Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Στα άκρα οδηγούν οι πάσης φύσεως εγχώριες ελίτ, όπως εκφράζονται από την τρικομματική κυβέρνηση και τα κυρίαρχα ΜΜΕ, την αντιπαράθεσή τους με την Αριστερά και κυρίως με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, τον ΣΥΡΙΖΑ, αν και είναι διάχυτος ο φόβος (ενίοτε δε καλλιεργείται μετά περισσής επιτάσεως) για το ενδεχόμενο να ξεσπάσει αιματηρή κοινωνική αναταραχή στο αμέσως προσεχές διάστημα, ως επακόλουθο των νέων μέτρων, που αποφάσισε η «Τρόικα εσωτερικού» κατά διαταγή της «Τρόικας των δανειστών» της χώρας.
Οι τελευταίες δημόσιες εμφανίσεις του Αλέξη Τσίπρα, αρχής γενομένης από αυτήν στη ΔΕΘ και η απήχηση που φαίνεται να αποκτά το (παρά ταύτα αόριστο) πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνία, απήχηση η οποία, άλλωστε, καταγράφεται σε όλες τις έρευνες της κοινής γνώμης, έχουν ανησυχήσει σφόδρα τις ανωτέρω προαναφερθείσες ελίτ, οι οποίες θέλουν την πάση θυσία συνέχιση της εξουσίας τους και την επιβολή ενός υπερσυντηρητικού οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου (με την ολοσχερή κατεδάφιση του πάλαι ποτέ κοινωνικού κράτους) και ως εκ τούτου «παίζουν τα ρέστα τους» στη σύγκρουση με την Αριστερά, ανεχόμενες (και στηρίζουσες) με σαφή τρόπο την παρατηρούμενη άνοδο του φασιστικού φαινομένου.
Ενδεικτική της ανησυχίας που επικρατεί στην κατεστημένη πολιτική και οικονομική τάξη (που βλέπει ότι κινδυνεύει να απωλέσει ό,τι - και όπως το - «απέκτησε» τα τελευταία 38 χρόνια) είναι η προσπάθεια που καταβάλλει προκειμένου να εκφοβίσει την κοινωνία και η ανιστόρητη ταύτιση που επιχειρεί μεταξύ της ακροδεξιάς και των λαϊκών κινητοποιήσεων (τις οποίες στηρίζει η Αριστερά - και φυσικά ο ΣΥΡΙΖΑ) και η ταυτόχρονη επίκληση του «κινδύνου της ανόδου των άκρων» στις συζητήσεις με τους δανειστές, προκειμένου να τους «πείσουν» ότι αν συνεχίσουν να απαιτούν και να επιβάλλουν αντιλαϊκά μέτρα, τότε μπορεί να πέσει η κυβέρνηση και «να έλθουν ο Τρίπρας και ο Μιχαλολιάκος».
Παραλλήλως προσπαθούν να αποδώσουν ευθύνες στην Αριστερά για τα κακώς κείμενα στη χώρα (για τα οποία, όμως, παραβλέπουν ότι φέρουν το βασικότερο και το καθοριστικό μερίδιο ευθύνης) αλλά και για τα όσα υπάρχει ο (υπαρκτός, αλλά και καλλιεργούμενος εντέχνως) φόβος να συμβούν, ως φυσιολογική αντίδραση στα νέα μέτρα, δεν είναι δε τυχαίο πως στη λογική της «ταυτίσεως των άκρων» και της κινδυνολογίας (που θυμίζει τα μετεμφυλιακά χρόνια και την περίοδο πριν τα «Ιουλιανά» του 1965, με τις, τότε, λυσσώδεις δεξιές επιθέσεις κατά της ΕΔΑ) η κυβέρνηση εγκαλεί τον ΣΥΡΙΖΑ ότι «ονειρεύεται το χάος και νέα Δεκεμβριανά», χωρίς τεχνηέντως να προσδιορίζει αν εννοεί το Δεκέμβρη 1944, ή αυτά που αποκλήθηκαν «Δεκεμβριανά», το 2008.
