Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Η συγκρατημένη αισιοδοξία την οποία προβάλλει η κυβέρνηση για τις προοπτικές της οικονομίας, ως αποτέλεσμα των επαφών του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά στο Βερολίνο και το Παρίσι (επαφών οι οποίες ναι μεν μπορεί να οδήγησαν στο «λιώσιμο των πάγων» στο κλίμα των σχέσεων με τη Γερμανία, πλην, όμως, δεν απέδωσαν κάτι συγκεκριμένο και απτό, σε σχέση με τις προσδοκίες που καλλιεργούσε το προηγούμενο διάστημα η Αθήνα) δεν αρκεί για να μπορέσει να πειστεί η ελληνική κοινωνία για την υποτιθέμενη αναγκαιότητα να δεχθεί και νέα σφαγή σε μισθούς, συντάξεις και δικαιώματα, και φυσικά τη συνεπακόλουθη νέα κατακρήμνιση ακόμη και των τελευταίων καταλοίπων του κοινωνικού κράτους.
Η τρικομματική κυβέρνηση, υπό τον Αντώνη Σαμαρά, ανήλθε στην εξουσία, με το αίτημα της επαναδιαπραγματεύσεως του Μνημονίου, αλλά στη συνέχεια, όπως δείχνει η μέχρι τώρα πορεία της, το εγκατέλειψε και το αντικατέστησε με το αίτημα περί επιμηκύνσεως του χρόνου της δημοσιονομικής προσαρμογής και με την προσπάθεια για «ανάκτηση της αξιοπιστίας της χώρας», αλλά, μέχρι στιγμής, παραμένει αμφίβολο αν οι δανειστές της χώρας θα συμφωνήσουν (και πως) στα περί επιμηκύνσεως του χρόνου και αν, πράγματι, η αξιοπιστία έχει ανακτηθεί.
Το γεγονός, πάντως, ότι οι Ευρωπαίοι συνομιλητές του πρωθυπουργού, δηλαδή η καγκελάριος Μέρκελ, ο πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ κι ο επικεφαλής του Eurogroup Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, με τους οποίους συναντήθηκε, τήρησαν μια επαμφοτερίζουσα στάση, που συνοψίζεται στη φράση του τίτλου της εφημερίδας «Το Βήμα» «Κάντε τα και τα λέμε...», δείχνει πως ούτε η αξιοπιστία έχει ανακτηθεί, πόσο μάλλον δεν έχει γίνει (ακόμη) δεκτό το αίτημα περί επιμηκύνσεως, αν λάβει κάνεις υπόψη του την, επί του προκειμένου, αρνητική στάση του Γερμανού υπουργού της Οικονομίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αλλά και τη δήλωση του Γερμανού αντικαγκελαρίου Φίλιπ Ρέσλερ ότι «δεν κάναμε παραχωρήσεις στην Ελλάδα».
Συμπάθεια και διαβεβαιώσεις
Ο πρωθυπουργός έχοντας αντιληφθεί ότι ο χρόνος στενεύει για τη χώρα και την κυβέρνησή του και ότι η διεθνής θέση της Ελλάδος είναι ναρκοθετημένη, επέλεξε, κατ’ αρχήν, με σειρά συνεντεύξεών του στο γαλλικό και το γερμανικό Τύπο (με τις οποίες πρόβαλε το επιχείρημα ότι η Αθήνα προσπαθεί να υλοποιήσει τις υποσχέσεις της και, εν πάση περιπτώσει, δεν ζητεί άλλα χρήματα) να πείσει, αν μη τι άλλο, για το αγαθόν των προθέσεών του, ως προς την υλοποίηση των δεσμεύσεων του Μνημονίου, οι οποίες, όμως, δίνουν τη χαριστική βολή στον ελληνικό λαό.
Στις δε επαφές που είχε με την καγκελάριο Μέρκελ και τον πρόεδρο Ολάντ, κινήθηκε στην ίδια γραμμή, για να εισπράξει ένα «πνεύμα κατανοήσεως» στις προσπάθειές του, μια δήλωση συμπάθειας για τα δεινά που υφίσταται η ελληνική κοινωνία και φυσικά πληθώρα προτροπών να προχωρήσει τις ιδιωτικοποιήσεις, δηλαδή την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, για την οποία ενδιαφέρονται σφόδρα Γάλλοι, Γερμανοί και λοιποί «επενδυτές».
