Από τον Φοίβο Ιωσήφ
Είχαν δέσει τα μπροστινά πόδια τού γαϊδάρου με σκοπό να πεθάνει από πείνα. Τον είδαμε μαζί με τον Δημήτρη να προσπαθεί εις μάτην να περπατήσει μέσα στο χωριό. ΄Ηταν καταδικασμένος σε έναν φριχτό θάνατο από πείνα και δίψα. Τρέξαμε με ένα μαχαίρι και μία πένσα να του λύσουμε τα πόδια και να τον ελευθερώσουμε. Δυστυχώς το σύρμα είχε μπει βαθιά μέσα στο κρέας και το ζωντανό όσο προσπαθούσαμε να το απαλλάξουμε από τα δεσμά του πόναγε και κλωτσούσε.
Αφού τα καταφέραμε, σιγά-σιγά με ένα σχοινί τον τραβήξαμε στο χωράφι μας. Από εκείνη την ημέρα ο γάιδαρος, παρότι γέρος, έζησε ακόμη πέντε χρόνια. Έζησε ευτυχισμένος χωρίς κανείς ποτέ να τον αναγκάσει να κουβαλήσει έστω και ένα κιλό βάρος. Ένα μεγάλο χωράφι με ατελείωτο φρέσκο χορτάρι ήταν πάντα στη διάθεσή του και δύο κουβάδες με ανανεούμενο καθημερινά νερό τον ξεδίψαγαν όποια ώρα ήθελε. Για συγκατοίκους είχε δύο σκυλιά και καμιά δεκαριά γάτες. Ποτέ δεν αντάλλαξαν μεταξύ τους ένα γαύγισμα, ένα νιαούρισμα ή μία κλωτσιά. Ανάμεσά τους κυριαρχούσε μία κοινωνία, που αν και δεν είχα γλώσσα συνεννόησης μαζί τους πιστεύω πώς ήταν κοινωνία αγγέλων στον ουρανό.
Κάποιες φορές τα σκυλιά έκαναν πως τον δάγκωναν στα πόδια κι εκείνος καμωνόταν πως τα κυνηγούσε, μα όταν τα έφθανε έβγαζε τη γλωσσάρα του και τα έγλειφε. Νόμιζες πως έβλεπες παραδείσιες σκηνές. Ακόμη και στο φαγητό δεν αντιμετώπιζαν αντιπαλότητα, το χορτάρι δεν το έτρωγαν τα σκυλιά και τα κόκκαλα δεν τα έτρωγε ο γάιδαρος. Αλλά και σύρραξη αν ποτέ μπορούσε να συμβεί πιστεύω πως θα ήταν αναίμακτη, κανένα από τα ζώα του σπιτιού δεν ήξερε να κατασκευάζει κάννες όπλου με ελικωειδείς ραβδώσεις, αλλά ούτε και σφαίρες 45 εκατοστών της ίντσας.
Εδώ που τα λέμε τα αγαθά αυτά ζωντανά δεν είχαν γνώσεις κατασκευής ούτε σπαθιών, ούτε τόξων, ούτε ασπίδων. Ήταν βλέπετε ζώα, ήταν κτήνη.
Τον γάιδαρο τον φωνάζαμε Ντεντέκο, και με το που τον φώναζα ερχόταν περιχαρής και κουνώντας το κεφάλι δεξιά-αριστερά για να τον χαϊδέψω. Αγκάλιαζα το κεφάλι του και το χάιδευα τρυφερά, άχνα δεν έβγαζε παρά ξεφυσούσε έντονα και δεν κουνιόταν ρούπι. Όλα αυτά όταν ήμασταν μόνοι μας. Μια μέρα όμως τον χάιδευα ενώ τα σκυλιά ήταν καθισμένα πίσω μου λίγα μέτρα πιο πέρα. Σηκώθηκαν λίγο ανήσυχα χωρίς να κουνάνε την ουρά τους και με πλησίασαν με ανεξήγητες διαθέσεις. Άρχισαν να πηδάνε απάνω μου κοιτώντας με έντονα στα μάτια και με τα πόδια να ανεβοκατεβαίνουν στο σώμα μου ίδια κι όμοια όπως κάνουν όταν χτυπάνε ένα τζάμι για να δώσουν κάποιο σήμα. Σάστισα με τη συμπεριφορά τους αλλά γρήγορα κατάλαβα. Ήθελαν κι αυτά στοργή και το εκδήλωναν με τη ζήλια τους. Κατάλαβα το λογικό αίτημά τους και γύρισα να τα χαϊδέψω. Πότε αγκάλιαζα τη μεγαλόσωμη Τζίλντα και πότε τη χαριτωμένη Μπέμπα. Ένιωθα στα δάχτυλά μου τη γλώσσα τους που τεντώνονταν ολόκληρη για να με γλείψουν και τα πόδια τους που τύλιγαν τα χέρια μου στηριζόμενα στα πίσω πόδια. Μετέδιδαν αφοσίωση και συναίσθημα, αγάπη έκδηλη και λαχτάρισμα καρδιάς. Ο γάιδαρος είχε μείνει πίσω μου πια και ήταν το παρελθόν της στιγμής, είχε βγει από το κάδρο του παιχνιδιού και του ενδιαφέροντός μου. Και τότε ακριβώς ήρθε η μεγάλη έκπληξη της κτηνώδους συμπεριφοράς του όνου.