Εξ άλλου, πέραν των κυβερνητικών εταίρων, το σύνολο σχεδόν του λεγομένου αστικού τύπου προσποιείται ότι δεν βλέπει διαφορές μεταξύ της βίας που εκδηλώνεται πολλάκις στις λαϊκές, διεκδικητικές κινητοποιήσεις και της νεοναζιστικής και ρατσιστικής βίας της «Χρυσής Αυγής» και δεν είναι λίγοι εκείνοι που φρονούν ότι οι εγχώριες ελίτ επιδιώκουν να «ξεπλύνουν», δηλαδή σε τελική ανάλυση, να νομιμοποιήσουν τη νεοναζιστική βία, ώστε σε κάποια χρονική στιγμή που θα κριθεί (γι’ αυτές αναγκαία) να την αξιοποιήσουν ανοικτά (για λογαριασμό τους) εις βάρος της κοινωνίας.
Είναι δε εντυπωσιακό το γεγονός (κι ενώ πολλοί ομιλούν για «εμφυλιοπολεμικές» συνθήκες στην κοινωνία) ότι πολιτικά πρόσωπα, όπως ο 94χρονος πρώην πρωθυπουργός Κώστας Μητσοτάκης, ή ο 74χρονος πρώην αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως Θόδωρος Πάγκαλος υιοθετούν την ανιστόρητη θεωρία της ταυτίσεως των άκρων: Με τον Κ. Μητσοτάκη να φέρεται (σύμφωνα με το «Βήμα») να έχει χαρακτηρίσει «επίτευγμα» της Αριστεράς την άνοδο της «Χρυσής Αυγής», σε συνδυασμό «με την ανομία που επικράτησε στη χώρα τα τελευταία χρόνια» και το Θ. Πάγκαλο να αρθρογραφεί (επίσης στο «Βήμα») και να προβάλλει τον εκτός ιστορικής πραγματικότητας ισχυρισμό ότι «αν ο κ. Μιχαλολιάκος και οι μαυροφορεμένοι του είναι τα SS, τότε ο κ. Τσίπρας και τα παρδαλά στίφη του είναι τα SA (Τάγματα Εφόδου) με όρους Βαϊμάρης».
Την ίδια στιγμή, πάντως, και ενώ στο πλαίσιο που διαμορφώνεται είναι αυτό που έχει ήδη περιγραφεί, η κατάσταση επιβαρύνεται καθώς:
1)Επιφανή πολιτικά πρόσωπα βρίσκονται στο στόχαστρο του ΣΔΟΕ, είτε για παράνομο πλουτισμό, είτε ακόμη και για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος,
2) Με πρόσχημα την «αφύπνιση» του τοπικού πληθυσμού εναντίον της δημιουργίας κέντρων προσωρινής φιλοξενίας μεταναστών, μηχανοκίνητα «τάγματα εφόδου» επιδίδονται συστηματικά σε προκλήσεις εναντίον των Ελλήνων μουσουλμάνων στη Θράκη (Στ. Τζίμας – «Καθημερινή») και
3) Σε ιστοσελίδα δημοσιεύθηκε ρεπορτάζ για επικείμενη ίδρυση κόμματος με πρόεδρο τον πρωτότοκο γιο του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου, Παύλο, κόμμα που θα καλύπτει το χώρο από τη ΝΔ έως τη «Χρυσή Αυγή», ενώ σύμφωνα με το ρεπορτάζ, το νέο κόμμα «θα καλύπτει το κενό αξιοπιστίας που παρουσιάζει η ΝΔ και το έλλειμμα δημοκρατίας για το οποίο εγκαλείται η «Χρυσή Αυγή»».
ΕΦΙΑΛΤΙΚΑ ΓΚΑΛΟΠ
Στην «Ε» έχουμε, ήδη, επισημάνει πως η οικονομική και κοινωνική κρίση αλλάζουν τις πολιτικές ισορροπίες στη χώρα, καθώς παρατηρείται εφιαλτική δημοσκοπική άνοδος της «Χρυσής Αυγής», η οποία συνεχίζει, με τον αέρα και τον «τσαμπουκά» αυτής της ανόδου, έκνομες δράσεις ή τύποις νόμιμες, όπως με τον «Όμιλο Ανεύρεσης Εργασίας Δοκιμαζόμενων Ελλήνων» και το κυριότερο δείχνει να απολαμβάνει της αποδοχής μέρους της κοινής γνώμης.