Κι ενώ η λαϊκίστικη γερμανική εφημερίδα «Bild» την παραμονή της αφίξεως του πρωθυπουργού στο Βερολίνο του ζητούσε να δώσει γραπτές εγγυήσεις για την αποπληρωμή του ελληνικού χρέους και μάλιστα να υπογράψει μια έτοιμη εγγυητική επιστολή, στην οποία θα δεσμεύεται για την πώληση ακατοίκητων νησιών κι ενώ γνωστοποιήθηκε ότι έχει συσταθεί στη Γερμανία ομάδα αξιωματούχων, που μελετά τις επιπτώσεις από το ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδος από το ευρώ, ο ίδιος ο Α. Σαμαράς επέλεξε να αφιχθεί στην Καγκελαρία έχοντας στις αποσκευές του (ως δώρο στη γερμανική ελίτ) τον ελληνικό εξωδικαστικό συμβιβασμό με τη γερμανική εταιρία Siemens και τα μαύρα ταμεία της.
«Έλα από εδώ. Πάμε μέσα...», φέρεται να είπε στον Α. Σαμαρά, η καγκελάριος, προσκαλώντας τον σε μια κατ’ ιδίαν συνομιλία, το περιεχόμενο της οποίας δεν γνωστοποιήθηκε, αν και όπως ο ίδιος ο πρωθυπουργός τόνισε δημοσίως, ζήτησε από την κ. Μέρκελ «χρόνο για να «ανασάνει» η ελληνική οικονομία και η κοινωνία, χωρίς να επιβαρυνθεί ο Γερμανός φορολογούμενος», υποσχέθηκε πλήρη εφαρμογή του Μνημονίου, πάταξη της φοροδιαφυγής, αξιοποίηση της «αδρανούς δημοσίας περιουσίας», ενώ ζήτησε να σταματήσουν όλες οι εναντίον της Ελλάδος «τοξικές δηλώσεις» περί εξόδου της χώρας από το ευρώ.
Η δε καγκελάριος αν και άκουσε την προαναφερθείσα ελληνική αποφασιστικότητα, απάντησε στον Αντώνη Σαμαρά ότι «πρέπει να μας πείσετε» (δεν είναι τυχαίος ο τίτλος της «Καθημερινής» σύμφωνα με τον οποίο η Α. Μέρκελ είπε ότι «θέλει έργα και πράξεις και όχι λόγια») δηλαδή να υλοποιήσετε τάχιστα τα περιεχόμενα του Μνημονίου και «θα δούμε», αφού λάβουμε υπόψη μας την έκθεση της Τρόικας εντός του Σεπτεμβρίου.
Φυσικά, η κ. Μέρκελ πρόσθεσε κάτι, που, όσο κι αν ξενίζει (αν ληφθούν υπόψη οι ακριβώς αντίθετες δηλώσεις κορυφαίων παραγόντων της γερμανικής - και όχι μόνον - ελίτ) ήταν σχεδόν αυτονόητο, καθώς δεν μπορούσε να πει κάτι άλλο: «Μα φυσικά σας θέλουμε στο ευρώ...», είπε.
Όμως, η δήλωση αυτή της κ. Μέρκελ κάθε άλλο παρά κατηγορηματική ήταν, αφού δεν είπε πως δεν υπάρχει θέμα ή δεν υπάρχει περίπτωση εξόδου (Grexit) της Ελλάδος από την Ευρωζώνη, αλλά κατέγραψε απλώς την πρόθεσή της, δηλαδή σας θέλουμε στο ευρώ, πλην, όμως, θα δούμε την έκθεση της Τρόικας και (προφανώς τότε) βλέπουμε...
Η επίσκεψη στην καγκελάριο ήταν, παρά ταύτα, ένας σημαντικός σταθμός στην προσπάθεια του Αντώνη Σαμαρά ώστε να υπάρξει θετική έκθεση της Τρόικας, ενόψει του Eurogroup στις 14 Σεπτεμβρίου και της κρίσιμης Συνόδου Κορυφής της ΕΕ στις 18-19 Οκτωβρίου, όπου αναμένεται να τεθεί και επισήμως το αίτημα περί επιμηκύνσεως του χρόνου δημοσιονομικής προσαρμογής και πάνω απ’ όλα να εξασφαλιστεί η επόμενη δόση του δανεισμού.
Σύμφωνα με το «Βήμα», ο πρωθυπουργός επεσήμανε στην καγκελάριο ότι «είναι η τελευταία φορά που συζητεί και εφαρμόζει ένα τέτοιο πακέτο μέτρων, με το επιχείρημα ότι οι θυσίες του ελληνικού λαού είναι απίστευτες, ενώ σημείωσε ότι η ασφυξία στην οικονομία εξαιτίας των μέτρων δημιουργεί απώλεια εισοδημάτων και αύξηση του ελλείμματος και ζήτησε μέτρα αναπτυξιακού χαρακτήρα», δήλωση την οποία επανέλαβε δημοσίως στην Πολιτική Επιτροπή της ΝΔ.
