Ζεμπέλι λέγεται ένας χορός που τον χορεύουν οι κάτοικοι του χωριού Όσσα Συκουρίου τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, μετά το σχόλασμα της εκκλησίας. Στο χορό αυτό πιάνονται όλοι. Πρώτοι μπαίνουν οι γεροντότεροι, ακολουθούν οι νεότεροι, πιο πίσω οι ακόμα νεότεροι και ως το τέλος και μικρά παιδιά.
Ο πρώτος που τραβάει το χορό κάνει διάφορους σχηματισμούς και σιγά-σιγά έρχονται αντικριστά. Σε ερώτησή μου γιατί το κάνουν αυτό, η απάντηση που πήρα ήταν "για να βλέπουν τα αγόρια τα κορίτσια και το αντίθετο", δηλαδή το νυφοδιάλεγμα. Όμως, η σημασία του χορού αυτού είναι άλλη, πιο μεγάλη και πιο σημαντική.
Επί τουρκοκρατίας, σε ένα παραλιακό χωριό του Κισσάβου ήρθαν καράβια τουρκικά, ήρθαν και ρωμαίικα (ελληνικά) και τα τουρκικά ήταν σαράντα τέσσερα και τα ρωμαίικα τέσσερα και πιάστηκαν στον πόλεμο από το πρωί ως το γιόμα και τα ρωμαίικα νίκησαν τα τουρκικά. Έφυγαν οι Τούρκοι νικημένοι, στενοχωρημένοι αλλά και θυμωμένοι. Μετά από αρκετό χρονικό διάστημα οι Τούρκοι ξαναγύρισαν με αρκετό στρατό σ' αυτό το χωριό για να σφάξουν τους κατοίκους και να κάψουν και το χωριό. Μόλις είδαν οι κάτοικοι τους Τούρκους δεν πρόλαβαν να φύγουν και, τι να κάνουν, άρχισαν όλοι μαζί να χορεύουν τον χορό αυτόν που λέγεται Ζεμπέλι και τραγουδούσαν αυτό το τραγούδι με τα καράβια, αλλά το έλεγαν ανάποδα, ότι δηλαδή τα τουρκικά καράβια ήταν τέσσερα και τα ρωμαίικα σαράντα τέσσερα και ότι τα τουρκικά νίκησαν τα ρωμαίικα.
Ακούγοντας αυτά τα λόγια οι Τούρκοι, λένε, "για σταθείτε ρε παιδιά, αυτοί μας παινεύουν, γιατί να τους σφάξουμε;".
Και γλίτωσαν οι χωριανοί το σφάξιμο και επειδή ήταν η μέρα αυτή Δεύτερη μέρα του Πάσχα, κρατούν το έθιμο αυτό του χορού ως και σήμερα, όχι όμως με αυτή την όρεξη που είχαν τότε. Παλιότερα, την ημέρα αυτή έρχονταν και από τα γύρω χωριά επισκέπτες και αφού τελείωνε ο χορός κάθονταν όλοι στα καφενεία και έπιναν τσιπουράκια και κρασάκια και μάλιστα όταν παράγγελναν κρασί δεν έλεγαν μισή οκά κρασί ή μισή οκά κρέας αλλά έλεγαν φέρε μας τέσσερις κρασομεζέδες, ανάλογα το πόσα άτομα ήταν η κάθε παρέα. Το έθιμο με τους κρασομεζέδες το πρόλαβα κι εγώ το έτος 1952.
Ευχαριστώ για τη φιλοξενία
Απόστολος Καστώρης