Το ρολόι χτυπάει αργά, ρυθμικά, βασανιστικά. Κι εκεί που είσαι στον πιο γλυκό πρωινό ύπνο, εκεί που βρίσκεσαι σε μια δροσερή παραλία – στο όνειρό σου φυσικά – και παίρνεις το μπάνιο σου ή κάπου σε μια όαση πάνω στην αιώρα και έχεις και δυο αράπηδες να σου κάνουν αέρα, - συγγνώμη για τους «αράπηδες», δεν είμαι ρατσίστρια, κάθε άλλο.
Τους ανθρώπους δεν τους ξεχωρίζω απ` το χρώμα τους, ούτε απ` την καταγωγή τους, ούτε απ` το πόσο φουσκωμένο είναι το πορτοφόλι τους. Αλλά απ` το πόσο άνθρωποι είναι στο «μέσα» τους.
― Εκεί λοιπόν που βρίσκεσαι κάπου που δεν μπορείς να είσαι στο ξύπνιο σου, να το ξυπνητήρι.
Αχ και να είχα μπροστά μου τον εφευρέτη να τον πυροβολήσω. Ωραία δεν ήταν οι αρχαιότεροι με την... κλεψύδρα; Χτυπάει μια... δυο... πέντε... δέκα… και δε θα ησυχάσει αν δεν απλώσεις το χέρι σου να πατήσεις το μαγικό κουμπάκι του.
Μισοανοίγεις τα μάτια, είναι εφτά η ώρα ή μπορεί και έξι, ανάλογα με τις υποχρεώσεις. Έχεις χίλια πράγματα να κάνεις ως τις οχτώ που θα ζαλικωθείς την τσάντα και θα ξεκινήσεις για τη δουλειά σου.
Να στρώσεις το κρεβάτι σου, να μισοβράσεις το φαΐ σου αν δεν το έχεις κάνει αποβραδίς, να ξυπνήσεις τα παιδιά, να τα ετοιμάσεις για το σχολείο και ύστερα να... ρημαδοφτιάξεις κι εκείνη τη φάτσα σου, γιατί πώς θα πας στη δουλειά σου, θα τρομάξουν οι άλλοι άμα σε δούνε αναμαλλιασμένη και αφτιασίδωτη!
Τώρα πιάσαμε την πλευρά της γυναίκας, κάποια άλλη φορά θ` ασχοληθούμε με τους άντρες. Τρέχεις στο δωμάτιο των παιδιών, κοιτάζοντας πάντα το ρολόι, απ` όπου περνάς – γιατί έχουμε γεμίσει το σπίτι απ` αυτά τα σκασμένα. Άλλα κρεμασμένα στον τοίχο, άλλα ακουμπισμένα στα ράφια της κουζίνας, άλλα στο κομοδίνο.
Και το κινητό μας δείχνει κι αυτό την ώρα και ξυπνητήρι έχει κι αυτό. ―Τρέχεις λοιπόν στο δωμάτιο των παιδιών και ορμάς κατά πάνω τους.
Νομίζεις ότι τα ξυπνάς μαλακά, αλλά το χέρι σου πέφτει βαρύ σαν μολύβι στα μαγουλάκια τους.
«Ξυπνήστε, άντε, πέρασε η ώρα, σε λίγο θα περάσει το σχολικό», αν πρόκειται για ιδιωτικό σχολείο ή «σε λίγο θα έρθει ο παππούς να σας πάει στο σχολείο» αν πρόκειται για δημόσιο.
Ο μικρός γυρνάει απ` το άλλο πλευρό.
«Άφησέ με μανούλα λίγο ακόμα...».
«Σήκω τεμπέλη...».
Ο πεντάχρονος... τεμπέλης που το βρίσκει πέρα για πέρα άδικο να τον ξυπνάνε απ` τα άγρια χαράματα, κλαψουρίζοντας και σέρνοντας τα πόδια κατευθύνεται προς το μπάνιο.
Το γάλα τον περιμένει στο τραπέζι της κουζίνας. Πνίγεται, πασαλείβεται, τον μαλώνεις εσύ γιατί στο μεταξύ κορνάρει το σχολικό, του κρεμάς μια τσάντα μεγαλύτερη απ` το μπόι του και βαρύτερη απ` τα κιλά του και τον κατεβάζεις στο σχολικό.
Εκεί ο αγουροξυπνημένος οδηγός σε παρατηρεί γιατί άργησες. Ψελλίζεις μια δικαιολογία στα γρήγορα, θέλεις να του πεις άλλα, «όταν αργείς εσύ είναι καλά...» αλλά δεν του λες γιατί βιάζεσαι.