Εξάλλου, το πρωθυπουργικό ταξίδι στο Παρίσι ήταν πιο εύκολο, καθώς, σε επίπεδο ρητορείας, ο πρόεδρος Ολάντ εμφανίζεται πιο κοντά στις ελληνικές κυβερνητικές θέσεις, αλλά και αυτός επέμεινε στην ανάγκη τηρήσεως των μνημονιακών δεσμεύσεων, αν και ήταν σαφής και κατηγορηματικός στο θέμα της θέσεως της Ελλάδος στο ευρώ. «Δεν τίθεται θέμα εξόδου της Ελλάδος από την Ευρωζώνη (Grexit)», είπε ο πρόεδρος Ολάντ, κάνοντας ένα πιο συγκεκριμένο και σταθερό βήμα επί του προκειμένου, σε αντίθεση με τη στάση της εταίρου του στο γαλλογερμανικό άξονα.
ΤΟ ΦΡΕΝΟ ΤΗΣ κ. ΜΕΡΚΕΛ
Επίσης, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η καγκελάριος Μέρκελ ζήτησε, με δημόσια παρέμβασή της, να σταματήσουν οι δηλώσεις – κυρίως δικών της αξιωματούχων – περί ελληνικής εξόδου από το ευρώ.
Προφανώς, η καγκελάριος επιδιώκει να κρατήσει το ελληνικό ζήτημα έξω από τη διαμάχη για τις γερμανικές εκλογές, καθώς γνωρίζει ότι η συζήτηση για την Ελλάδα είναι εξαιρετικά αρνητικά φορτισμένη και μόνο ζημιά μπορεί να της κάνει, χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι θέλει να διατηρήσει την Ελλάδα εντός του ευρώ, με προσωπικό πολιτικό κόστος.
Άλλωστε, αν η έκθεση της Τρόικας είναι αρνητική και κυρίως δημιουργεί ερωτηματικά ως προς τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους τίποτε δεν εγγυάται ότι η δανεισμός της Ελλάδος θα συνεχιστεί και ότι η επόμενη δόση θα εκταμιευτεί.
Ωστόσο, παρά τις προτροπές Μέρκελ, ας μη λησμονούμε τις δηλώσεις Σόιμπλε και Ρέσλερ που προαναφέραμε, αλλά και τη δήλωση του γραμματέα των Χριστιανοκοινωνιστών Α. Ντόμπριντ ότι βλέπει την Ελλάδα έξω από το ευρώ το 2013, δήλωση που απηχεί ένα σοβαρό ευρωλαϊκισμό και ευρωσκεπτικισμό, που είναι διάχυτοι στο γερμανικό πολιτικό σκηνικό και τρομοκρατούν τις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις της χώρας.
Και η γεωπολιτική
Σύμφωνα με την «Καθημερινή», στη Γερμανία εγκαινιάστηκε εκστρατεία υπέρ της Ευρώπης, χρηματοδοτούμενη από ιδρύματα γερμανικών επιχειρηματικών κολοσσών, όπως η Allianz, η Bosch και η BMW, με τη συμμετοχή διακεκριμένων πολιτικών, που πιστεύουν ότι δεν πρέπει να αφεθεί η Ευρωζώνη να διαλυθεί.
Ο εσωτερικός διάλογος στη Γερμανία για το εάν και κατά πόσον η Ελλάδα πρέπει ή όχι να παραμείνει στο ευρώ, περιορίζεται στις οικονομικές διαστάσεις του ζητήματος, ενώ θα όφειλε να συμπεριλάβει και τους ευρύτερους γεωπολιτικούς κινδύνους μιας ενδεχόμενης ελληνικής εξόδου, λένε ακόμη και στελέχη του κόμματος της καγκελαρίου, όπως ο Μίχαελ Μάιστερ, αντιπρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας της CDU, που δήλωσε ότι μια τέτοια εξέλιξη θα είχε περαιτέρω αποσταθεροποιητικές συνέπειες για την, ήδη, ταραγμένη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.
«Απλώς κοιτάξτε τον χάρτη και δείτε πού βρίσκεται η Ελλάδα», είπε και τόνισε εγγύτητά της με την Μέση Ανατολή, όπου μαίνεται ο εμφύλιος στη Συρία, όπως επίσης και με ακόμη εύθραυστες περιοχές των Βαλκανίων.