Όλοι οι εχέφρονες αναλυτές πιστεύουν ότι η άνοδος του φασιστικού φαινομένου δεν είναι συγκυριακή, ούτε χωρίς κοινωνική αναφορά και βαθύτερες αιτίες, καθώς αξιοποιούνται, από τους ακροδεξιούς κύκλους και τη «Χρυσή Αυγή», με ακραίο τρόπο τα υπαρκτά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας (οικονομική κρίση, παράνομη μετανάστευση, κατάρρευση του κοινωνικού κράτους, ανασφάλεια, διαφθορά, απαξίωση των θεσμών) ενώ υπάρχει καταφανής αδυναμία ή και απροθυμία και ανικανότητα της Πολιτείας να δώσει λύσεις.
Ήδη (και αυτό δημοσιεύεται στον Τύπο ως διάλογος, όπως προαναφέραμε, των κυβερνώντων με τους δανειστές) αιωρείται το ερώτημα του τύπου «αν θα είναι η «Χρυσή Αυγή» η αξιωματική αντιπολίτευση μιάς κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, μετά τις επόμενες εκλογές;» και θα ήταν ευκταίο αν, όντως, γινόταν αντιληπτό πως η ακροδεξιά «εισβολή» στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό και οι βίαιες ενέργειές της, συνιστούν ευθεία απειλή για τη δημοκρατία και τη λειτουργία μίας ευνομούμενης Πολιτείας.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ στο «Βήμα» ο αρχηγός της «Χρυσής Αυγής» κ. Νίκος Μιχαλολιάκος «άρχισε μεθοδικά να χαράζει μια στρατηγική φαινομενικής μετάλλαξης του κόμματός του από τραμπούκικο περιθωριακό, φασιστικό κόμμα, σε κόμμα που συνδιαλέγεται πλέον με την εξουσία», αλλά «για να το κάνει αυτό θα πρέπει πρώτα να πείσει τους ομοϊδεάτες του ότι παραμένει «επαναστατικό» κόμμα της άκρας Δεξιάς, ότι διατηρεί «τάγματα εφόδου», ότι εξακολουθεί να κυνηγά μετανάστες, ότι δεν θα πάρουν τα μυαλά του αέρα επειδή κάποια μίντια χαϊδεύουν το κόμμα του».
Η «Χρυσή Αυγή» εμφανίζεται μεν ως αντισυστημικό κόμμα, οι δε αναφορές της ηγεσίας της στον εθνικισμό «πέραν της Δεξιάς και της Αριστεράς», αποβλέπουν στο να εμφανισθεί το κόμμα ως πιο αυθεντικά εθνικιστικό, μετά τη μετάλλαξη, όπως θεωρεί, της ΝΔ και την αλλαγή της αντιμνημονιακής της στάσεως, αλλά την ίδια στιγμή αποφεύγει να επιτεθεί στο Κεφάλαιο, παραδοσιακό σύμμαχο της Δεξιάς, ενώ εξαπολύει επιθέσεις εναντίον των συμφερόντων, χωρίς ποτέ να τα κατονομάσει...
Ο Νίκος Μιχαλολιάκος πολιορκεί ανοικτά τη συντηρητική παράταξη, θεωρεί τα στελέχη της ξεγραμμένα και φθαρμένα, τα κατηγορεί ότι ξεπουλούν την πατρίδα, ότι είναι ριψάσπιδες, ότι ορισμένοι από αυτούς, που του «βγαίνουν από τα δεξιά» για τη σημαία και την πατρίδα, δεν έχουν υπηρετήσει καν τη στρατιωτική θητεία τους και τους καλεί να μην ψηφίσουν τα νέα μέτρα, έστω κι αν χάσουν τη βουλευτική τους έδρα.
«ΒΕΝΤΕΤΑ»
Πολλοί κάνουν λόγο για «βεντέτα» ΝΔ και «Χρυσής Αυγής», με τον υπουργό Δημοσίας Τάξεως Νίκο Δένδια, ο οποίος λόγω αρμοδιότητας βρίσκεται διαρκώς απέναντι στο κόμμα αυτό, να βρίσκεται στην «πρώτη γραμμή» και από κοντά τον υπουργό της Δικαιοσύνης Αντώνη Ρουπακιώτη, ο οποίος έχει και επιπλέον ιδεολογικό χάσμα με την Ακροδεξιά, καθώς προέρχεται από τη ΔΗΜΑΡ.