Όπως είχα αρπάξει και χάιδευα τα δύο σκυλιά, ήρθε σιγά και αθόρυβα από πίσω μου, και με τη μουσούδα της κεφαλούκας του μου έδωσε μία γλυκιά σπρωξιά λίγο πάνω από τη μέση, υπενθυμίζοντάς μου την ύπαρξή του και την ανάγκη του για αγάπη. Βλέπετε, τα ζώα, την ανάγκη της στοργής και της φιλίας την εκδηλώνουν ανυπόκριτα χωρίς δισταγμούς, δεύτερες σκέψεις και υπολογισμούς τυχόν εκδήλωσης αδυναμίας από μέρους τους. Έχουν το πλεονέκτημα από τη φύση να λογίζονται και όχι να συλλογίζονται. Στο πρώτο, αφήνεις το αγνό συναίσθημα να βγει από σένα αβίαστα και ξεσυλόγιστα, στο δεύτερο, υπολογίζεις με την ανθρώπινη αριθμομηχανή την τετραγωνική ρίζα του αποτελέσματος από μια προσθαφαίρεση λογισμών αγάπης, μίσους, συμπάθειας και τελικής κερδοφορίας σε αναγνώριση, εκτίμηση και γιατί όχι ανταπόδοσης σε συναίσθημα ή είδος.
Η αγάπη του κτήνους δεν συγκρίνει, δεν αναμένει αποδοχή και αναγνώριση και ακόμη το κτηνώδες συναίσθημα προς το ανθρώπινο είδος είναι αυτόβουλο και αυθύπαρκτο. Αγαπά για να αγαπά, δεν βρίσκεται στην αναμονή καμιάς είσπραξης ή κερδοφορίας. Εκδηλώνουν διαφορετική αγάπη από αυτή του ανθρώπου προς τον Θεό. Ο άνθρωπος δεν αγαπά τον Θεό αγνά και ανυστερόβουλα όπως σημειώνει ο Σπινόζα, τον αγαπά περιμένοντας ανταπόδοση σε πλούτο ή προστασία συνήθως. Αγαπά για να ανταμειφτεί, είναι μάλλον αργυραμοιβός.
Ο Ντεντέκος μια βραδιά τον Δεκέμβριο του 2007 βγήκε από την καλύβα του, με κοίταξε με ένα ύφος πού δεν μαρτυρούσε λύπη και πόνο, παρά μόνο σοβαρότητα και γνώση της περασμένης του ηλικίας και τράβηξε το σούρουπο για το κάτω μέρος του χωραφιού. Το άλλο πρωί τον βρήκαμε νεκρό με ανοιχτά μάτια γερμένο σε μια γούβα λες κι η μάνα φύση την είχε κοιλώσει για τον θάνατό του. Το πιο εντυπωσιακό όμως ήταν κάτι άλλο, χαρακτηριστικά αξιοσημείωτο. Από τις δύο πλευρές του νεκρού γαϊδάρου στέκονταν από πολύ νωρίς δίπλα του τα δύο σκυλιά και κοντανάσαιναν, ίσως να ήταν εκεί και όλη την νύχτα. Όταν πλησίασα εγώ και η γυναίκα μου, τα σκυλιά σηκώθηκαν, κούνησαν καθόλου χαρούμενα την ουρά τους κι άρχισαν να τραβάνε με νωθρές κινήσεις για το σπιτάκι τους, η αλλαγή τιμητικής φρουράς είχε γίνει κατά το πλήρες εθιμοτυπικό.
Ο γάιδαρος τάφηκε σε έναν βαθύ λάκκο μέσα στο χωράφι μας, θελήσαμε να τον κρατήσουμε κοντά μας όσο πιο πολύ μπορούσαμε, ήταν βλέπετε ένας από τους πρωτομάστορες δάσκαλους μας στο μάθημα της ευαισθησίας.
Τα σκυλιά για μήνες μετά πήγαιναν πολύ συχνά στο σκαμμένο χώμα και κάθονταν δίπλα για ώρες πολλές, τιμούσαν τον συνεργάτη τους στην έδρα της καθηγεσίας των συναισθημάτων . Κτηνώδης συμπεριφορά.