Του Ηλία Κωτούλα
Απ’ τη βεράντα του σπιτιού μου, βλέπω καθημερινά τα παιδιά που πηγαίνουν στα σχολεία και στον νου μου – έρχονται ένα σωρό αναμνήσεις και αναπολήματα.
Θυμούμαι, τώρα στα γεράματα, τα παιδικά μου χρόνια και τον καιρό που πήγαινα στο Γυμνάσιο. Πρωί – πρωί με ξυπνούσε η συγχωρεμένη η μάνα μου, γιατί το Γυμνάσιο ήταν μακριά κι ετοίμαζε στα γρήγορα το πρωινό, τραχανά με τσιγαρίδες κι όταν ήταν χειμώνας και κρύο, κρασοπάπαρα για να ‘μαι ζεστός. Ύστερα ο δρόμος για το σχολείο. Πρώτος σταθμός, ο μπάρμπα Μιχάλης, ο χοντρός, για ν’ αγοράσουμε βρασμένα κάστανα και κάνα κυδώνι για το σχολείο.
Με πολλή χαρά μπαίναμε στο προαύλιο και μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι, παρέες – παρέες, συζητούσαμε τα κατορθώματα απ’ τα παιχνίδια ή απ’ τον πετροπόλεμο που γινόταν καμιά φορά, ανάμεσα σε γειτονιές.
Όλα στο Γυμνάσιο τ’ αγαπούσαμε και τα σεβόμασταν, πιο πολύ κι απ’ το σπίτι μας. Και τώρα, πονάει πραγματικά η καρδιά μου και στεναχωριέμαι όταν περνώ έξω απ’ τα σχολεία και τα γυμνάσια και βλέπω την κατάντια.
Παντού βαμμένα και γραμμένα. Ένα σωρό αθλιότητες καμιά αγάπη και κανένας σεβασμός.
Με πιάνει απογοήτευση όταν κάνω τη σύγκριση, της συμπεριφοράς και της αγάπης μας για τα σχολεία, με τα τωρινά. Με σεβασμό θυμούμαι τον γυμνασιάρχη και τους καθηγητές μας. Με πόση προσοχή παρακολουθούσαμε την παράδοση. Ούτε τα μάτια μας δεν παίζαμε μην χάσουμε κάτι και σ’ ένα πρόχειρο τετράδιο με κίτρινα φύλλα, το μοναδικό που είχαμε, κρατούσαμε σημειώσεις, που με υπομονή μας υπαγόρευαν, γιατί δεν είχαμε βιβλία. Τώρα τα παιδιά τα ‘χουν όλα και μαθαίνουν πολλά και ξέρουν πολλά. Καταπονούνται όμως και κουράζονται και τους λείπει η ξενοιασιά που είχαμε τότε.
Είναι κλεισμένα στον εαυτό τους, μελαγχολικά και απογοητευμένα. Ο σεβασμός στους καθηγητές μας ήταν τόσος, που κι όταν τελειώναμε και τους συναντούσαμε βγάζαμε τα χέρια από τις τσέπες και κάναμε ένα βήμα πίσω. Και τώρα καθηγητές και μαθητές, αλληλοπειράζονται και καπνίζουν μαζί τσιγάρο.
Ίσως από πολλούς παρεξηγηθώ και πουν ότι παρελθοντολογώ κι ασχολούμαι πολύ με τα παλιά.
Μακάρι να ήταν έτσι και να ‘πεφτα έξω. Δυστυχώς όμως μια είναι η αλήθεια, που πρέπει να την παραδεχτούμε.
Μπορεί να πήγαμε πολύ μπροστά, σ’ όλους τους τομείς, όμως, όλα παλιότερα τ’ αντιμετωπίζαμε με λιγότερη αγωνία και άγχος, γι’ αυτό και τα εγκεφαλικά και τα καρδιακά νοσήματα ήταν λιγότερα. Ίσως παλιά να σηκώναμε πιο συχνά τα μάτια μας προς τον ουρανό και να στηρίζαμε εκεί τις προσδοκίες και τις ελπίδες μας.
Μπορεί τότε οι στόχοι της αγωγής να ήταν διαφορετικοί. «...Να μαθαίνω γράμματα του Θεού τα πράγματα...». Μπορεί κι εγώ να πέφτω έξω στις εκτιμήσεις μου, γιατί ό,τι ζήσαμε παιδιά το μεγαλοποιούμε πολλές φορές και το ωραιοποιούμε.
Ό,τι όμως κι αν είναι, τους δασκάλους μου τους θυμούμαι πάντα με πολλή αγάπη κι ευγνωμοσύνη. Ακόμα κι αν πρήζονταν πολλές φορές οι παλάμες μου από το ξύλο που έτρωγα με τη βέργα, με την προτροπή.
Φυσικά και τη συγκατάθεση των γονιών μου, που ποτέ δεν έκαναν λόγο και δεν παραπονιούνταν, σε αντίθεση με τους σημερινούς, που με το παραμικρό παραπονιούνται και τα βάζουν με τους δασκάλους, μην τυχόν και κακοκαρδίσει ο κανακάρης τους.