Ο Νίκος Δένδιας έχει επωμιστεί ουσιαστικά το μεγαλύτερο βάρος της συγκρούσεως, αφού χειρίζεται το ζήτημα της παράνομης μεταναστεύσεως, κατήγγειλε τα χρυσαυγίτικα «Τάγματα Εφόδου» και αφαίρεσε την αστυνομική φρουρά από τους βουλευτές της «Χρυσής Αυγής», δεχθείς προσωπικές επιθέσεις, όπως ότι είναι μασόνος, κάτι που ο ίδιος διέψευσε, αλλά και μήνυση. Ο δε Αντώνης Ρουπακιώτης εξήγγειλε τη θεσμοθέτηση αυστηρότερων ποινών για αδικήματα «που υποκινούνται από εθνικό, φυλετικό ή θρησκευτικό μίσος».
Αξιοσημείωτο, εξ άλλου είναι και το οξύ φραστικό επεισόδιο στη Βουλή μεταξύ «χρυσαυγιτών» βουλευτών και του βουλευτή της ΝΔ και πρώην συνδικαλιστή των αστυνομικών Δημήτρη Κυριαζίδη, όταν τους κατηγόρησε ότι χρησιμοποιούν τα ιερά σύμβολα, όπως η ελληνική σημαία, σαν «σκουπόξυλα» προκειμένου να προβούν σε βίαιες πράξεις.
Οι βουλευτές της «Χρυσής Αυγής» άρχισαν να φωνάζουν, εκτοξεύοντας κατηγορίες όπως «είστε μασόνοι» και ότι «εσείς έχετε κάνει τη σημαία κ...πανο», σκηνές που για πολλούς θυμίζουν ανάλογες εικόνες στη γερμανική Βουλή, πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία...
Το πλέον, όμως, αξιοπρόσεκτο είναι πως στην εν λόγω αντιδικία παρενέβη ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Παναγιώτης Ρήγας, ο οποίος απέδωσε ευθύνες στην Αριστερά για τη διόγκωση των ποσοστών της «Χρυσής Αυγής» και μίλησε για «ιδιότυπο εθνικισμό στον οποίον συγκλίνει η ακροδεξιά και η λαϊκιστική αριστερά, χαρακτηρίζοντας ως μέσα αντίστασης ακόμα και πράξεις ανομίας».
Πληροφορίες στα ΜΜΕ αναφέρουν ότι από την «εισβολή» της «Χρυσής Αυγής» στο πολιτικό σκηνικό το μεγαλύτερο πρόβλημα το έχει η ΝΔ, εξ ου και οι συνεχείς συσκέψεις επιτελών του κόμματος, όταν έγιναν γνωστά τα εφιαλτικά γκάλοπ, αλλά και οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες», η εκλογική βάση των οποίων δεν έχει ισχυρή συνοχή, ενώ πολλοί λένε πως πρόβλημα έχει και το ΠΑΣΟΚ.
Σύμφωνα δε με το «Πρώτο Θέμα», έχουν εντοπιστεί διαρροές από το ΠΑΣΟΚ προς τη «Χρυσή Αυγή» στις τελευταίες δύο εκλογικές αναμετρήσεις και προφανώς δεν είχαν συγκυριακό χαρακτήρα. «Ο ιδιότυπος εθνικοσοσιαλισμός, που εμφιλοχώρησε από τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 στο μεγάλο τότε Κίνημα, βρίσκει τώρα διέξοδο προς την Ακροδεξιά και αυτό καθιστά το ΠΑΣΟΚ ευάλωτο στις πλαγιοκοπήσεις της «Χρυσής Αυγής», αν και δεν υπάρχουν πλέον πολλά περιθώρια «αφαίμαξης» μετά τη συρρίκνωση που υπέστη στις εκλογές», αναφέρει το σχετικό ρεπορτάζ.
