πληρώσουν τη λέζα σαν ζαγάρια, τελώνια.
Οι λαοί αποδείξαν με χιλιάδες θυσίες, δεν φοβούνται τις χούντες, κι εξουσίες φατρίες, ξενοκίνητους φάντες, μαριονιέτες ολκής, κι ανεβάζουν στ’ αστέρια τους γενναίους της γης. Και τα λάθη πληρώνουν, όταν πέφτει η βία, για τη δίκαια πάντα και σωστή δημοκρατία.
Γι’ αυτό «σοφοί» τροϊκανοί ντόπιοι και ξένοι κνούτοι, σκεφτείτε το καλύτερα πριν γίνετε οι Βρούτοι, πέστε αλήθεια στο λαό, όσο σκληρή κι αν είναι, για να γλιτώσετε εσείς από τ’ αστροπελέκι, του Προμηθέα τη φωτιά, του κόσμου το πελέκι.
Όπως κι αν έχουν οι καιροί, ότι κι α λεν οι χρόνοι, καθένας επιβάλλεται ν’ αρπάξει το φραγγέλιο, τούτη την κρίσιμη εποχή, του λυτρωμού την ώρα, ν’ αντισταθεί ηρωικά, μ’ αγάπη και με πάθος, σε κάθε ξενοκίνητο, σε κάθε επιβουλέα, για να σωθεί το γένος μας, ο τόπος και η χώρα.
Καιρός να σπάσουμε αυτές τις αλυσίδες, που μας βαραίνουνε θανατερά, ν’ αλλάξουμε τη μοίρα μας, τη μαύρη και κακιά. Είναι σ’ εμάς, στο χέρι μας, να δώσουμε ένα νόημα καινούργιο στη ζωή μας, απ’ όσα μας δώσανε οι αρχαίοι της φυλής μας.