Του Νικολάου Παύλου, θεολόγου-ιστορικού, διευθυντή 14ου Γυμνασίου Λάρισας
Σύμφωνα με πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας, από τον Οκτώβριο ξεκινάει η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Ασφαλώς και είναι –κατά τη γνώμη μου- ένα πολύ θετικό βήμα, αν σκεφτεί κανείς πως τα τελευταία τριάντα χρόνια δεν έχει υπάρξει καμία ουσιαστική αξιολόγηση σε ένα λειτούργημα που έχει ως σκοπό του να παρέχει ένα πολύτιμο αγαθό, την παιδεία, και να δίνει στην κοινωνία μας ολοκληρωμένες προσωπικότητες, τους αυριανούς πολίτες. Να τονιστεί εδώ πως για αυτή την έλλειψη δεν ευθύνονται οι εκπαιδευτικοί, αλλά πρακτικές του παρελθόντος που δεν στόχευαν να βοηθήσουν τον δάσκαλο στο σπουδαίο και δύσκολο έργο του.
Είναι ζητούμενο βέβαια ποιο θα είναι το περιεχόμενο της αξιολόγησης. Θα παραμείνει μόνο στην προσφορά του μορφωτικού αγαθού, ή θα επεκταθεί και σε άλλες αρμοδιότητες που έχουν οι εκπαιδευτικοί (για παράδειγμα εξωδιδακτικές εργασίες, απαραίτητες για τη λειτουργία του σύγχρονου σχολείου, συνεργασία με γονείς, φορείς της τοπικής κοινωνίας, πρωτοβουλίες πέρα από τα απαραίτητα καθήκοντα κ.α.). Για την απάντηση πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός πως δεν μπορεί να διαχωριστούν οι καθαρά διδακτικές δραστηριότητες από τις υπόλοιπες, αφού όλες εντάσσονται μέσα στη λειτουργία του σχολείου. Επομένως μία ολοκληρωμένη θεώρηση του έργου του κάθε εκπαιδευτικού θα είναι η πλέον δίκαιη και ορθή.
Η αξιολόγηση θα πρέπει να αφορά όλους όσοι εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία (διευθυντές Εκπαίδευσης, σχολικούς συμβούλους, διευθυντές σχολείων, αποσπασμένους σε διάφορες υπηρεσίας κοκ) και όχι μόνο τους μάχιμους δασκάλους των σχολείων. Και εννοείται ότι οι άριστοι πρέπει να αμείβονται -χωρίς αμφιβολία- και ηθικά και υλικά. Ταυτόχρονα είναι ανάγκη να επισημαίνει τις οποιεσδήποτε αδυναμίες, που μπορεί να είναι και παθογένειες του εκπαιδευτικού συστήματος, και να φροντίζει για τη θεραπεία τους. Αυτό σημαίνει πως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συνδεθεί με τον –ούτως ή άλλως- πενιχρό μισθό των λειτουργών της εκπαίδευσης, ούτε με τη βαθμολογική τους εξέλιξη. Άλλωστε είναι γνωστό πως η ανέχεια όχι μόνο δεν θα μπορέσει να βοηθήσει στη λύση των αδυναμιών που ενδέχεται να παρουσιάσουν, κατά την αξιολόγηση, κάποια μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας, αλλά θα τις επιτείνει, αφού θα δημιουργήσει πολλαπλά προβλήματα.
Τέλος είναι απαραίτητο, οι αξιολογητές να έχουν αξιολογηθεί προηγουμένως πολλαπλάσια σε σχέση με τους εκπαιδευτικούς. Νομίζουμε πως αυτοί που θα κληθούν να εφαρμόσουν τον θεσμό, θα πρέπει αυτό να το ζητήσουν με επιμονή!
Το ζήτημα βέβαια είναι αν θα έπρεπε να προηγηθεί μία -πραγματικά ουσιαστική- επιμόρφωση για όλους τους εκπαιδευτικούς, προτού αρχίσει η αξιολόγηση! Είναι σίγουρο ότι πολλοί θα επιθυμούσαν να γνωρίσουν νέες μεθόδους διδασκαλίας, νέα εκπαιδευτικά εργαλεία και σύγχρονες παιδαγωγικές πρακτικές τις οποίες θα αξιοποιήσουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η επιμόρφωση θα είναι ένα «δημιουργικό» εργαλείο των εκπαιδευτικών, και θα βοηθούσε, σε συνδυασμό με μία «θεραπευτική» αξιολόγηση, στη δημιουργία ενός σχολείου που θα ανταποκρίνεται στις σύγχρονες απαιτήσεις.
Η αξιολόγηση, μπορεί να συνεισφέρει λοιπόν, σε συνδυασμό με την επιμόρφωση για όλους τους εκπαιδευτικούς, στην προσπάθεια για ένα σημερινό σχολείο που θα μορφώνει τη νεολαία μας και θα τη βοηθάει να αναπτύξει τις δεξιότητές της, με στόχο αυτά να αξιοποιηθούν για ένα καλύτερο μέλλον.