ΕΚΤΟΣ ΝΟΜΟΥ;
Το τελευταίο διάστημα έχει ξεκινήσει μεγάλη συζήτηση στο εσωτερικό της κυβερνήσεως για το αν θα πρέπει ή όχι να τεθεί η «Χρυσή Αυγή» εκτός νόμου και - σύμφωνα με πληροφορίες - ο Αντώνης Σαμαράς εμφανίζεται αρνητικός, ενώ άλλα ρεπορτάζ φέρουν τον κ. Νίκο Μιχαλολιάκο να απαντά ειρωνικά: «Υπάρχει νόμος για να μας θέσουν εκτός νόμου;».
«Όσοι επιδίδονται σε έκνομες ενέργειες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με αυστηρότητα για να θωρακίσουμε την δημοκρατία μας» ανέφερε στη Βουλή, ο πρώην δικαστής και σημερινός αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών Χαράλαμπος Αθανασίου, ενώ κάλεσε τα κόμματα να μην παρασύρονται από πολιτικές αντιπαραθέσεις, γιατί «περισσότερο τους ηρωοποιείτε, παρά κακό τους κάνετε...».
«Μήπως η απαγόρευση θα μας δημιουργούσε τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα;», διερωτώνται αρκετά μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου και, σύμφωνα με το «Βήμα», συμπληρώνουν: «Μια απόφαση να τεθεί εκτός νόμου θα οδηγούσε τη «Χρυσή Αυγή» σε μεγαλύτερης έντασης ακτιβισμό με απρόβλεπτες συνέπειες».
Ο Νίκος Δένδιας έχει ζητήσει από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες να τεθεί υπό τη στενότερη δυνατή παρακολούθηση η δράση των οργανωμένων ομάδων και των βουλευτών της «Χρυσής Αυγής», ενώ οι επικεφαλής των αστυνομικών διευθύνσεων σε όλη τη χώρα έχουν λάβει την εντολή να συλλαμβάνουν ακόμη και βουλευτή στην περίπτωση κατά την οποία τελεί αδίκημα.
Ο επιφανής καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου Νίκος Αλιβιζάτος σε άρθρο του στην «Καθημερινή» σημείωσε ότι «είναι μικρή η αποτελεσματικότητα του θεσμού της απαγόρευσης, υπό καθεστώς δημοκρατίας» και πρόσθεσε ότι «στη χώρα μας, το ισχύον Σύνταγμα δεν προβλέπει τη δυνατότητα να απαγορευθεί πολιτικό κόμμα».
Τόνισε δε ότι:
«Η απαγόρευση της «Χρυσής Αυγής» με νόμο θα ήταν αλυσιτελής. Διότι οι βουλευτές της, ελλείψει ειδικής συνταγματικής διάταξης για την αυτοδίκαιη έκπτωσή τους (αντίστοιχης με το άρθρο 58 παρ. 6 των Συνταγμάτων της δικτατορίας) δεν θα έχαναν τη βουλευτική τους ιδιότητα. Τούτο σημαίνει ότι θα μπορούσαν να συνεχίσουν το «θεάρεστο» έργο τους και να κατέλθουν στις επόμενες εκλογές με άλλο όνομα, χωρίς καν να χρειαστεί να χρίσουν υποψηφίους τις γυναίκες ή τα παιδιά τους (όπως συνέβη προ ετών στην Τουρκία)».
Και συμπλήρωσε:
«Σε κάθε περίπτωση, για την αντιμετώπιση της βίας, οι αρμόδιες αρχές χρειάζεται να δείξουν σθένος και αποφασιστικότητα. Εκτός από την κυβέρνηση, την αστυνομία, τους εισαγγελείς και τους δικαστές (θα προσέθετα μάλιστα και το προεδρείο της Βουλής πλέον) χρειάζεται και εμείς, ως κοινοί πολίτες, να αναλάβουμε τις ευθύνες μας και να εκφράσουμε με κάθε τρόπο των αποτροπιασμό μας απέναντι στον κάθε μελανοχίτωνα. Διότι η αναβίωση του φασισμού στη χώρα μας είναι ντροπή και για την ιστορία και για τον πολιτισμό μας».
(Το δεύτερος μέρος στην επιφυλλίδα της Δευτέρας 01.10.2012)