Οι δηλώσεις αυτές καταδεικνύουν ότι ορισμένα στελέχη του γερμανικού κυβερνητικού συνασπισμού αμφιβάλλουν για το κατά πόσον θα ήταν σώφρον να εκδιωχθεί η Ελλάδα από την Ευρωζώνη και ίσως σηματοδοτήσουν μια πιο πραγματιστική προσέγγιση από μέρους του Βερολίνου, παρά τη σκληρή ρητορική που έχει υιοθετηθεί τις τελευταίες εβδομάδες, μετέδωσε το πρακτορείο ειδήσεων Ρόιτερς.
Δυσπιστία
Το κυβερνητικό επιτελείο εκτιμά πως τα κέρδη του Α. Σαμαρά είναι οι δηλώσεις για τη θέση της Ελλάδος στο ευρώ, καθώς έτσι επιχειρείται να μπει φρένο στα σενάρια περί ελληνικής εξόδου, που εγκλώβιζαν τη χώρα σε ένα διεθνές αρνητικό κλίμα, το γεγονός ότι ανακτήθηκαν οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ της παρούσης ελληνικής κυβερνήσεως και του Βερολίνου και ότι, εν πάση περιπτώσει, «βλέπουν» με μεγαλύτερη συμπάθεια τις προσπάθειες που καταβάλει η τρικομματική κυβέρνηση και γι’ αυτό, όπως είπε η κα Μέρκελ, «προχωράτε και σας στηρίζουμε».
Ωστόσο, το περιοδικό «Spiegel» επεσήμανε ότι «παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, η άκαμπτη στάση της Άνγκελα Μέρκελ δεν άφησε κανένα περιθώριο για συζητήσεις περί χρονικής αναπροσαρμογής του προγράμματος σταθεροποίησης» και ότι «δεν είναι περισσότερες από δύο με τρεις οι εβδομάδες, που απομένουν στον Έλληνα πρωθυπουργό, ώστε εκείνος να καταφέρει να συνθέσει ένα αξιόπιστο πρόγραμμα συσταλτικών δημοσιονομικών πολιτικών συνολικού κόστους 14 δισ. ευρώ».
Κατά το «Spiegel», «αν και ο Αντώνης Σαμαράς φαίνεται αισιόδοξος, Βρυξέλλες και Βερολίνο διατηρούν ακόμη επιφυλάξεις σε ό,τι αφορά τη δυναμική, αλλά και την προσδοκώμενη αποτελεσματικότητα των προς υλοποίηση σχεδιασμών. Παρά τη δέσμευση για τόνωση των φορολογικών εσόδων, τη γρήγορη διενέργεια των αποκρατικοποιήσεων, καθώς και την περιστολή του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων, οι εταίροι μοιάζουν δύσπιστοι».
Πολλοί αναλυτές στην Ελλάδα πιστεύουν ότι πίσω από τα χαμόγελα και τις εκφράσεις συμπάθειας προς τον ελληνικό λαό από τους δανειστές, αυτό που έχει σημασία είναι αφενός μεν το νέο πακέτο των μέτρων και κυρίως το γεγονός ότι αυτό ακριβώς το πακέτο θα αποδειχθεί αναποτελεσματικό και θα βαθύνει την ύφεση, συνεπώς θα συνεχισθεί ο φαύλος κύκλος των ελλειμμάτων και της αυξήσεως του δημοσίου χρέους, όπως, άλλωστε, ήδη έχει ανακοινωθεί.
«Ανεξάρτητα από τις διεργασίες που θα υπάρξουν το επόμενο διάστημα μέσα στην Ευρωζώνη για ενδεχόμενη επιμήκυνση του ελληνικού προγράμματος «δημοσιονομικής προσαρμογής», κανενός είδους παράταση δεν πρόκειται να συνοδευτεί από «χαλάρωση» των αντιλαϊκών μέτρων», έγραψε ο «Ριζοσπάστης», ο οποίος προβλέπει (σε αντίθεση με τη δήλωση Σαμαρά ότι είναι η τελευταία φορά που συζητεί και εφαρμόζει ένα τέτοιο πακέτο μέτρων) ότι «θα υπάρξει και νέος γύρος διαρθρωτικών ανατροπών, με στόχο την παραπέρα μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλιακών ομίλων, αφού όλα τα παραπάνω αποτελούν διακηρυγμένο στόχο και στρατηγική της ΕΕ».
(Το β’ μέρος στην επιφυλλίδα της Δευτέρας )