* Του Νικ. Καλιακούδα
Οικονομολόγου-Περιφερειακού Συμβούλου
Η κινητικότητα που παρατηρείται τον τελευταίο καιρό στα διεθνή οικονομικά forum φανερώνει, τη σοβαρότητα της κατάστασης, λόγω της κρίσης που εξαπλώνεται απειλητικά πλέον, στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου. Στην περίπτωση της Ελλάδας, αρχίζει και παίζεται ένα «μπρα-ντε-φέρ» μεταξύ της Γερμανίας και Δ.Ν.Τ., σχετικά με τη διαχείριση του ελληνικού χρέους. Η Γερμανία επιμένει στην άκαμπτη στάση της ότι «πρέπει να τηρηθούν τα συμφωνηθέντα» και το Δ.Ν.Τ. προωθεί την επιμήκυνση των δύο ετών, έτσι ώστε η ελληνική οικονομία να προσαρμοσθεί σε μακρύτερο χρόνο, με τις μικρότερες απώλειες για την οικονομία. Βέβαια, ο καθένας για τους δικούς του εσωτερικούς λόγους, δεν θέλει να αναλάβει το κόστος αυτής της αλλοπρόσαλλης πολιτικής που κατέστρεψε την ελληνική οικονομία, «έκλεισε» τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα της χώρας και περιθωριοποίησε τα πιο δημιουργικά κομμάτια της κοινωνίας. Είναι φανερό ότι το Δ.Ν.Τ. επιθυμεί να «την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια»- κατά το κοινώς λεγόμενο- ή να μην αναλάβει το κόστος της επαπειλούμενης καταστροφής, επικαλούμενο το καταστατικό του, που δεν ευνοεί τη βοήθεια σε χώρες, που το χρέος τους θεωρείται μη βιώσιμο. Είναι κοινώς παραδεκτό πλέον ότι το πρόγραμμα δεν βγαίνει. Ο ίδιος ο Τόμσεν (Δ.Ν.Τ.), ομολογεί πλέον ανοικτά, ότι η πολιτική αυτή που εφαρμόσθηκε μέχρι τώρα, δεν έφερε βιώσιμα αποτελέσματα και άρα θα πρέπει να γίνει περαιτέρω αναδιάρθρωση του χρέους και το κόστος φυσικά να το αναλάβει η Ευρώπη. Όμως οι Γερμανοί δεν θέλουν, επ’ ουδενί, να αλλάξει αυτή τη πολιτική με πρώτο τον υπουργό της κ. Σόιμπλε, ο οποίος δηλώνει σε όλους τους τόνους, ότι πρέπει να συνεχισθεί η αποκλιμάκωση των χρεών των υπερχρεωμένων χωρών, εφαρμόζοντας πολιτικές λιτότητας και δημοσιονομικής πειθαρχίας. Πουθενά όμως στο κόσμο δεν μειώθηκε το χρέος σε συνθήκες ύφεσης. Δε γίνεται να εφαρμόζεις από τη μια πλευρά πολιτικές περικοπών μισθών και συντάξεων και από την άλλη να ζητάς να γίνουν επενδύσεις σε μια χώρα που έχεις προηγουμένως περιορίσει τη δυνατότητα ζήτησης. Σε μια χώρα μάλιστα όπως η Ελλάδα, που δημιουργεί κατά κανόνα τον πλούτο (ΑΕΠ) της, μέσω της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Δηλαδή γιατί να αναληφθούν «ρίσκα» είτε από Έλληνες είτε από ξένους, να επενδύσουν στην Ελλάδα, σε μια χώρα, που η ζήτηση προϊόντων στην εσωτερική αγορά, έχει περιορισθεί. Πολύ περισσότερο, από τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, η οποία στην Ελλάδα αποτελεί το 98%. Μπορεί να επενδύσει ρισκάροντας κεφάλαια και επιχειρηματικές ιδέες σε ένα περιβάλλον με περιορισμένη την κατανάλωση; Πώς να γίνει αυτό αφού μόλις προχθές η επίσημη ανεργία σκαρφάλωσε στο 25,1% ξεπερνώντας και την Ισπανία, η οποία εδώ και καιρό είχε την πρωτιά στην Ευρώπη, υπερδιπλασιάζοντας τη σχέση με το μέσο όρο της Ευρωζώνης (11,4%). Πώς να γίνει αυτό όταν οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί έχουν περιορισθεί δραστικά και με τα νέα μέτρα ακόμη περισσότερο, με αποτέλεσμα τα νοικοκυριά να περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα; Μα είναι πολιτική αυτή; Κάθε άλλο. Αυτό είναι ένα διαρκές οικονομικό και κοινωνικό έγκλημα, που φανερώνει, αν μη τι άλλο, σκοπιμότητες, αν αναλογισθεί κανείς και την τελευταία πρόταση της τρόικας- η οποία βέβαια διαψεύσθηκε, αλλά για μένα, έχει μία δόση αληθείας- περί εκκένωσης των ελληνικών νησιών, κάτω των 150 κατοίκων με την αιτιολογία ότι επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό με «υπερβολικές δαπάνες». Σε λίγο η συνταγή του νεοφιλευθερισμού θα μας οδηγήσει στο να εκκενώσουμε και τις ορεινές περιοχές (Αργιθέα, Άγραφα κ.λπ.) και τελικά, την ίδια, τη χώρα μας. Μα τι πρέπει να γίνει; Να καταντήσει η χώρα σεληνιακό τοπίο για να καταλάβει το πολιτικό σύστημα και οι εταίροι μας, πού βρισκόμαστε. Πρέπει δηλαδή να δούμε δελτίο στα τρόφιμα και κανιβαλικές συμπεριφορές στη κοινωνία για να αντιληφθούν όλοι, σε τι καταστάσεις οδηγηθήκαμε; Συνετιστείτε!!! Με πρώτους αυτούς που έχουν πάρει τις τύχες της χώρας και εξυπηρετούν- ακόμη και σήμερα- τα μικροσυμφέροντα των συντεχνιών, του οικονομικού παρασιτισμού και των ισχυρών του πλούτου.