Βιάζεσαι εσύ, βιάζεται η κυρία που στρίβει τη γωνία και πέφτει επάνω σου, βιάζεται ο κύριος που περιμένει το λεωφορείο κι όλο κοιτάζει το ακριβό ρολόι του. –Βέβαια και τα ακριβά και τα φθηνά την ίδια δουλειά κάνουν, έχουν βάλει σκοπό να μας σπάσουν τα νεύρα και το πετυχαίνουν. –Βιάζεται ο σύζυγος γιατί έχει αργήσει στο γραφείο ή στο μαγαζί και είναι έξαλλος μαζί σου και σε περιαρπάζει μόλις μπαίνεις στο σπίτι, γιατί δεν φρόντισες τα ρούχα του όπως έπρεπε και έχει ένα σπουδαίο ραντεβού. –Λες κι αυτός χέρια δεν έχει.
Κι αφού ταχτοποιήσεις όλους τους άλλους, κατεβαίνεις και συ κάποια στιγμή στον δρόμο, με την ψυχή στα δόντια και τα νεύρα σου... κρόσια.
Εκεί αρχίζει η προσπάθεια να βρεις μέσο να πας στη δουλειά σου.
Περιμένεις στη στάση, το λεωφορείο αργεί, σηκώνεις το χέρι σου, εκείνη την ώρα περνάει ένα ταξί, αλλά δεν σε παίρνει, δεν σου δίνει καν σημασία.
Παίρνεις μια τσίχλα, απ` το περίπτερο και μασάς μπας και σου φύγουν τα νεύρα, αλλά εκείνα σ` έχουν καβαλικέψει και δεν θα σ` αφήσουν πριν τις δώδεκα το βράδυ. Κάποια στιγμή μπαίνεις στο γραφείο σου. Σου ρίχνει ένα άγριο βλέμμα η προϊσταμένη, κοιτάζει το ρολόι της και μουρμουρίζει.
«Ας ήταν μια φορά να έρθεις στην ώρα σου».
Κάνεις πως δεν ακούς και χώνεις το κεφάλι σου στα χαρτιά για να το βγάλεις στις τρεις το μεσημέρι.
Στο μεταξύ έχει περάσει η μέρα. Δεν είδες τον ήλιο να βγαίνει και να φωτίζει την πόλη σου, δεν είδες τις δροσοσταλίδες να λαμπυρίζουν στα φυτά του μικρού μπαλκονιού σου.
Δεν πήγες μια βόλτα ως την όχθη του ποταμού που διασχίζει την πόλη, ν` ακούσεις το πανηγύρι που έχουν στήσει τα βατράχια με το ξημέρωμα. Δεν πετάχτηκες ως το κοντινό δασάκι ν` ακούσεις τα πουλιά, δεν ήπιες ήρεμα τον καφέ σου σ` ένα μικρό καφενεδάκι, χωρίς να κοιτάς το ρολόι. Δεν έζησες δυστυχώς.
Άλλη μια μέρα πήγε χαμένη απ` τη ζωή σου και δεν θα ξανάρθει αυτή η συγκεκριμένη μέρα.
Κάθε λεπτό είναι ανεπανάληπτο.
Πώς την έχουμε κάνει τη ζωή μας έτσι συνάνθρωποι! Γιατί μας κυνηγάει έτσι ανελέητα ο χρόνος!
Κι εκείνες τις έρημες τις διακοπές που τις περιμένουμε ένα χρόνο, δεν τις απολαμβάνουμε ούτε κι αυτές.
Δεν ρίχνουμε δυο ρουχαλάκια σ` ένα σάκο και να πάμε κάπου ήρεμα να ξεκουραστούμε. Όχι, κι εκεί τα θέλουμε όλα, να μην λείψει τίποτα.
Και κουβαλάμε βαλίτσες και σακούλια κι αγανακτούμε κι αναθεματίζουμε την ώρα και τη στιγμή που ξεκινήσαμε.
Και στην εξοχή με το ρολόι στο χέρι. «Τι ώρα είναι; Πρέπει να πάμε για μπάνιο, αργήσαμε… Πρέπει, πρέπει, πρέπει».
Ξαπλώνεις στον ήλιο και παριστάνεις τον ανέμελο, αλλά το μάτι σου είναι στο ρολόι. Γιατί δεν το πέταξες φίλε μου; Τι σου χρειάζεται στην εξοχή; Ας φας λίγο αργότερα, ας κοιμηθείς λίγο αργότερα ή νωρίτερα, τι τον θέλεις αυτόν τον... δαίμονα στο χέρι σου;
Ο Λέο Μπουσκάλια, αυτός ο σύγχρονος Ιταλός φιλόσοφος λέει: «Να ζεις την κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία της ζωής σου».
Πολύ ωραία, θα έπρεπε όμως να μας πει πώς θα το πετύχουμε αυτό…!
Καλλίτσα Γκουράβα – Δικτά Λογοτέχνις Συγγραφέας